Η εκλογή του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄

Η εκλογή του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄

Στον θρόνο ο Πολωνός Κάρολ Βοϊτίλα

6' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το φθινόπωρο του 1978 έμελλε να είναι καθοριστικό για την ηγεσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Και τούτο, διότι μέσα σε 33 ημέρες δύο πάπες αποδημούν. Στις 6 Αυγούστου πεθαίνει ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄, τον οποίο διαδέχεται ο Ιωάννης Παύλος Α΄. Ολως αιφνιδίως, το σώμα του τελευταίου βρίσκεται άψυχο, μ’ ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη, από τον ιδιαίτερο γραμματέα του, τον ιερωμένο Τζον Μέιτζι, περίπου στις 5.30 το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου. Ετσι, για δεύτερη φορά, μέσα σε λίγο διάστημα, χηρεύει ο παπικός θρόνος και δρομολογείται εκ νέου η διαδικασία πλήρωσής του.

Ενας Ποντίφικας με διπλωματικούς ρόλους

Το απόγευμα της 16ης Οκτωβρίου 1978, στις 18.18 τοπική ώρα, λευκός καπνός βγαίνει από την Καπέλα Σιστίνα, το παρεκκλήσι του Βατικανού. Το κονκλάβιο των 111 ρωμαιοκαθολικών καρδιναλίων εκλέγει, κατά την έβδομη ψηφοφορία, ως νέο προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τον αρχιεπίσκοπο της Κρακοβίας, Πολωνό καρδινάλιο Κάρολ Γιόζεφ Βοϊτίλα, σε ηλικία 58 ετών, τον νεότερο αρχηγό της Αγίας Εδρας στον 20ό αιώνα, προκαλώντας ρίγη ενθουσιασμού στους 50.000 πιστούς που έχουν κατακλύσει την επιβλητική πλατεία του Αγίου Πέτρου. Η εκλογή αυτή, η οποία αναγγέλλεται στα λατινικά, ενώ το θρησκευτικό όνομα Ιωάννης Παύλος Β΄, που επιλέγει ο νέος Πάπας προς τιμήν του αποθανόντος προκατόχου του, προφέρεται στα ελληνικά, ανατρέπει μια παράδοση 450 χρόνων, σύμφωνα με την οποία η παπική έδρα καταλαμβάνεται από Ιταλούς καρδιναλίους. Οπως σημειώνει η «Κ» στο φύλλο της Τρίτης 17 Οκτωβρίου 1978, «ο νέος Πάπας δεν είναι ποιμήν – όπως πολλοί έλεγαν πως θα είναι. Δεν είναι όμως και διπλωμάτης – όπως ισχυρίζονταν μερικοί. Είναι αυτό που λέμε “τεχνοκράτης”».

Κατά τη διάρκεια της παποσύνης του, πραγματοποιεί, ως επίσκοπος Ρώμης, 146 ποιμαντικές επισκέψεις στην Ιταλία, ενώ οι διεθνείς αποδημίες του ανέρχονται σε 104, χαρίζοντάς του τον «τίτλο» του πιο πολυταξιδεμένου Πάπα στην ιστορία. Είναι κοινός τόπος, όμως, ότι ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ δεν περιορίστηκε στην άσκηση των θρησκευτικών και πνευματικών καθηκόντων του. Αντιθέτως, υπήρξε ο πιο «κοσμικός» Ποντίφικας, με έντονη «πολιτική» δράση, ο «διπλωμάτης με την τιάρα». Οπως χαρακτηριστικά συμπυκνώνει τον απολογισμό της ζωής του η «Κ» στον πρωτοσέλιδο αποχαιρετισμό τής 3ης Απριλίου 2005, ο Πάπας «έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πτώση του κομμουνισμού, ιδιαιτέρως στην πατρίδα του, αλλά και στη διάλυση της μετατιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας. Στα κοινωνικά θέματα τήρησε μέχρι τέλους άκαμπτη στάση…». Ενδεικτική προς τούτο είναι εγκύκλιός του της 25ης Μαρτίου 1995 με τίτλο «Evangelium Vitae», με την οποία καταφέρεται κατά των αμβλώσεων, της ευθανασίας και της θανατικής ποινής, που συγκροτούν κατ’ αυτόν τον «πολιτισμό του θανάτου» (cultura della morte). Στις 2 Απριλίου 2005 υποκύπτει στην κοινή μοίρα των θνητών, σε ηλικία 84 ετών. Ο διάδοχός του θα εκλεγεί με βάση τους ορισμούς του διατάγματος Universi Dominici Gregis, που ο ίδιος εξέδωσε στις 22 Φεβρουαρίου 1996…

Θεολογικός διάλογος μετ’ εμποδίων

Στις 30 Νοεμβρίου 1979, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ επισκέπτεται το Φανάρι και συναντάται με τον Πατριάρχη Δημήτριο Α΄. Με κοινή τους δήλωση ανακοινώνουν, μετά τον «διάλογο της Αγάπης» που εγκαινίασαν οι προκάτοχοί τους (1964), την έναρξη του «θεολογικού διαλόγου» μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και εξαγγέλλουν συναφώς τη σύσταση μεικτής θεολογικής επιτροπής.

Στο πλαίσιο αυτού έχουν μέχρι σήμερα συζητηθεί διάφορα θέματα, ενώ για μία εξαετία (2000-2006) ο διάλογος διακόπηκε λόγω της «Ουνίας» (ρωμαιοκαθολικοί που ακολουθούν το βυζαντινό λειτουργικό τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας), που ήρθε στην επιφάνεια από μία εμπιστευτική επιστολή που έστειλε ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ στον καρδινάλιο Εντουαρντ Κάσιντι, ρωμαιοκαθολικό συμπρόεδρο του θεολογικού διαλόγου, κατά την 8η συνέλευσή του στη Βαλτιμόρη των ΗΠΑ το 2000, σύμφωνα με την οποία «διά την Καθολικήν Εκκλησίαν αι Ανατολικαί Καθολικαί Εκκλησίαι [= ουνιτικές] έχουν το αυτό κύρος (dignity) το οποίον έχουν και όλαι αι λοιπαί Εκκλησίαι, αι οποίαι ευρίσκονται εις πλήρη κοινωνίαν με τον Επίσκοπον της Ρώμης».

Αν και η αναγκαιότητα του διαλόγου είναι προφανής, τα εμπόδια δεν είναι ευάριθμα (παπικό πρωτείο και αλάθητο, Ουνία, filioque κ.λπ.). Συνεπώς, πρέπει να επαναξιολογηθεί το υπόβαθρό του για να είναι όντως θεολογικός και όχι, όπως ενίοτε συμβαίνει, απλώς ακαδημαϊκός.

Η εκλογή του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄-1
Αριστερά: 16.10.1978. Ο μόλις εκλεγείς Πάπας, Πολωνός καρδινάλιος Κάρολ Γιόζεφ Βοϊτίλα, στον πρώτο του χαιρετισμό προς το πλήθος από το μπαλκόνι της βασιλικής του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Η εκλογή του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄-2
4 Μαΐου 2001. Η συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο στο μέγαρο της Αγίας Φιλοθέης. Φωτ. ΑΠΕ

Βαρυσήμαντη επίσκεψη στην Αθήνα

Σημαντικό σταθμό στην παποσύνη του αποτέλεσε, χωρίς αμφιβολία, η επίσκεψή του στην Αθήνα, έπειτα από μακρά προεργασία και επίσημη πρόσκληση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλου, στις 4 Μαΐου 2001, που ήταν η πρώτη μετά το Σχίσμα του 1054.

Ενόψει της παπικής επίσκεψης στα βήματα του Αποστόλου Παύλου, ο αποστολικός νούντσιος (πρεσβευτής) του Βατικανού στην Αθήνα επισκέπτεται στις 16 Φεβρουαρίου 2001 τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο και του επιδίδει επιστολή του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄, η οποία διερευνά τις σχετικές προθέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, ζητώντας, όπως επισημαίνεται στον Τύπο της εποχής («Κ», 17.2.2001), κατά κάποιον τρόπο «άδεια» για την πραγματοποίηση της επίσκεψης. Και τούτο, διότι η τελευταία είχε συναντήσει τόσο κατά τον σχεδιασμό της όσο και στην πραγματοποίησή της πολυπαραγοντικές αντιδράσεις, που είχαν ως σημείο αναφοράς την εμπλοκή της Δυτικής Εκκλησίας στην Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους, καθώς και τα αγεφύρωτα δογματικά προσκόμματα εκατοντάδων ετών. Το αποτύπωμα μάλιστα των αντιδράσεων αυτών είναι ευδιάκριτο και στον ιταλικό Τύπο. Εύγλωττος είναι ο τίτλος της Corriere della Sera, η οποία γράφει: «Il Papa in Grecia fra le polemiche».

Στο κλίμα αυτό, η Εκκλησία της Ελλάδος, με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της 7ης Μαρτίου 2001, επιχειρώντας να συμβιβάσει τα διεστώτα, «…παρά τις επιφυλάξεις τις οποίες θα μπορούσε να διατηρεί ως προς τη στιγμή της πραγματοποίησης αυτής της επίσκεψης, επιφυλάξεις που προέρχονται από ποικίλες κανονικές, ιστορικές, κοινωνικές και θρησκευτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν διαμέσου των αιώνων», ανταποκρίνεται θετικά, κυρίως διότι η επίσκεψη έχει ακραιφνώς επετειακό και προσκυνηματικό χαρακτήρα.

Ετσι, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ γίνεται δεκτός, κατά την εκκλησιαστική εθιμοτυπία, το μεσημέρι της 4ης Μαΐου στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο της Αγίας Φιλοθέης. Κατά την προσφώνησή του, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος ζητάει από τον Πάπα «τολμηρόν λόγον Χριστιανοῦ Ἐπισκόπου ἀπευθυνόμενον εἰς τάς καρδίας μας καί ὁ ὁποῖος θά θέση τό θεμέλιον ἐπί τοῦ ὁποίου θά οἰκοδομηθῆ ἡ κατανόησις, ἡ συγγνώμη καί ἡ καταλλαγή», έχοντας συναίσθηση ταυτόχρονα ότι ο λόγος αυτός «δέν θά ἐπιλύση αὐτομάτως τάς μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν δογματικάς καί ἐκκλησιολογικάς διαφοράς».
Στην αντιφώνησή του, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ προέβη σε μία κίνηση που εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως, ζητώντας, στο πλαίσιο «μιας απελευθερωτικής πορείας καθάρσεως της μνήμης», συγγνώμη «για όλες τις παρελθούσες και παρούσες περιστάσεις όπου τα τέκνα της Καθολικής Εκκλησίας αμάρτησαν με πράξεις και παραλείψεις κατά των ορθοδόξων αδελφών τους». Ακόμη και εάν αυτό το «mea culpa» ήταν κατά κάποιον τρόπο επιβεβλημένο εκ των συνθηκών ή κατ’ άλλους προσχηματικό, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι εκφωνήθηκε. Στη συνάφεια αυτή, επιστρέφει στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο τα λείψανα των Αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννη του Χρυσοστόμου που εκλάπησαν από την Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της Δ΄ Σταυροφορίας.

Η εκλογή του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄-3
17.10.1978. Δυναμικό καρδινάλιο χαρακτηρίζει η «Κ» τον Κάρολ Βοϊτίλα, τον πρώτο μη Ιταλό Πάπα έπειτα από 450 χρόνια.

Η θέση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα

Με δεδομένο ότι ο Πάπας είναι αρχηγός όχι μόνο της Εκκλησίας της Δύσεως αλλά και του κράτους του Βατικανού, η ελληνική πολιτεία και συγκεκριμένα η κυβέρνηση του Κων. Καραμανλή έχει ήδη από το 1980 συνάψει διπλωματικές σχέσεις με το Βατικανό, παρά τις αντιδράσεις του τότε Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ωστόσο, η νομική διευθέτηση της θέσης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην ελληνική έννομη τάξη παρέμενε μέχρι και σχετικά πρόσφατα μετέωρη. Και τούτο, διότι η εν Ελλάδι Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν επιθυμούσε να τυποποιηθεί οργανωτικά ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ενόψει των αρνητικών συνδηλώσεων που συνεπάγεται η ιδιότητα αυτή, κυρίως λόγω της κρατικής εποπτείας. Ετσι, με νομοθέτημα του έτους 2014 (υπ’ αρ. 4301), επί υπουργίας στο Παιδείας και Θρησκευμάτων Ανδρ. Λοβέρδου, αναγνωρίζεται εκ του νόμου, για πρώτη φορά, ως εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου η «Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα» που εδρεύει στην Αθήνα και έχει ως ανώτατη αρχή την «Ιερά Σύνοδο της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος» και ως θρησκευτικά νομικά πρόσωπα 236 τον αριθμό θρησκευτικές κοινότητες (επισκοπές, ενορίες, μονές), οι οποίες είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και των οποίων η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία διέπεται από το κανονικό δίκαιό της.
 
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή