Διχασμένη η Τουρκία στις δύο επετείους

Διχασμένη η Τουρκία στις δύο επετείους

5' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη Μεγαλοβδομάδα των ορθοδόξων, την τουρκική επικαιρότητα απασχόλησαν δύο επέτειοι. Κραυγαλέα, δυσβάσταχτη η αντίθεση μεταξύ των συνειρμών που προκαλεί καθεμία τους. Την αντίθεση επιτείνει ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι οι γεμάτες ιστορικές μνήμες ημέρες της 23ης και 24ης Απριλίου διαδέχονται η μία την άλλη, σε μία εβδομάδα που, μοιραία, ωθεί την Τουρκία σε ενδοσκόπηση και περισυλλογή.

Την 23η Απριλίου, οι Τούρκοι τιμούν την έναρξη εργασιών της πρώτης τουρκικής Εθνοσυνέλευσης το 1920, μεσούντος του «Πολέμου Ανεξαρτησίας» και τρία χρόνια πριν από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Η επέτειος, που ο Κεμάλ αφιέρωσε στη νεολαία, καλείται «Εορτή Εθνικής Κυριαρχίας και Παιδιού» και αποτελεί ημέρα χαρμόσυνη και πανηγυρική. Η 24η Απριλίου έχει ορισθεί ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Αρμενίων, το 1915, από τα οθωμανικά στρατεύματα και Τούρκους και Κούρδους ατάκτους. Η διαδοχή των δύο θυμίζει ότι η Τουρκική Δημοκρατία θεμελιώθηκε πάνω στα μνήματα εκατομμυρίων θυμάτων αλλεπάλληλων εθνοκαθάρσεων, πραγματικότητα που αδυνατεί να αντιμετωπίσει, 93 χρόνια μετά τις σφαγές.

Εθνοσυνέλευση

Η σύγκληση στην Αγκυρα, κατ’ εντολήν του Ατατούρκ, εθνοσυνέλευσης «με έκτακτες εξουσίες» την 23η Απριλίου 1920 θεωρείται η απαρχή της πορείας προς τη σύσταση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η πρωτεύουσα της ηττημένης στον Μεγάλο Πόλεμο Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Κωνσταντινούπολη, βρισκόταν υπό την κατοχή των Συμμάχων. Ανάμεσά τους και των Ελλήνων, που είχαν ήδη αποβιβασθεί και προήλαυναν στη Μικρά Ασία. Εκείνο τον Απρίλιο του 1920, οι αντιπρόσωποι των Τούρκων στην Αγκυρα -αναμεσά τους και πολλοί βουλευτές του διαλυθέντος οθωμανικού Κοινοβουλίου- έλαβαν καθοριστικές για το μέλλον του τουρκικού έθνους αποφάσεις. Η σύγκλησή τους σε σώμα αντιπροσωπευτικό της λαϊκής βούλησης αμφισβητούσε έμπρακτα τη νομιμότητα του αιχμάλωτου πια στην Πόλη Σουλτάνου.

Τη μνήμη της πρώτης αυτής θεσμικής εκδήλωσης της λαϊκής κυριαρχίας ο ίδιος ο Ατατούρκ την αφιέρωσε, το 1935, στα παιδιά, «τους μέλλοντες φορείς της». Ετσι η Τουρκία έγινε η πρώτη ίσως χώρα με μία εθνική εορτή αφιερωμένη στα παιδιά. Την 23η Απριλίου οι μικροί Τούρκοι έχουν τον πρώτο λόγο. Η Τουρκία, με αφορμή την ανακήρυξη του 1979 από την Ουνέσκο ως «Παγκόσμιο Ετος Παιδιού», καθιέρωσε ετήσια φεστιβάλ που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων, με παιδιά από όλο τον κόσμο. Η γεμάτη χαρά 23η Απριλίου δεν διαπνέεται από τον ασφυκτικό εθνικισμό των υπολοίπων τουρκικών εθνικών επετείων, αλλά έχει πνεύμα διεθνιστικό. Οπως κάθε χρονιά, έτσι και φέτος, οι μαθητές συγκεντρώθηκαν στα σχολεία, στολισμένα με σημαίες, μπαλόνια και λουλούδια, για να τραγουδήσουν και να χορέψουν παραδοσιακούς χορούς. Τηρήθηκε και η παράδοση σύμφωνα με την οποία όλες οι κρατικές θέσεις -προεδρία της δημοκρατίας, πρωθυπουργία, προεδρία της Βουλής, του ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου- καταλείπονται, συμβολικά, για την ημέρα σε ένα παιδί. Τα παιδιά προβαίνουν μάλιστα σε δηλώσεις στα μέσα ενημέρωσης, του τύπου «θέλω καλύτερες δουλειές για τους γονείς μου, ειρήνη στον κόσμο και δωρεάν σοκολάτες για όλους». Συμβολισμοί χαριτωμένοι, αλλά και ενδεικτικοί της σημασίας που έχει για την τουρκική κοινωνία η αγάπη και η μέριμνα για το παιδί.

Φέτος ωστόσο η επέτειος έλαβε χώρα σε κλίμα πολιτικά βαρύ, λόγω της πρόσφατης πρωτοβουλίας του εισαγγελέα να ζητήσει τη διάλυση του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και την πολιτική απαγόρευση των κυρίων στελεχών του. Πέρα από τα τραγούδια και τις χαρούμενες εκδηλώσεις των παιδιών, τον τόνο έδωσαν τα πικρόχολα σχόλια των αναλυτών, που καταδίκαζαν το «δικαστικό πραξικόπημα» κατά των εκλεγμένων εκπροσώπων της λαϊκής βούλησης. «Παρότι το Σύνταγμα ορίζει ότι η λαϊκή κυριαρχία απορρέει από τον λαό, σήμερα γιορτάζουμε μια κουτσή και στραβή δημοκρατία», σχολίαζε φιλοκυβερνητικός αναλυτής. Αλλος επεσήμανε ότι δεν εορτάζεται η λαϊκή κυριαρχία, αλλά εκείνη «του στρατού, των γραφειοκρατών, των δικαστών και μιας πολιτικής μειοψηφίας». Η πολιτική πόλωση που ταλανίζει την Τουρκία εδώ και έναν χρόνο ήταν προφανής. Ο πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος Ντενίζ Μπαϊκάλ δεν παρέστη στο γεύμα που παρέθεσε ο πρόεδρος Γκιουλ, καθώς εκφράζει την αντίθεσή του στην προεδρία Γκιουλ μποϊκοτάροντας όλες τις εκδηλώσεις όπου εκείνος προΐσταται, πέραν των αναγκαίων για τη λειτουργία του πολιτεύματος. Οι στρατηγοί επίσης απείχαν, αρνούμενοι να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι πρόσωπο με ισλαμικές καταβολές κατόρθωσε να εκλεγεί στο ανώτατο αξίωμα,

Γιορτή και πένθος

Την ώρα που μία κοινωνία ιδεολογικά διαιρεμένη γιόρταζε τις απαρχές του κράτους της, τα κατεξοχήν θύματα της σύστασής του ετοιμάζονταν να πενθήσουν την εθνική τους συμφορά. Στις 24 Απριλίου 1915 η οθωμανική αστυνομία συνελάμβανε 250 περίπου Αρμενίους διανοουμένους και κοινοτικούς ηγέτες στην Κωνσταντινούπολη, ημερομηνία που έγινε συμβατικά δεκτή ως επέτειος της αρμενικής Γενοκτονίας. Τις συλλήψεις ακολούθησαν μαζικές εκτοπίσεις και σφαγές των Αρμενίων της Μικράς Ασίας και της Θράκης από τα οθωμανικά στρατεύματα, με την ενθουσιώδη συμμετοχή Τούρκων ατάκτων και των κουρδικών φυλών της Νοτιοανατολικής Ανατολίας. Αν η αρμενική διασπορά ενώνεται στο πένθος, στην Τουρκία φιλελεύθεροι και εθνικιστές-κρατιστές ακονίζουν τα μαχαίρια τους, καθώς πλησιάζει η 24η Απριλίου. Τίποτε δεν φαίνεται πως προκαλεί μεγαλύτερους διαξιφισμούς μεταξύ των δύο όσο το ζήτημα της τουρκικής στάσης «στα γεγονότα του 1915». Για τους φιλελεύθερους Τούρκους, πολλοί από τους οποίους μιλούν ανοικτά για Γενοκτονία, οι συστηματικές σφαγές και η προγραμματισμένη εξόντωση των Αρμενίων αποτελεί τη μεγαλύτερη ντροπή της τουρκικής ιστορίας. Διακηρύσουν πως η Τουρκία πρέπει να παραιτηθεί από τη στάση της άρνησης, να εκφράσει τον αποτροπιασμό της και να τείνει χείρα φιλίας και συγγνώμης στην Αρμενία.

Οι «διανοούμενοι του κράτους», από την άλλη, εξακολουθούν να αρνούνται ότι «η εκτόπιση» του 1915 είχε γενοκτόνο πρόθεση, μιλούν για Γενοκτονία που οι Αρμένιοι διέπραξαν σε βάρος των Τούρκων και Κούρδων (!), κατονομάζουν τους Τούρκους που μιλούν ανοικτά για τις σφαγές «δήθεν διανοουμένους» και «προδότες της πατρίδας». Η αναφορά, με οποιονδήποτε τρόπο, στη Γενοκτονία αποτέλεσε τον λόγο για τις περισσότερες δικαστικές διώξεις υπό το άρθρο 301 του Ποινικού Κώδικα («Προσβολή του Τουρκισμού»), όπως εκείνες των συγγραφέων Ορχάν Παμούκ και Ελίφ Σαφάκ, αλλά και του δολοφονηθέντος Αρμενίου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ.

Παραχαράσσοντας ιστορικά στοιχεία

Στο μεταξύ το κράτος βαυκαλίζεται, αγγίζοντας τα όρια του γελοίου. Συστηματικά, η Τουρκία προσπαθεί όχι μόνο να αντικρούσει τα περί γενοκτονίας, αλλά να εξαφανίσει την ίδια την ιστορική μνήμη της ύπαρξης των Αρμενίων στη Μικρά Ασία. Χαρακτηριστική ήταν η απόφαση του υπουργού πολιτισμού Αττίλα Κοτς να μετονομάσει τα ερείπια της μεσαιωνικής αρμενικής πρωτεύουσας Ανι σε Ανί (Ani με άτονο i), με σκοπό τον εκτουρκισμό του ονόματος. «Εχουμε εθνικές ευαισθησίες. Οπως δεν λέμε Σαγγάριος αλλά Sakarya, Σμύρνη αλλά Izmir, Ικόνιο αλλά Konya, έτσι δε θα λέμε Ανι αλλά Ani», δήλωσε ο Κοτς στη Βουλή. Κατά παρόμοιο τρόπο το όνομα του νησιού Αχταμάρ στη λίμνη Βαν, όπου και η ιστορική αρμενική μονή του Τιμίου Σταυρού, άλλαξε σε Akdamar, ενώ η κυβέρνηση απαγόρευσε πέρσι να τεθεί σταυρός ή καμπάνα στην ανακαινισμένη εκκλησία. Ο δημοσιογράφος Τζενγκίζ Τσαντάρ μιλά για «πολιτιστική γενοκτονία», ενώ τονίζει ότι η έλλειψη ανοχής στα xριστιανικά σύμβολα δεn συνάδει με την εικόνα ενός κοσμικού κράτους που θέλει να προβάλλει η Τουρκία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή