Η απόσυρση της βόμβας νετρονίου

Η απόσυρση της βόμβας νετρονίου

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ δεν εγκρίνει τη μαζική παραγωγή του αμφιλεγόμενου τακτικού πυρηνικού όπλου

7' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ζήτημα της παραγωγής και ένταξης της βόμβας νετρονίου στο οπλοστάσιο των αμερικανικών δυνάμεων που έδρευαν στη Δυτική Ευρώπη, παρότι ήρθε στο προσκήνιο με ένταση το 1977-1978, έχει τις ρίζες του σε εξελίξεις που έλαβαν χώρα ήδη κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Και τούτο διότι το συγκεκριμένο όπλο ανήκε στην κατηγορία των τακτικών πυρηνικών όπλων, δηλαδή πυρηνικών κεφαλών σχετικά «περιορισμένης» ισχύος που είχαν σχεδιαστεί για χρήση στα πεδία της μάχης (ή πάντως σχετικά πλησίον αυτών) και όχι για στρατηγικό βομβαρδισμό αστικών κέντρων, βιομηχανικών υποδομών, ή των σημαντικότερων βάσεων και κέντρων διοίκησης και ελέγχου του αντιπάλου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 τα τακτικά πυρηνικά όπλα είχαν καταστεί συστατικό στοιχείο της στρατηγικής του ΝΑΤΟ για αποτροπή μιας επίθεσης από τη Σοβιετική Ενωση, παρότι η πραγματική στρατιωτική αξία αυτών των όπλων σε περίπτωση που πράγματι θα παρουσιαζόταν η ανάγκη χρήσης τους παρέμενε διφορούμενη. Πάντως, η πρώτη βόμβα νετρονίου, ή αλλιώς «όπλο/κεφαλή ενισχυμένης ακτινοβολίας» («enhanced radiation weapon [ή warhead]» – ERW) εφευρέθηκε το 1958. Νέα μοντέλα εφευρέθηκαν τα επόμενα έτη, δίχως ωστόσο να ξεκινήσει και η παραγωγή τους.

Οπλο προς χρήση στα πεδία των μαχών

Η βόμβα νετρονίου ήταν μια μικρή βόμβα υδρογόνου της οποίας η έκρηξη απελευθέρωνε αυξημένη –σε σύγκριση με τα άλλα πυρηνικά όπλα– ραδιενέργεια, με τη μορφή νετρονίων. Το σκεπτικό για την εφεύρεση ενός τέτοιου όπλου ήταν η ανάγκη ύπαρξης ενός «μικρού» τακτικού πυρηνικού όπλου μεγαλύτερης ακρίβειας, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πρωτίστως εναντίον της αιχμής του δόρατος των δυνάμεων της Σοβιετικής Ενωσης και του Συμφώνου της Βαρσοβίας στο κεντροευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων: δηλαδή, των δεκάδων χιλιάδων αρμάτων μάχης και λοιπών τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης ή μεταφοράς προσωπικού. Η ισχυρότερη ακτινοβολία του εν λόγω όπλου μπορούσε σε μικρό χρονικό διάστημα (το πολύ εντός 24 ή 48 ωρών) να μολύνει ανεπανόρθωτα το προσωπικό εντός των εχθρικών τεθωρακισμένων αλλά και τα ίδια τα τεθωρακισμένα, που θα καθίσταντο ραδιενεργά και άχρηστα για τον αντίπαλο. Από την άλλη πλευρά, η βόμβα νετρονίου παρήγε σημαντικά μικρότερο ωστικό κύμα και θερμική ενέργεια σε σχέση με τα «απλά» τακτικά πυρηνικά όπλα. Ενώ και η επίδραση της ακτινοβολίας νετρονίων μειωνόταν σημαντικά, όσο αυξανόταν η απόσταση από το σημείο έκρηξης της βόμβας. Χάρη στα παραπάνω χαρακτηριστικά, θεωρήθηκε ότι με τη χρήση της βόμβας νετρονίου θα προκαλούνταν μικρότερες καταστροφές σε κτίρια και άλλες υποδομές σε σύγκριση με «απλά» τακτικά πυρηνικά όπλα ανάλογης εκρηκτικής ισχύος. Για τον λόγο αυτό οι πολέμιοί της τη χαρακτήρισαν ως μια δήθεν «καπιταλιστική βόμβα». Αντιθέτως, οι υποστηρικτές της θεωρούσαν ότι ήταν ένα πυρηνικό όπλο που προκαλούσε όχι μόνο μικρότερες υλικές ζημιές, αλλά και λιγότερες παράπλευρες απώλειες (ιδίως άμαχου πληθυσμού) και ότι συνεπώς ήταν ένα λιγότερο θανατηφόρο, περισσότερο «ανθρωπιστικό» όπλο.

Σε κάθε περίπτωση, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η ευρεία παραγωγή και ένταξη της βόμβας νετρονίου στο αμερικανικό οπλοστάσιο –και μάλιστα στις ευρισκόμενες στη Δυτική Ευρώπη δυνάμεις– δεν εξετάστηκε σοβαρά. O απερχόμενος Αμερικανός πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ ενέκρινε τη χρηματοδότηση παραγωγής της βόμβας νετρονίου τον Νοέμβριο του 1976. Αλλά ήταν ο διάδοχός του Τζίμι Κάρτερ εκείνος που κλήθηκε να χειριστεί το εν λόγω ζήτημα. Εξαρχής, αυτό συνδέθηκε πρωτίστως με θέματα ευρύτερης πολιτικής και στρατηγικής του ΝΑΤΟ, παρά με την αμιγώς στρατιωτική αξία του εν λόγω όπλου, που ήταν αμφίβολη.

Εντονα εσωτερικά προβλήματα στο ΝΑΤΟ

Το πρόβλημα της ένταξης (ή μη) της βόμβας νετρονίου στο νατοϊκό οπλοστάσιο στην Ευρώπη προκάλεσε μια μείζονα κρίση στις σχέσεις των ΗΠΑ με τους Δυτικοευρωπαίους συμμάχους τους, ιδίως τη Δυτική Γερμανία. Τον Ιούνιο του 1977 υπήρξαν διαρροές στον αμερικανικό και δυτικοευρωπαϊκό Τύπο ότι η αμερικανική κυβέρνηση κατασκεύαζε τη βόμβα νετρονίου. Στην πραγματικότητα, σε εκείνο το στάδιο η προεδρία Κάρτερ και ο ίδιος ο πρόεδρος ελάχιστη γνώση είχαν για το εν λόγω πρόγραμμα. Τον επόμενο μήνα, ξεκίνησε έντονη δημόσια συζήτηση στη Δυτική Γερμανία για τη φύση και τα χαρακτηριστικά της βόμβας νετρονίου, καθώς και για τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά της. Αφενός, οι Δυτικογερμανοί βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης και θα υφίσταντο πρώτοι τις συνέπειες τυχόν χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων σε μια σύγκρουση ΝΑΤΟ και Συμφώνου της Βαρσοβίας. Αφετέρου, η δυτικογερμανική ηγεσία, και προσωπικά ο καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ, έθετε επιτακτικά την ανάγκη ενίσχυσης της νατοϊκής πυρηνικής αποτροπής, ώστε να αποκατασταθεί κάποια ισορροπία ισχύος έναντι των Σοβιετικών, όσο οι τελευταίοι ενίσχυαν τις συμβατικές στρατιωτικές τους δυνάμεις (αλλά και τα πυρηνικά οπλοσυστήματα ενδιάμεσου βεληνεκούς που μπορούσαν να πλήξουν τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη). Ωστόσο, σε αυτό το θέμα τόσο η δυτικογερμανική κοινωνία, όσο και η δυτικογερμανική κυβέρνηση και ιδίως ο ισχυρότερος κυβερνητικός εταίρος –το SPD– ήταν διχασμένοι.

Παράλληλα, η προεδρία Κάρτερ επιθυμούσε να εμφανιστούν οι Δυτικοευρωπαίοι ως υποστηρικτές της βόμβας νετρονίου, ώστε να φανεί ότι ικανοποιούσε ένα συμμαχικό αίτημα και να μοιραστεί μαζί τους το πολιτικό κόστος μιας αμφιλεγόμενης απόφασης. Εάν οι Δυτικοευρωπαίοι εμφανίζονταν αρνητικοί ή διστακτικοί, τότε και ο Κάρτερ θα μπορούσε να αναβάλει τη λήψη απόφασης για τη μαζική παραγωγή της βόμβας νετρονίου. Αντίστροφα, οι δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ιδίως η δυτικογερμανική που είχε πιο ζωτικό συμφέρον και άμεσο ενδιαφέρον, επιθυμούσαν να προηγηθεί η αμερικανική απόφαση για τη μαζική παραγωγή του όπλου και να δεχθούν τυχόν άφιξή του στην Ευρώπη περίπου ως τετελεσμένο γεγονός. Η κατάσταση περιπλέχθηκε περισσότερο από την απόπειρα των ΗΠΑ να διαπραγματευτούν για το ζήτημα διμερώς με τη Δυτική Γερμανία – και πολύ λιγότερο με τους υπόλοιπους νατοϊκούς συμμάχους. Ακόμα, τόσο ο Κάρτερ, όσο και ο Σμιτ ήταν εξίσου διχασμένοι ως προς την πολιτική και στρατιωτική χρησιμότητα της βόμβας νετρονίου. Η Σοβιετική Ενωση προσπάθησε να ακυρώσει την ένταξη της βόμβας νετρονίου στο νατοϊκό οπλοστάσιο κλιμακώνοντας μια προπαγανδιστική εκστρατεία εναντίον του όπλου και εκτοξεύοντας έμμεσες απειλές. Κατά τους επόμενους μήνες το ΝΑΤΟ βρέθηκε ενώπιον αδιεξόδου και δεν κατάφερε να λάβει μια απόφαση.

Η απόσυρση της βόμβας νετρονίου-1
14.7.1978. Συνέντευξη Τύπου των Τζίμι Κάρτερ και Χέλμουτ Σμιτ στη Βόννη. Οι διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών για τη διάθεση βομβών νετρονίου στα στρατεύματα του ΝΑΤΟ στη Γερμανία κράτησαν μήνες. Διαδηλωτές με πανό υπέρ του αφοπλισμού και κατά της βόμβας νετρονίου έξω από το δημαρχείο της Βόννης κατά την άφιξη του Αμερικανού προέδρου. Φωτ. Associated Press

Η απόσυρση της βόμβας νετρονίου-2
Διαδηλωτές με πανό υπέρ του αφοπλισμού και κατά της βόμβας νετρονίου έξω από το δημαρχείο της Βόννης κατά την άφιξη του Αμερικανού προέδρου. Φωτ. Associated Press

Αλλαγή στάσης υπό το βάρος ηθικών διλημμάτων

Τον Νοέμβριο του 1977, τόσο η αμερικανική όσο και η δυτικογερμανική κυβέρνηση επιχείρησαν να αναλάβουν πρωτοβουλίες ώστε να βρεθεί μια λύση. Παράλληλα, οι Αμερικανοί προσπάθησαν, αλλά ανεπιτυχώς, να χρησιμοποιήσουν τη βόμβα νετρονίου ως διαπραγματευτικό χαρτί για να εκμαιεύσουν υποχωρήσεις από τη Σοβιετική Ενωση στο πεδίο της μείωσης των (συμβατικών ή πυρηνικών) σοβιετικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Τελικά, το πρώτο δίμηνο του 1978 η αμερικανική κυβέρνηση ήρθε σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία με τους σημαντικότερους Δυτικοευρωπαίους συμμάχους της (πρωτίστως το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Δυτική Γερμανία) για την παραγωγή της βόμβας νετρονίου και την πιθανή ένταξή της στο νατοϊκό οπλοστάσιο, αν οι Σοβιετικοί συνέχιζαν να ενισχύουν τις στρατιωτικές τους δυνατότητες στην Ανατολική Ευρώπη. Ενώ όμως αναμένονταν σχετικές ανακοινώσεις του προέδρου Κάρτερ κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου 1978, εκείνος τελικά αποφάσισε, παρά τις αντιδράσεις υψηλόβαθμων Αμερικανών αξιωματούχων, να μην εγκρίνει την παραγωγή της βόμβας νετρονίου. Κατέληξε σε αυτή την απόφαση υπό το βάρος ηθικών διλημμάτων που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει.

Η αιφνιδιαστική αλλαγή στάσης του Αμερικανού προέδρου προκάλεσε απογοήτευση στη δυτικογερμανική κυβέρνηση και προσωπικά στον Χέλμουτ Σμιτ, που, καταναλώνοντας πολιτικό κεφάλαιο και μέσω πολύμηνων διαπραγματεύσεων, είχε καταφέρει να έρθει ουσιαστικά σε μια συμφωνία με την προεδρία Κάρτερ για το φλέγον ζήτημα της βόμβας νετρονίου. Ουάσιγκτον και Βόννη συμφώνησαν να τοποθετηθεί επισήμως ο πρόεδρος Κάρτερ και να ανακοινώσει την «αναβολή» (και όχι την ακύρωση) της παραγωγής της βόμβας νετρονίου. Σε κάθε περίπτωση όμως, το όλο ζήτημα επηρέασε αρνητικά την εικόνα του Κάρτερ, που θεωρήθηκε από πολλούς ως αδύναμος και ασταθής πολιτικός ηγέτης που δεν μπορούσε να ηγηθεί με στιβαρότητα και αποτελεσματικότητα των ΗΠΑ και συνολικά της Δύσης σε μια εποχή αυξανόμενων προκλήσεων.

Η απόσυρση της βόμβας νετρονίου-3
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ με τον υπουργό Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Αντρέι Γκρομίκο. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Ο θόρυβος γύρω από το ζήτημα της βόμβας νετρονίου ίσως υπήρξε υπερβολικός. Η όποια ένταση, ανησυχία ή δυσπιστία προκλήθηκε στους κόλπους του ΝΑΤΟ –ιδίως μεταξύ Ουάσιγκτον και Βόννης– κατά την περίοδο από το καλοκαίρι του 1977 έως τον Απρίλιο του 1978, αφορούσε περισσότερο τους χειρισμούς παρά την ουσία. Ηδη το 1979 το ΝΑΤΟ επιβεβαίωσε την πολιτική συνοχή του και αντέδρασε δυναμικά στη μεγάλη πρόκληση που αποτελούσαν για τη δυτικοευρωπαϊκή ασφάλεια οι νέοι σοβιετικοί πύραυλοι SS-20. Επίσης, το 1981, και αφού τον Κάρτερ είχε πια διαδεχθεί ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, αποφασίστηκε η μαζική παραγωγή της «βόμβας ενισχυμένης ακτινοβολίας» και η ένταξή της στο νατοϊκό οπλοστάσιο στην Ευρώπη. Ούτως ή άλλως, η πραγματική αξία του νέου όπλου παρέμενε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη και δεν επηρέασε τη στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων. Οπως έγραφε το 1981 ο Λόρενς Φρίντμαν, ανερχόμενος τότε Βρετανός πανεπιστημιακός που αργότερα θα αναδεικνυόταν σε μία από τις μεγαλύτερες αυθεντίες της σύγχρονης στρατηγικής και ιστορίας του πολέμου: «Τα πυρηνικά όπλα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στο πεδίο της μάχης αντικατοπτρίζουν τη σύγχυση αλλά και την επικινδυνότητα στην οποία έχει περιπέσει η τωρινή [δυτική] στρατηγική, αλλά και τον επικίνδυνο δρόμο που ακολουθεί. Διότι εκείνα παρεμποδίζουν την ανάπτυξη πειστικών δογμάτων μάχης, αυξάνουν τον κίνδυνο παράπλευρων καταστροφών λόγω πυρηνικών εκρήξεων, και καθιστούν το ΝΑΤΟ ευάλωτο στην εξαπόλυση της κατηγορίας ότι η συμμαχία προετοιμάζεται για μια γεωγραφικά περιορισμένη πυρηνική σύρραξη ή ότι τροφοδοτεί τον κίνδυνο μιας πρόωρης κλιμάκωσης σε πυρηνικό πόλεμο».
 
* Ο κ. Διονύσης Χουρχούλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT