«Τελμάτωση» στη Σοβιετική Ενωση

«Τελμάτωση» στη Σοβιετική Ενωση

Τα οικονομικά προβλήματα, η αδυναμία μεταρρύθμισης, τα αδιέξοδα των πολιτών

7' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στη δεκαετία του 1970, η Σοβιετική Ενωση κατείχε μια επίζηλη διεθνή θέση. Διέθετε τον ισχυρότερο στρατό στον κόσμο, στρατηγικές πυρηνικές δυνάμεις ίσες με αυτές των ΗΠΑ, παρουσίαζε μεγάλες επιτυχίες στον Τρίτο Κόσμο (στο Βιετνάμ, στο Κέρας της Αφρικής, στην Ανγκόλα, στη Μοζαμβίκη), ενώ η πετρελαϊκή κρίση την ευνοούσε, καθώς ήταν πετρελαιοπαραγωγός χώρα, τη στιγμή κατά την οποία η Δύση αντιμετώπιζε σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες. Οι αμερικανικές κυβερνήσεις των Νίξον και Φορντ –με καθοριστική τη συμβολή του Χένρι Κίσινγκερ– ακολουθούσαν μια πολιτική διεθνούς ύφεσης, ακριβώς διαπιστώνοντας την άνοδο της σοβιετικής ισχύος και αναγνωρίζοντας τη Μόσχα ως ισότιμο εταίρο/αντίπαλο στις διεθνείς σχέσεις.

Ωστόσο, αυτή δεν ήταν όλη η εικόνα. Στο κρίσιμο πεδίο του οικονομικού υποβάθρου, σημειώνονταν εξελίξεις που έμελλαν να αποδειχθούν καταλυτικές. Το μονοκομματικό σοβιετικό πολιτικό σύστημα έδειξε μια απόλυτη αδυναμία να μεταρρυθμιστεί, βαθαίνοντας τις οικονομικές δυσκαμψίες και δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο.

Η οικονομία σε πορεία συνολικής απορρύθμισης

Τα πρώτα προβλήματα φάνηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν η σοβιετική γεωργία παρουσίασε σοβαρά ελλείμματα που ανάγκασαν τη χώρα –τη μεγαλύτερη πεδιάδα του κόσμου– να εισάγει αυξανόμενες ποσότητες σιτηρών από δυτικές χώρες και στη δεκαετία του 1970 από τις ίδιες τις ΗΠΑ. Οι διαδοχικές καταστροφικές σοδειές συνέχισαν στη δεκαετία του 1970. Οφείλονταν στην έλλειψη κινήτρων, στις χαμηλές θερμοκρασίες που κατέστρεφαν ένα μέρος της σποράς, στο μεγάλο μέγεθος της χώρας και στην κακή κατάσταση του μεταφορικού δικτύου που ευθυνόταν για την απώλεια μέρους της παραγωγής κατά τη μεταφορά της. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Σοβιετικός ηγέτης Λεονίντ Μπρέζνιεφ είχε ρητά υποσχεθεί τον εμπλουτισμό της σοβιετικής διατροφής με περισσότερο κρέας, αυγά και γαλακτοκομικά. Αλλά οι κακές σοδειές δεν οδηγούσαν μόνον σε ανεπάρκεια τροφίμων για τους πολίτες: επέφεραν συχνά την αναγκαστική σφαγή των ζώων στις κτηνοτροφικές μονάδες, κάτι που σήμαινε υπερεπάρκεια κρέατος για λίγο, αλλά καταστροφή του ζωικού κεφαλαίου και επομένως αδυναμία να εκπληρωθεί η υπόσχεση Μπρέζνιεφ.

Το μέγεθος του προβλήματος της γεωργίας οδήγησε –κατά κλασικό για το σοβιετικό σύστημα τρόπο– σε μετακίνηση πόρων (τώρα από τη βαριά βιομηχανία προς τη γεωργία, δηλαδή το αντίστροφο της προηγούμενης στρατηγικής). Αλλά ενώ τούτο έπληξε τους ρυθμούς ανάπτυξης ακόμη και της βαριάς βιομηχανίας, δεν επέφερε σημαντική βελτίωση στην αγροτική παραγωγή λόγω των δομικών αδυναμιών και της διοικητικής αναποτελεσματικότητας. Ούτε ήταν, πλέον, οι πόροι απεριόριστοι: η σταδιακή εξάντληση των αποθεμάτων πετρελαίου δυτικά των Ουραλίων σήμαινε ότι νέες, τεράστιες επενδύσεις έπρεπε να γίνουν στη Σιβηρία, με ακόμη μεγαλύτερο κόστος λόγω των συνθηκών στην περιοχή. Η Μόσχα έπρεπε να επιδοτεί τις υπερχρεωμένες, καχεκτικές οικονομίες των δορυφόρων της στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ οι σοβιετικές αμυντικές δαπάνες αυξάνονταν με ρυθμούς πολύ μεγαλύτερους από αυτούς της μεγέθυνσης της οικονομίας. Παράλληλα, οι ενοπλες δυνάμεις, με τα προηγμένα συστήματά τους, απορροφούσαν ένα δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό τεχνικά καταρτισμένου εργατικού δυναμικού, στερώντας το από την ευρύτερη οικονομία.

«Τελμάτωση» στη Σοβιετική Ενωση-1
Ο Μιχαήλ Σουσλόφ ηγήθηκε της ιδεολογικής προσπάθειας της ΕΣΣΔ κατά την εποχή Μπρέζνιεφ. (Φωτ. ASSOCIATED PRESS)

Τέλος, η χώρα δεν μπορούσε να εισέλθει αποτελεσματικά στην εποχή της νέας τεχνολογίας της μεταβιομηχανικής εποχής (π.χ. στα κομπιούτερ). Αυτό θα απαιτούσε ένα βαθμό ελευθερίας στην έρευνα που το καθεστώς δεν ήταν διατεθειμένο να παραχωρήσει. Η υστέρηση της ΕΣΣΔ σε ηλεκτρονική τεχνολογία διαφαινόταν και από το εντεινόμενο ενδιαφέρον της για βιομηχανική κατασκοπεία στον τομέα αυτόν, στη Δύση. Ας σημειωθεί ότι στο συντηρητικό σοβιετικό σύστημα, η έρευνα και ανάπτυξη για στρατιωτικούς σκοπούς ήταν απολύτως στεγανή και (σε αντίθεση με τη Δύση) δεν ανακοίνωνε τα πορίσματά της στην οικονομία, κάτι που έπληττε επίσης τη δυναμική της ανάπτυξης της τελευταίας. Ολα αυτά απαιτούσαν μια τολμηρή μεταρρύθμιση, την οποία η ηγεσία Μπρέζνιεφ δεν ήταν διατεθειμένη να αναλάβει, επειδή ακριβώς δεν ήθελε να θίξει τον βαθμό ελέγχου του κόμματος και τα προνόμια της νομενκλατούρας, τα συμφέροντα της οποίας εκπροσωπούσε.

Χωρίς προοπτική

Με άλλα λόγια, το πρόβλημα ήταν πλέον συνολικό και τα προβλήματα στον ένα τομέα επέτειναν τις δυσχέρειες σε άλλους. Η σοβιετική οικονομία υπέφερε από τον παρωχημένο υπερσυγκεντρωτισμό (βασισμένο, μάλιστα, σε αναξιόπιστες στατιστικές), την έλλειψη κινήτρων, την απουσία ενός ρεαλιστικού συστήματος τιμών για τα παρεχόμενα προϊόντα (αφού όλα πληρώνονταν, τελικά, από το κράτος), τη σταδιακή εξάντληση των φυσικών πόρων και το αρτηριοσκληρωτικό πολιτικό σύστημα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η Δύση υπέφερε από οικονομική κρίση, ενώ η Σοβιετική Ενωση επισήμως όχι. Αλλά οι σοβιετικοί ρυθμοί ανάπτυξης –ακόμη και στην πολύτιμη βαριά βιομηχανία– παρουσίασαν σημαντική επιβράδυνση και (το κυριότερο) δεν διαφαινόταν προοπτική ανάκαμψης. Η χώρα είχε μπει σε αυτό που αργότερα ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ θα αποκαλούσε «τελμάτωση» και η διεθνής βιβλιογραφία «stagnation».

Δύσκολη καθημερινότητα με έλλειψη βασικών αγαθών

«Τελμάτωση» στη Σοβιετική Ενωση-2
2.12.1975. Τα μέλη του Πολίτ Μπιρό ψηφίζουν. H διασφάλιση των συμφερόντων της κομματικής ελίτ υπερτερούσε των αναγκών της οικονομικής αποτελεσματικότητας και προσαρμογής. (Φωτ. ASSOCIATED PRESS)

Υπήρχαν όμως και άλλες, πιο υπόγειες προκλήσεις. Οι ρυθμοί αύξησης του σοβιετικού πληθυσμού μειώνονταν για πολλούς λόγους. Στο προσκήνιο βρισκόταν τώρα η μειωμένης αριθμητικής δύναμης γενιά που είχε έρθει στον κόσμο κατά τον πόλεμο και επομένως παρουσίαζε λιγότερες γεννήσεις. Η αστικοποίηση, η αναζήτηση ενός καλύτερου βιοτικού επιπέδου, η συμμετοχή των γυναικών στην οικονομική ζωή και η ευκολότερη πρόσβαση σε προφυλακτικά επίσης συνέβαλαν σε τούτο. Επιπλέον, οι ρυθμοί αύξησης του ρωσικού πληθυσμού ήταν πολύ μικρότεροι από τους αντίστοιχους των (μουσουλμανικών) ομόσπονδων κρατών της Κεντρικής Ασίας. Οι Δυτικοί αναλυτές εκτιμούσαν ότι μετά το 1985 η όποια αύξηση του πληθυσμού της χώρας θα ερχόταν αποκλειστικά από τα τελευταία, δημιουργώντας πιθανές κοινωνικές εντάσεις και προβλήματα στη στρατολόγηση για τις ένοπλες δυνάμεις. Τούτα σήμαιναν ότι η παλιά σοβιετική μέθοδος μεταφοράς ανθρωπίνων πόρων από τον έναν τομέα της οικονομίας στον άλλο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει πλέον. Ηταν ανάγκη να προβλεφθεί μια αποτελεσματικότερη διαχείριση του δυναμικού, αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ το πιο δυνατό σημείο του σοβιετικού καθεστώτος…

Στο επίπεδο της καθημερινότητας, οι εξελίξεις ήταν επίσης δυσοίωνες. Εως τότε το σοβιετικό καθεστώς είχε πράγματι βελτιώσει το επίπεδο ζωής των πολιτών του, κάτι που είχε ενισχύσει την κοινωνική νομιμοποίησή του. Τώρα όμως εμφανίστηκε το πρόβλημα της έλλειψης πολλών καταναλωτικών ειδών, της κακής ποιότητας των διαθέσιμων και ένα αυξανόμενο χάσμα στην ποιότητα των αγαθών με τη Δύση – κάτι που γινόταν και εμφανές επειδή το κλίμα της διεθνούς ύφεσης επέτρεψε αυξημένες επισκέψεις Δυτικών στις σοβιετικές πόλεις. Και όλα τούτα ενώ η επέκταση (λόγω της οικονομικής ανάπτυξης) μιας τάξης μορφωμένων στελεχών αύξανε τις απαιτήσεις τους για καλύτερο βιοτικό επίπεδο.

Χαμηλή κατανάλωση

Οι Δυτικοί οικονομικοί αναλυτές έδωσαν έμφαση σε αυτή τη διάσταση – μάλιστα το 1975 διενεργήθηκε και σχετικό συμπόσιο στο αρχηγείο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες για την «καθημερινή ζωή στη Σοβιετική Ενωση». Οι Δυτικοί ειδικοί τόνισαν ότι η χώρα είχε κάνει σοβαρή πρόοδο έως τότε. Ωστόσο, η σοβιετική κατά κεφαλήν κατανάλωση βρισκόταν στο ένα τρίτο της αμερικανικής και στο μισό της βρετανικής, της γαλλικής και της γερμανικής. Ηταν χαμηλότερη ακόμη και από της Ανατολικής Γερμανίας και της Τσεχοσλοβακίας. Οι ελλείψεις σε πολλά αγαθά, λόγω των αδυναμιών του κεντρικού σχεδιασμού, είχαν οδηγήσει στην ανάδυση μιας «παράλληλης» («μαύρης») αγοράς στα αστικά κέντρα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι επίσημες τιμές παρέμεναν σταθερές, αλλά υπήρχε και ένας «κρυμμένος» πληθωρισμός σε εκείνες τις παράλληλες διαδικασίες. Οι καθορισμένες από το κράτος τιμές και η έλλειψη κινήτρων οδηγούσαν σε παραγωγή προϊόντων κακής ποιότητας. Αλλά το κράτος επιδοτούσε αυτή την κακής ποιότητας παραγωγή και έτσι απορροφάτο κεφάλαιο που θα μπορούσε να διατεθεί σε νέες επενδύσεις που θα κάλυπταν τις ανάγκες των καταναλωτών, αλλά γίνονταν αδύνατες λόγω πολιτικών αποφάσεων. Μόνον η σοβιετική ελίτ απέφευγε τις ελλείψεις και την ακρίβεια, και –το χειρότερο– αυτό το γνώριζε ο ευρύτερος πληθυσμός. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα κλίματος κομφορμισμού και κυνισμού, κάτι το πραγματικά δηλητηριώδες για ένα πολιτικό καθεστώς.

Ο φαύλος κύκλος μιας ατελούς υπερδύναμης

«Τελμάτωση» στη Σοβιετική Ενωση-3
7.11.1977. Διηπειρωτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι στην ετήσια παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία. Οι αμυντικές δαπάνες της ΕΣΣΔ αυξάνονταν γρηγορότερα από την οικονομία, επιτείνοντας το πρόβλημα. (Φωτ. ASSOCIATED PRESS)

Στην κρίσιμη δεκαετία του 1970, η σοβιετική οικονομία δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στην είσοδο του ανεπτυγμένου κόσμου στη «μετα»-βιομηχανική εποχή: παρέμεινε μια δύναμη της εποχής του βιομηχανικού ιμάντα, όχι της εποχής του μικροτσίπ.

Δεν σήμαιναν όλα τούτα ότι η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα κάποιας «κατάρρευσης», και θα ήταν κεφαλαιώδες λάθος να προσπαθήσει να «βρει» κάποιος το 1991 στο 1975 ή στο 1982. Αντίθετα: στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η ΕΣΣΔ εξακολουθούσε να προκαλεί δέος σε μια Δύση που ταλανιζόταν από την οικονομική ύφεση, ενώ φαινόταν να καλπάζει θριαμβευτικά στον παγκόσμιο Νότο. Αλλά η σοβιετική οικονομία είχε κάνει μια στροφή προς τα κάτω και –το κυριότερο– δεν έδειχνε ότι θα μπορούσε να ανακάμψει. Η τελμάτωση υπήρξε το αποτέλεσμα της αδυναμίας του συστήματος να μεταρρυθμιστεί. Το βασικό πρόβλημα, με άλλα λόγια, ήταν οι τεράστιες δυνάμεις της αδράνειας αλλά και ο βαθύς συντηρητισμός του σοβιετικού πολιτικού συστήματος.

Το 1978, κατά τη μελέτη του ΝΑΤΟ για τις σχέσεις Ανατολής-Δύσης, οι αναλυτές της συμμαχίας –σε ηγετικό ρόλο ο Samuel Huntington, τότε στέλεχος του αμερικανικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας– έκαναν μια βασική παρατήρηση: «Η Σοβιετική Ενωση είναι κατά βάση μια ατελής υπερδύναμη, που στερείται της σύγχρονης οικονομικής δομής η οποία θα συμπληρώσει την πολιτική και στρατιωτική της δύναμη […] Ωστόσο, ο έλεγχος που ασκεί σε πολύ μεγάλες περιοχές και πόρους, της επιτρέπει να μετουσιώνει αυτό το ασύμμετρο σύστημα σε ισχύ μεγαλύτερης έκτασης από ό,τι οι εγγενείς αδυναμίες του θα επέτρεπαν να εννοηθεί».
 
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή