Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας

Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας

Μετά την κατάργηση των ρυθμίσεων της δικτατορίας ομαλοποιούνται οι εκκλησιαστικές υποθέσεις στο οργανωτικό πεδίο

6' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας στις 23-24 Ιουλίου 1974 δεν θα μπορούσε να αφήσει ανέπαφο τον εκκλησιαστικό οργανισμό, ο οποίος, μετά την ανάρρηση στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ήδη από τον Ιανουάριο 1974, του Σεραφείμ (Τίκα), του από Ιωαννίνων, διεπόταν πλέον από ένα καθεστώς οιονεί κανονικότητας. Η πλήρης επάνοδος, πάντως, στην κανονικότητα προϋπέθετε ασφαλώς τη σύνταξη ενός νέου Καταστατικού Χάρτη, προκειμένου να αντικατασταθεί αυτός της δικτατορίας. Το πρώτο, αποφασιστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση υλοποιείται με το Ν.Δ. 87/1974, το πρώτο νομοθέτημα στην περίοδο της Γ΄ Δημοκρατίας, το οποίο ρυθμίζει εκκλησιαστικά ζητήματα.

Με αυτό καταργείται, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, το νομοθετικό διάταγμα 126 του 1969 και συγκροτείται, με απόφαση του υπουργού Παιδείας, μεικτή, κληρικολαϊκή επιτροπή, από δέκα μέλη, για να συντάξει εντός διμήνου σχέδιο νέου Καταστατικού Χάρτη. Από την πλευρά της Εκκλησίας, στην επιτροπή συμμετέχουν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ως πρόεδρος, ο οποίος ορίζει τα υπόλοιπα κληρικά μέλη, τέσσερις αρχιερείς και δύο εφημερίους με θεολογική παιδεία, ενώ εκ μέρους της πολιτείας λαμβάνουν μέρος ο γενικός διευθυντής Θρησκευμάτων και δύο νομομαθείς, ειδικοί περί τα εκκλησιαστικά. Η θητεία της επιτροπής παρατάθηκε μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 1976 (ν. 462), προβλέφθηκε δε η αυτοδίκαιη συμμετοχή στις εργασίες της του «παρά τω υπουργώ Εθνικής Παιδείας» ειδικού συμβούλου επί εκκλησιαστικών θεμάτων.

Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας-1
24 Ιουλίου 1974. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίζεται πρωθυπουργός από τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ

Η πρόταση της επιτροπής και η συζήτηση στη Βουλή

Καρπός εργώδους προσπάθειας της κληρικολαϊκής επιτροπής, η οποία εκπόνησε σχέδιο Καταστατικού Χάρτη, που εστάλη και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, υπήρξε ο ισχύων Ν. 590, ο οποίος αφού συζητήθηκε στη Βουλή σε τρεις πολύωρες συνεδριάσεις, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 31η Μαΐου 1977. Να σημειωθεί ότι αν και το νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή για να ψηφισθεί κατά τη διαδικασία των κωδίκων, ώστε να περιοριστεί η δυνατότητα τροποποιήσεων από τη Βουλή, τελικώς υπερίσχυσε κατά τη σχετική ψηφοφορία στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή η αντίθετη άποψη της Ενώσεως Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ) που προέκρινε την εκδοχή να γίνει κατ’ άρθρο συζήτηση, όπερ και, ατυχώς, εγένετο… Στο πλαίσιο αυτό, κατά την αποτίμηση (2017) του μητροπολίτη Σύρου Δωρόθεου (Πολυκανδριώτη), όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Βουλής, «διαφαίνεται καθαρώς η διάθεσις των βουλευτών διαφόρων κοινοβουλευτικών σχηματισμών να επιφέρουν τροποποιήσεις ή να καταργήσουν ρυθμίσεις οι οποίες προετείνοντο με το νομοσχέδιον από την κληρικολαϊκήν επιτροπήν, επί τω σκοπώ της κατοχυρώσεως κατά το μάλλον ή ήττον της αυτοδιοικήσεως της Εκκλησίας με παράλληλον απόπειραν αφομοιώσεως δημοκρατικών κατακτήσεων και κοσμικών αποτιμήσεων του δημοσίου βίου».

Ωστόσο, δεν πρέπει να αγνοείται, όπως ευστόχως παρατηρεί ο καθηγητής Ι. Μ. Κονιδάρης («Το Βήμα», 25.11.2007), ότι ο καταστατικός αυτός νόμος που ρυθμίζει τα της διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ψηφίσθηκε από τη Βουλή από «κεκτημένη ταχύτητα», όπως άλλωστε ήδη από την εποχή της βαυαρικής Αντιβασιλείας όλοι οι προηγούμενοι, παρά τη ρητή αντίθεση της πρακτικής αυτής προς τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, με τον οποίο ανακηρυσσόταν Αυτοκέφαλη η Εκκλησία της Ελλάδος προκειμένου να διοικείται «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως».

Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας-2
10 Μαρτίου 1995. Ο Κωστής Στεφανόπουλος ορκίζεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενώπιον της Βουλής, χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου. Το νέο Σύνταγμα του 1975 και ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος του 1977 υπήρξαν καμπή στις σχέσεις κράτους – Εκκλησίας. (ΜΙΧΑΛΗΣ Ν. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ, «ΕΛΛΑΔΑ 20ός ΑΙΩΝΑΣ, ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ»)

Επιτυχής εφαρμογή και τροποποιήσεις

Ο νέος Καταστατικός Χάρτης υπήρξε, κατά κοινή ομολογία, ο καλύτερος απ’ όσους προηγήθηκαν, καθώς –σύμφωνα με την άποψη (1977) του μητροπολίτη Κίτρους Βαρνάβα (Τζωρτζάτου), εκ των μελών της κληρικολαϊκής επιτροπής– συνιστά «ίσως μικρόν, αλλά προοδευτικόν βήμα προς περαιτέρω χειραφέτησιν» της Εκκλησίας από την Πολιτεία. Το κείμενο αυτό αποτέλεσε, κατά τον τότε υπουργό Παιδείας Γ. Ράλλη, «την ορθή βάση εναρμονίσεως νομιμότητας και κανονικότητας κατά τη λειτουργία των εκκλησιαστικών θεσμών», η οποία συνιστά αναγκαίο όρο για την αρμονική συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας. Αλλωστε, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας είναι, κατ’ ακρίβεια και σύμφωνα με τους ορισμούς της οικείας εισηγητικής έκθεσης, «οι διά των άρθρων 3 και 13 του εν ισχύι Συντάγματος κατοχυρούμενοι Ιεροί Κανόνες».
Η παραδοχή αυτή δεν έγινε πάντοτε σεβαστή, όπως συνέβη ενδεικτικώς κατά την πρώτη τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτη το 1983, όταν με τον Ν. 1351 (άρθρο 15) η Πολιτεία, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της διοικούσας Εκκλησίας, αλλά όχι και εν αγνοία της –και πάντως χωρίς καμία αντίστασή της– εισήγαγε, παρά τη σιωπή των κανόνων, ως πρόσθετο λόγο απώλειας του μητροπολιτικού θρόνου το μέτρο της διαθεσιμότητας το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί κατά οποιουδήποτε μητροπολίτη, όχι πάντως του Αρχιεπισκόπου(!), «εφόσον συντρέχουν λόγοι που αφορούν στο πρόσωπό του, στο συμφέρον της Εκκλησίας, στη δημόσια τάξη ή την κοινωνική ειρήνη». Και τούτο, λόγω της σπουδής να προληφθεί τυχόν αρνητική για την Εκκλησία έκβαση της υπόθεσης που εκκρεμούσε τότε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον έκπτωτο μητροπολίτη Κεφαλληνίας Προκόπιο (Μενούτη), έστω και εάν τελικώς η εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης δεν κατέστη εν προκειμένω αναγκαία.
Ο ισχύων Καταστατικός Χάρτης, ο μακροβιότερος στην ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, δοκιμάστηκε στην πράξη ήδη επί 45 έτη και αντιμετώπισε επιτυχώς πλείστα όσα εκκλησιαστικά ζητήματα. Συγχρόνως, όμως, είναι γεγονός ότι «ασαφείς» διατάξεις του νόμου αυτού αποτέλεσαν στο παρελθόν την αφορμή για τη δημιουργία σειράς ζητημάτων με τον οικουμενικό θρόνο. Ετσι, παραμένουν ακόμα πολλά να γίνουν… Η επαναφορά του κανονικού μητροπολιτικού συστήματος διοίκησης, με άλλα λόγια η εφαρμογή ενός «εκκλησιαστικού Καποδίστρια», η αναμόρφωση της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης μέσω της έκδοσης σχετικού Κανονισμού από την ίδια την Εκκλησία, η επανεξέταση του τρόπου ανάδειξης των επισκόπων, η πιο ενεργός συμμετοχή του (αιρετού) λαϊκού στοιχείου στη διοίκηση της Εκκλησίας, παρά τις εκ πρώτης όψεως αρνητικές συνδηλώσεις του μέτρου αυτού, συνθέτουν μία πρόχειρη σταχυολόγηση. Αδιάψευστοι μάρτυρες αυτής της ανάγκης για την αναθεώρηση του ισχύοντος καταστατικού πλαισίου αποτελούν οι πολλές, κατά καιρούς, τροποποιήσεις επιμέρους διατάξεών του. Μόνο τη διετία 2013-2014 έλαβαν χώρα δώδεκα (12) τροποποιήσεις σε άρθρα του Καταστατικού Χάρτη, χωρίς να συνυπολογίζονται οι ρυθμίσεις εκείνες που επηρεάζουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την κατά τα λοιπά εφαρμογή του, έστω και εάν δεν τον τροποποιούν ρητώς κατά τούτο.

Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας-3
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ. Οι δυο τους συνέβαλαν καθοριστικά στην πλήρη επάνοδο της Εκκλησίας στην κανονικότητα μετά τη δικτατορία.

Μελέτη για το περιεχόμενο που πρέπει να έχει ο Χάρτης

Η οκταμελής επιτροπή που συστάθηκε τον Νοέμβριο 1987, με την ισάριθμη συμμετοχή μελών από την Εκκλησία και την Πολιτεία, για τη μελέτη των σχέσεων αυτών των «δύσπιστων εταίρων», ασχολήθηκε –μεταξύ άλλων– με τη φύση και το περιεχόμενο που πρέπει να έχει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας. Ετσι, κατά τη δεύτερη συνεδρίαση της επιτροπής  στις 11.12.1987, ο εκ των μελών της (τότε) μητροπολίτης Δημητριάδος Χριστόδουλος υποστήριξε ότι στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης ερμηνείας των οικείων συνταγματικών διατάξεων (άρθρα 3 και 72) «ευρίσκει σταθερόν έδαφος η άποψις ότι ο Καταστατικός Χάρτης δύναται να μην είναι νόμος του κράτους, αλλά απόφασις της ίδιας της Εκκλησίας υπό μορφήν Κανονισμού διέποντος την εσωτερικήν ζωήν της». Στη συνάφεια αυτή, η επιτροπή κατήρτισε ένα βραχύλογο προσχέδιο νόμου, με μόλις 18 άρθρα, το οποίο μάλλον βρίσκεται παραπεταμένο σε κάποιο αραχνιασμένο υπουργικό ερμάριο.

Στις μέρες μας γίνεται συχνά λόγος για την ανάγκη αναδιάταξης των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, ιδίως για την ανάγκη ενίσχυσης και κυρίως αποσαφήνισης των διακριτών ρόλων μεταξύ των δύο αυτών θεσμών. Οπως, μάλιστα, σημείωνε κατά το παρελθόν ο τότε μητροπολίτης Θηβών (νυν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών) Ιερώνυμος («Το Βήμα», 11.12.2005), «η επανεξέταση, η εμβάθυνση και η κατοχύρωση των διακριτών αυτών διοικητικών ρόλων δεν βλάπτουν, αντιθέτως απομακρύνουν διαφαινόμενες διαιρέσεις και διχασμούς με απρόβλεπτες τις συνέπειες της χαλάρωσης του ιστού της κοινωνικής συνοχής μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται». Στην κατεύθυνση αυτή θα συμβάλει, νομίζω, τα μέγιστα η κατάρτιση ενός νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος πρέπει να είναι de lege ferenda ένα λιτό, δωρικό κείμενο, να περιλαμβάνει δηλαδή ορισμένες μόνο βασικές διατάξεις και πολυάριθμες εξουσιοδοτήσεις, να λειτουργεί επομένως ως εξουσιοδοτικός νόμος, έτσι ώστε να ρυθμίζονται με αποφάσεις κανονιστικού περιεχομένου της Ι. Συνόδου, με σεβασμό ασφαλώς στους κανόνες, όλα τα ζητήματα που ανάγονται στο αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ετσι, η τελευταία θα απελευθερωθεί από τα δεσμά της πολιτειοκρατικής της ομηρίας και θα εξασφαλιστεί πλήρως η εσωτερική, διοικητική αυτοτέλειά της, που τόσο την έχει ανάγκη. Οχι μόνο για να διαχειριστεί το παρόν, αλλά, κυρίως, να προλάβει το μέλλον…
 
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή