Συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ

Συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ

Επειτα από διαπραγματεύσεις δυόμισι ετών αποφασίστηκε η ελληνική προσχώρηση στην Κοινότητα την 1η Ιανουαρίου 1981

7' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η επιτυχής κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στις 21 Δεκεμβρίου 1978 ήταν το τέλος μιας μακράς διαδικασίας στην οποία συνέκλιναν οι απόψεις της Ελλάδας και των μελλοντικών εταίρων της αλλά και εντός της Κοινότητας. Η Ελλάδα είχε υποβάλει αίτηση ένταξης στην Κοινότητα στις 12 Ιουνίου 1975, την επομένη της θέσης σε ισχύ του νέου Συντάγματος. Η επιλογή του χρόνου εκ μέρους του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε αυτονόητη σημασία: επισφραγιζόταν έτσι η ύπαρξη μιας ομαλά λειτουργούσας δημοκρατίας.

Η αίτηση έτυχε καλής υποδοχής σε πολιτικό επίπεδο, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι έλειπαν ισχυρές και θεμελιώδεις επιφυλάξεις οι οποίες αποτυπώθηκαν στη γνωμοδότηση της Επιτροπής τον Ιανουάριο του 1976 και στην εισήγησή της να αναβληθεί η ένταξη για μία δεκαετία τουλάχιστον, ώστε η Ελλάδα να περάσει από μια φάση προ ενταξιακής προετοιμασίας. Η Επιτροπή επεσήμαινε τη διαφορά επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης καθώς και την πιθανότητα οι ελληνοτουρκικές διαφορές να εμπλέξουν την Κοινότητα σε διαμάχη με την Τουρκία, η οποία θα παρέμενε εκτός της Κοινότητας. Κράτη-μέλη όπως η Βρετανία αμφέβαλλαν και για τη σταθερότητα του νέου δημοκρατικού καθεστώτος και θα προτιμούσαν πρώτα να δοκιμαστεί η αντοχή του και στη συνέχεια να συζητηθεί η ένταξη. Επρόκειτο για σκεπτικό που αντέστρεφε τη στρατηγική προτεραιότητα του Καραμανλή, ο οποίος απέβλεπε, μεταξύ άλλων, στην ένταξη ως μέσο σταθεροποίησης της ελληνικής δημοκρατίας.

Ο Καραμανλής ανέτρεψε τη γνωμοδότηση της Επιτροπής με τη συνδρομή της Γαλλίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Η δεκαετής αναβολή θα σήμαινε ουσιαστικά την απόρριψη της αίτησης της Ελλάδας, γεγονός που θα μείωνε την πολιτική απήχηση της κυβέρνησης Καραμανλή, θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει τους νεοπαγείς δημοκρατικούς θεσμούς και θα ενίσχυε τις πολιτικές δυνάμεις που απέβλεπαν στην αποδυνάμωση των δεσμών της Ελλάδας με τον δυτικό κόσμο. Η συνειδητοποίηση αυτών των ενδεχομένων από την Κοινότητα οδήγησε στην αποδοχή του ελληνικού αιτήματος και στην έναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και Κοινότητας τον Ιούλιο του 1976.

Συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ-1
Με τον Γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Σμιτ και τον υπ. Εξωτερικών Δημήτρη Μπίτσιο, και δεξιά με τον Γάλλο πρόεδρο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ένθερμο υποστηρικτή της ελληνικής ένταξης

Ο προβληματισμός της Κοινότητας και τα επιχειρήματα Καραμανλή

Η εξέλιξη των διαβουλεύσεων το επόμενο δεκαοκτάμηνο ήταν εξαιρετικά αργή. Στο τέλος του 1977, ευθύς μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, τις οποίες είχε επισπεύσει κατά ένα χρόνο ο Καραμανλής, μεταξύ άλλων και για να είναι σε θέση να διαπραγματευθεί απερίσπαστος με την Κοινότητα το 1978, η ελληνική πλευρά διαπίστωνε ότι τα προβλήματα που αφορούσαν την ελληνική ένταξη είχαν χαρτογραφηθεί πλήρως, αλλά δεν είχε αρχίσει η εξέτασή τους επί της ουσίας. Τα προβλήματα αυτά αφορούσαν κατά κύριο λόγο την προσαρμογή της ελληνικής γεωργίας στην Κοινή Αγροτική Πολιτική, το κόστος των περιφερειακών πολιτικών καθώς και την ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων στην Κοινή Αγορά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το 1976-77 η Κοινότητα προσπαθούσε να σταθμίσει το κόστος της ένταξης της Ελλάδας. Είχε προηγηθεί η πρώτη πετρελαϊκή κρίση το 1973, ενώ, παράλληλα, η Κοινότητα απέβλεπε στη σύνδεση των εθνικών νομισμάτων σε ένα σύστημα ισοτιμιών και στο απώτερο μέλλον σε μια οικονομική και νομισματική ένωση, η οποία πάντως επρόκειτο να είναι υπό συζήτηση έως το τέλος της δεκαετίας του ’80. Παρά ταύτα, το βασικό πρόβλημα δεν ήταν το πόσο θα κόστιζε η Ελλάδα. Η οικονομία της συνιστούσε μικρό ποσοστό, κάτω του 5% της κοινοτικής οικονομίας. Κρίσιμο ήταν το γεγονός ότι η προσχώρησή της, οσοδήποτε και αν συνιστούσε μια χωριστή περίπτωση, δεδομένου του πολιτισμικού υποβάθρου της σχέσης της χώρας με την Ευρώπη αλλά και της μακράς πορείας σύνδεσης από το 1961 και εξής, εντασσόταν στο ευρύτερο πλαίσιο της διεύρυνσης της Κοινότητας προς τη Νότια Ευρώπη μετά το τέλος και των άλλων δύο δικτατοριών, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Το κόστος της ένταξης της τελευταίας ήταν υπολογίσιμο και συνολικά και ειδικά για τον γεωργικό τομέα της Γαλλίας και της Ιταλίας. Στο πλαίσιο αυτό φαινόταν ενδιαφέρουσα η ιδέα της συνολικής εξέτασης των τριών αιτήσεων και η ένταξη των Νοτίων περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ιδέα που ήταν ελκυστική όχι μόνο για τη Βρετανία αλλά και σε μερίδα της πολιτικής ελίτ στη Γαλλία και αλλού.

Συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ-2
22.12.1978. Η δήλωση Καραμανλή μετά την τελική συμφωνία με την ΕΟΚ, στον κορυφαίο τίτλο της «Κ».

Συναντήσεις κορυφής

Ο Καραμανλής αντιμετώπισε τα προβλήματα αυτά στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο στις επαφές του με τη βρετανική, τη γαλλική και τη γερμανική ηγεσία καθώς και με την Επιτροπή τον Ιανουάριο του 1978. Η επιχειρηματολογία του συνίστατο στην πολιτική σημασία, σε αντίστιξη προς την κοινωνική και την οικονομική, της ένταξης για τη διατήρηση και εμβάθυνση των δεσμών της Ελλάδας με τη Δύση. Στο οικονομικό μέρος επεσήμαινε τη μικρή επιβάρυνση που θα προκαλείτο από την ένταξη της Ελλάδας στην Κοινότητα, ακόμα και στον γεωργικό τομέα. Τέλος, ως προς τον χρονισμό της ένταξης, ο Καραμανλής επεσήμαινε ότι η Ελλάδα είχε προηγηθεί στην υποβολή της αίτησής της τόσο της Πορτογαλίας όσο και της Ισπανίας, καθώς από πολιτική άποψη η μετάβαση στη Δημοκρατία είχε ολοκληρωθεί με ταχύτητα και χωρίς κλυδωνισμούς.

Στην επιτάχυνση της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων βάρυνε ασφαλώς και ένας εσωτερικός παράγων, ο Ανδρέας Παπανδρέου, καθώς το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, του οποίου ηγείτο, είχε εξασφαλίσει στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1977 το 25,3% των ψήφων και είχε αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση, σε βάρος της φιλοευρωπαϊκής Ενωσης Δημοκρατικού Κέντρου. Η ροπή αυτή αυξανόμενης μερίδας του εκλογικού σώματος σε σχήματα που αμφισβητούσαν τη σκοπιμότητα της ένταξης επέδρασε ασφαλώς στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες κατανοούσαν τις δυσμενείς πολιτικές συνέπειες για τις σχέσεις της Δύσης με την Ελλάδα αν στο τέλος του κοινοβουλευτικού κύκλου δεν είχε ολοκληρωθεί η ενταξιακή διαδικασία.
Στο ίδιο διάστημα, ο Καραμανλής επέμεινε στην πολιτική ύφεσης στις σχέσεις με την Τουρκία, πραγματοποιώντας μάλιστα δύο συναντήσεις με τον Τούρκο ομόλογό του Μπουλέντ Ετσεβίτ, τον Μάρτιο και τον Μάιο του 1978. Η πολιτική αυτή, η οποία δεν οδήγησε σε απτά αποτελέσματα στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού ή των διαφορών για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, δεν μπορεί παρά να έπεισε κυβερνήσεις κρατών-μελών, μεταξύ αυτών της Βόννης και του Λονδίνου, ότι η πορεία της Ελλάδας προς την ένταξη δεν σήμαινε ελληνοτουρκική ένταση.

Πολιτικά και οικονομικά οφέλη, αλλά και αδυναμίες προσαρμογής

Το φθινόπωρο του 1978 η θέση της Κοινότητας αποκρυσταλλωνόταν στον καθορισμό πενταετούς ή και μεγαλύτερης μεταβατικής περιόδου για πολλά γεωργικά προϊόντα καθώς και για την ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων εντός της Κοινής Αγοράς. Αυτό θα σήμαινε μειωμένη δαπάνη για την Κοινή Αγροτική Πολιτική καθώς και για το Κοινωνικό Ταμείο. Παράλληλα θα παρουσιάζονταν δημοσίως και οι επιφυλάξεις ή και αντιρρήσεις του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος καθώς και του γκωλικού Συναγερμού για τη Δημοκρατία, ο οποίος συνιστούσε τον μείζονα εταίρο της κεντροδεξιάς πλειοψηφίας στη γαλλική Εθνοσυνέλευση, γεγονός που σήμαινε ενδεχομένως δυσκολίες για τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, σταθερό υποστηρικτή της ένταξης. Το ζήτημα δεν ήταν αξεπέραστο, καθώς ο γκωλικός ηγέτης Ζακ Σιράκ κατανοούσε τις πολιτικές πλευρές του θέματος. Ηταν άλλωστε πρωθυπουργός όταν απορρίφθηκε η γνωμοδότηση της Επιτροπής και αποφασίστηκε η έναρξη διαπραγματεύσεων. Το ζήτημα όμως αντανακλούσε τις πιέσεις του ισχυρού γεωργικού λόμπι στο εσωτερικό της Γαλλίας αλλά και την επιθυμία όλων των ενδιαφερομένων να μην υπάρξουν ρυθμίσεις σχετικές με την προσχώρηση της Ελλάδας που θα αποτελούσαν προηγούμενο για την ένταξη της Ισπανίας.

Στο πλαίσιο αυτό, αποκτούσαν μεγάλη σημασία οι μεταβατικές περίοδοι τις οποίες αντιμετώπιζε κατ’ αρχήν αρνητικά ο Καραμανλής διότι αφορούσαν τη γεωργία και έτειναν να συσκοτίσουν βραχυπρόθεσμα το όφελος για το εισόδημα των αγροτών. Αυτό έγινε σαφές και από την αντίδραση της αντιπολίτευσης στις προτάσεις που υπέβαλε η Κοινότητα για μεταβατικές περιόδους σε μεγάλο αριθμό προϊόντων και τομέων στις αρχές Δεκεμβρίου του 1978.

Συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ-3
Ο Γεώργιος Ράλλης, υπ. Εξωτερικών την περίοδο ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων με την ΕΟΚ. 

Μεταβατικές περίοδοι

Το τελικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αρνητικό για τα ελληνικά συμφέροντα. Προβλέφθηκε μια γενική πενταετής μεταβατική περίοδος, η οποία γινόταν επταετής για πολύ περιορισμένο αριθμό γεωργικών προϊόντων, καθώς και για την ελεύθερη διακίνηση εντός της Κοινής Αγοράς. Ειδικά όμως οι Ελληνες υπήκοοι που ήταν ήδη εγκατεστημένοι σε κράτη-μέλη της Κοινότητας δεν θα υπάγονταν σε καμία μεταβατική διάταξη και θα δικαιούνταν τις παροχές που προέβλεπαν οι συνθήκες.

Συμφωνία ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ-4
Ο Παναγής Παπαληγούρας, βασικός μοχλός της πορείας προς την ΕΟΚ από τη δεκαετία του 1960. Φωτ. ΗΝΩΜΕΝΟΙ ΦΩΤΟΡΕΠΟΡΤΕΡ, ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ

Συνολικά, η Αθήνα είχε επιτύχει τους πολιτικούς στόχους που είχε θέσει ο Καραμανλής. Η Συνθήκη Προσχώρησης υπεγράφη τον Μάιο του 1979, επικυρώθηκε στη συνέχεια από την Ελλάδα και τα εννέα κράτη-μέλη, ώστε να γίνει δυνατή η είσοδος της χώρας στην Κοινότητα την 1η Ιανουαρίου 1981. Επιτυχής ήταν η ένταξη από πολιτικής πλευράς, καθώς η Ελλάδα εδραίωσε τους δεσμούς της με τη Δύση και ενίσχυσε τη στρατηγική της θέση έναντι της Τουρκίας παρά το γεγονός ότι η Κοινότητα δεν ήταν μια συμμαχία με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Η οικονομική όψη του ζητήματος είναι πιο σύνθετη. Η Ελλάδα ωφελήθηκε πολλαπλώς από ποικίλες εισροές πόρων για τη γεωργία και έργα υποδομής. Επέδειξε όμως αδυναμία να συγκλίνει στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτή όμως η αδυναμία δεν προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη, αλλά από την πολιτική, οικονομική και κοινωνική δυσκολία να διαμορφώσει αναπτυξιακή στρατηγική εντός μιας ανοιχτής, ανταγωνιστικής αγοράς.
 
* Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή