Ουκρανία: Tα διλήμματα της επόμενης μέρας

Ουκρανία: Tα διλήμματα της επόμενης μέρας

O δραματικός τρόπος με τον οποίο συνεχίζεται η ουκρανική κρίση αυξάνει την παγκόσμια ανησυχία

3' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O δραματικός τρόπος με τον οποίο συνεχίζεται η ουκρανική κρίση αυξάνει την παγκόσμια ανησυχία. Οι συνεχείς εξελίξεις ύστερα από το διάγγελμα του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, με το οποίο αναγνώρισε την ανεξαρτησία των Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ, και η φυσιολογική έλλειψη πληροφοριών για την κατάσταση στο πεδίο στην περιοχή του Ντονμπάς, δυσκολεύουν κάθε προσπάθεια πρόβλεψης. Η κλιμάκωση δεν αποκλείεται. Την ίδια στιγμή, όμως, δουλειά της διπλωματίας είναι η αποφυγή μίας σύρραξης ευρείας κλίμακας κατόπιν διαπραγματεύσεων μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Βασικοί παίκτες είναι τα πέντε κράτη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, μαζί με τη Γερμανία και την Ουκρανία.

H κρίση έχει δύο βασικές πτυχές. Η πρώτη αφορά το εσωτερικό της Ουκρανίας. Oι συμφωνίες του Mίνσκ παύουν ουσιαστικά να ισχύουν μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ. H Μόσχα, που τα προηγούμενα χρόνια κατηγορούσε το Κίεβο για μη εφαρμογή των συμφωνιών αυτών, δημιουργεί πλέον ένα καινούριο δεδομένο, με δική της ευθύνη. Συνεπώς, το βασικό ερώτημα είναι πώς μπορεί να ισορροπήσει η κατάσταση στην Ουκρανία. Η Ρωσία κάνει μεν επίδειξη ισχύος αλλά υπονομεύει την προσπάθεια Γερμανίας και Γαλλίας να μεσολαβήσουν. O Γερμανός πρόεδρος Φρανς-Βάλτερ Στάϊνμαϊερ, ιδίως, είχε επενδύσει μεγάλο διπλωματικό κεφάλαιο, ώστε Ρωσία και Ουκρανία να επιτύχουν έναν στοιχειώδη τρόπο συνεννόησης στο πλαίσιο των συμφωνιών Μίνσκ. Πλέον υπάρχει πλήρες πολιτικό αδιέξοδο, ακόμα και αν μία ένοπλη σύρραξη αποφευχθεί.

Η δεύτερη πτυχή της κρίσης σχετίζεται με το μέλλον των αμερικανορωσικών σχέσεων. Η Ρωσία ζητάει από το Δεκέμβριο ορισμένες εγγυήσεις ασφάλειας από την Αμερική, που η δεύτερη δεν αποδέχεται. Ειδικότερα, η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να στηρίζει την πολιτική ανοικτών θυρών του ΝΑΤΟ και την πραγματοποίηση στρατιωτικών ασκήσεων σε κράτη μέλη της Συμμαχίας. Συζητήσεις για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και περιορισμό των εξοπλισμών μπορούν να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας, στο Φόρουμ Στρατηγικής Σταθερότητας και στον Οργανισμό Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη. Ωστόσο, το πιο πιθανό σενάριο είναι πως οι αμερικανορωσικές σχέσεις θα επιδεινωθούν. Οι δύο πλευρές διαφωνούν επί της ουσίας, ενώ η Μόσχα επιδιώκει να εκμεταλλευθεί την αμφιλεγόμενη παρακμή της Δύσης στις διεθνείς σχέσεις, και έχει σκληρύνει τη στάση της μετά την απομάκρυνση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν.

Από εκεί και πέρα, θα είναι χρήσιμο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση να αξιολογήσουν αν η πολιτική των κυρώσεων συνιστά ορθή πολιτική. Από το 1990 και μετά, κυρώσεις έχουν φέρει αποτελέσματα, κυρίως στη μάχη κατά της τρομοκρατίας, αλλά αυτό δε συμβαίνει πάντα, όπως δείχνει η γενική συμπεριφορά της Ρωσίας μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Ενίοτε η επίκληση ή η χρησιμοποίηση κυρώσεων, όσο χρήσιμη και αν είναι, δίνει την εντύπωση μιας άκοπης και εύκολης λύσης, ενώ η δυτική κοινή γνώμη περιμένει, φυσιολογικά, ενεργητική άσκηση ηγεσίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, αποτελεί απολύτως προβλέψιμη πολιτική, που δεν αιφνιδιάζει τα κράτη εναντίον των οποίων επιβάλλεται. Αντιθέτως, οδηγεί στην επινόηση τρόπων απεξάρτησης των οικονομικών συναλλαγών των κρατών αυτών από το αμερικανικό δολάριο.

Τέλος, η Ελλάδα καλείται να αναλύσει την ουκρανική κρίση όχι μόνο υπό το πρίσμα της ενέργειας και των νατοϊκών και ευρωπαϊκών της υποχρεώσεων, αλλά κοιτάζοντας προς την Τουρκία. Η γειτονική χώρα έχει στόχο να αναβαθμίσει τον γεωπολιτικό της ρόλο ισορροπώντας μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας, και χαράσσοντας τη δική της περιφερειακή πολιτική. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, επενδύει πολύ περισσότερο στη συνεργασία της χώρας του με παραδοσιακούς εταίρους της όπως η Τουρκία. Το δύσκολο αμερικανοτουρκικό παζάρι θα συνεχιστεί παράλληλα με την ουκρανική κρίση, στην οποία ήδη η Άγκυρα διεκδικεί ρόλο μεσολαβητή, επηρεάζοντας ίσως το βαθμό ανοχής της Ουάσιγκτον στη συνεχιζόμενη τουρκική προκλητικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο.

* O Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι Senior Fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ και το Begin Sadat Centre του Ισραήλ, και λέκτορας διεθνών σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Νίκαιας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή