Η αιώνια μπάντα των μοναχικών καρδιών

Η αιώνια μπάντα των μοναχικών καρδιών

2' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Ιούνιο του 1967, οι Μπιτλς κυκλοφόρησαν τον δίσκο τους με τίτλο «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band». Και μόνο από το εξώφυλλο, ο δίσκος έκανε μεγάλη εντύπωση – οι Μπιτλς, ντυμένοι με πολύχρωμες στολές μουσικών της φιλαρμονικής, περιβάλλονταν από ένα κολάζ με φωτογραφίες εμβληματικών φυσιογνωμιών, από τον Φρεντ Αστέρ ως τον Καρλ Μαρξ. Μουσικά ο δίσκος ήταν εξίσου «σουρεαλιστικός», φιλοδοξία των δημιουργών του ήταν να φτιάξουν τον πρώτο δίσκο ποπ, βασισμένο σε μια ιδέα, προσπαθώντας να αφηγηθούν μια ιστορία. Ο δίσκος θεωρήθηκε επαναστατικός, αν και θα χρειαζόταν να περάσει μια ακόμη χρονιά για να φτάσουν οι Μπιτλς στην καλλιτεχνική κορύφωσή τους, το «White Album», τον «Λευκό Δίσκο» του 1968. Ανάμεσα στο τραγούδια του «Sgt. Pepper’s» ήταν και το «When I’m Sixty-Four» («Οταν θα είμαι 64 ετών»), ένα τραγούδι παιγνιώδες, στο οποίο οι δημουργοί του, ο Τζον Λένον και ο Πολ Μακάρτνεϊ, περιέγραφαν τη ζωή στα 64. Το τραγούδι δεν καταχωρίζεται στα καλύτερα των Μπιτλς, ούτε από μουσικής ούτε από στιχουργικής πλευράς. Οι Λένον και Μακάρτνεϊ βρίσκονταν στο απόγειο της νεότητάς τους, δεν είχαν κλείσει ακόμη τα 30: πώς να φανταστούν τη ζωή στα 64, όντας τόσο νέοι, ιδιοφυείς και ταλαντούχοι;

Σαράντα χρόνια αργότερα, ο Πολ Μακάρτνεϊ είναι αισίως 64 ετών και κυκλοφορεί ένα δίσκο με τίτλο «Μemory Almost Full» («Μνήμη σχεδόν γεμάτη»), που παραμπέμπει στην τεχνολογία των υπολογιστών. Κανείς δεν θεωρεί τον Μακάρτνεϊ γέννημα της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, γκουρού των υπολογιστών: είναι σαφής ο υπαινιγμός του τίτλου για τη ζωή που τελειώνει, ο πρώην Μπιτλ μιλάει πλέον με ευκολία για τη ζωή στα 64. Ο δίσκος γνωρίζει εμπορική επιτυχία, ανέβηκε στην τρίτη θέση των αμερικανικών τσαρτ. Μια μερίδα του Τύπου έγραψε για τη μεγαλειώδη επιστροφή του καλλιτέχνη. Μια άλλη μερίδα, δημοσιογράφων και μουσικόφιλων, κατακεραύνωσε τον παλιμπαιδισμό που αποπνέει ο δίσκος, την ανυπαρξία μουσικής έμπνευσης, τους απλοϊκούς στίχους στα όρια του χαζοχαρούμενου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο Μακάρτνεϊ έκανε μια ακόμη «αρπαχτή», λες και του λείπουν ακόμη χρήματα στην ηλικία του. (Ο Μακάρτνεϊ θεωρείται από τους πλουσιότερους ανθρώπους στη Βρετανία.) Ορισμένοι επίσης επιμένουν ότι ο Μακάρτνεϊ έχει χάσει από χρόνια το ταλέντο του, ώστε δεν έχει καμιά ελπίδα ή κανένα περιθώριο να δημιουργήσει τώρα αριστουργήματα όπως άλλοι συνομήλικοί του ρόκερ, βλέπε Μπομπ Ντίλαν.

Σε πρόσφατο τεύχος του αμερικανικού περιοδικού The New Yorker, ο Πολ Μακάρτνεϊ παραδέχεται ότι τελευταία άκουγε συχνά το «When I’m Sixty- Four» – και αναρωτιέται γιατί άραγε. Λέει επίσης ότι είναι αισιόδοξος άνθρωπος, ενθουσιώδης, που δεν το βάζει εύκολα κάτω. Και ο λόγος είναι ότι έτσι θα τον ήθελαν οι αγαπημένοι του που δεν ζουν πια, η σύζυγός του Λίντα, ο Τζον Λένον και ο Τζορτζ Χάρισον, οι γονείς του. «Η ιδέα ότι ο θάνατός τους θα με βύθιζε σε βαριά κατάθλιψη, θα τους ενοχλούσε. Το ξέρω σίγουρα και ίσως αυτό με βοηθά να το αποφύγω».

Χρειάζεται άλλη απόδειξη ότι ο Μακάρτνεϊ διαχειρίζεται καλά τη ζωή του; Από πότε το κουράγιο και η αισιοδοξία, όταν μάλιστα γνωρίζεις ότι έχεις ήδη διανύσει το μεγαλύτερο και ωραιότερο κομμάτι της ζωής σου, θεωρείται ελαφρότητα που καλύπτει ενδεχομένως την έλλειψη δημιουργικότητας; «Η ευτυχία είναι ένα ζεστό όπλο» έλεγε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια των Μπιτλς, και ο Πολ Μακάρτνεϊ δεν το έχει ξεχάσει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή