Ο χειμώνας που έφερε τη Θάτσερ

Ο χειμώνας που έφερε τη Θάτσερ

Οι εντάσεις παρέμεναν υπό έλεγχο όσο υπήρχε η ελπίδα για πρόωρες εκλογές και δημοσιονομική χαλάρωση. Αλλά στις 7 Σεπτεμβρίου 1978 ο Κάλαχαν, παρά τις συμβουλές που δεχόταν, ανακοίνωσε ότι εκλογές θα γίνονταν τον επόμενο χρόνο

8' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι εντάσεις παρέμεναν υπό έλεγχο όσο υπήρχε η ελπίδα για πρόωρες εκλογές και δημοσιονομική χαλάρωση. Αλλά στις 7 Σεπτεμβρίου 1978 ο Κάλαχαν, παρά τις συμβουλές που δεχόταν, ανακοίνωσε ότι εκλογές θα γίνονταν τον επόμενο χρόνο. Αυτό σήμαινε ότι η συγκράτηση των ημερομισθίων θα συνέχιζε να ισχύει. Ο Κάλαχαν πίστευε ότι θα μπορούσε να αποφύγει μια μετωπική αντιπαράθεση μέσα στον χειμώνα και επομένως ότι θα διατηρούσε την υποστήριξη των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Η εργατική αναταραχή και οι απεργίες ανέτρεψαν τον σχεδιασμό του. Τον Νοέμβριο του 1978 οι Εργατικοί προηγούνταν των Συντηρητικών στις δημοσκοπήσεις κατά 5%. Τον Φεβρουάριο του 1979 το προβάδισμα της Θάτσερ έφτανε το 20%.

Τα συνέδρια του Εργατικού Κόμματος και του TUC τον Σεπτέμβριο του 1978 πραγματοποιήθηκαν σε κλίμα αυξανόμενης εναντίωσης στο όριο του 5%, το οποίο απέρριψαν. Η απεργία στη Ford, που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1978 κατέληξε τον Δεκέμβριο σε μια συμφωνία για αυξήσεις 17% και ουσιαστικά σηματοδότησε το τέλος της κυβερνητικής εισοδηματικής πολιτικής. Ακολούθησε ένα κύμα εργατικών αναταραχών.

Τον χειμώνα εκείνο σημειώθηκαν 2.000 απεργίες. Τον Ιανουάριο του 1979 οι εργαζόμενοι στις μεταφορές και οι οδηγοί βυτιοφόρων ξεκίνησαν απεργίες. Τους ακολούθησε σύντομα ο δημόσιος τομέας. Σωροί σκουπιδιών μαζεύονταν στους δρόμους από τις απεργίες των οδοκαθαριστών, ενώ τα μισά νοσοκομεία του NHS (εθνικού συστήματος υγείας) δέχονταν μόνον επείγοντα περιστατικά, καθώς δεν κινούνταν τα ασθενοφόρα και οι καθαριστές των νοσοκομείων απεργούσαν. Οι νεκροί παρέμεναν άταφοι λόγω της απεργίας των νεκροθαφτών ή τουλάχιστον αυτό ανέφερε ο Τύπος. Ο χειμώνας ήταν πράγματι σκληρός, αλλά δεν υπήρχαν πτώματα στους δρόμους ή ελλείψεις τροφίμων ούτε σωροί σκουπιδιών σε κάθε πεζοδρόμιο και σε κάθε πόλη. Ο Τύπος και τα μέσα ενημέρωσης έκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε να μετατρέψουν μια δυσάρεστη κατάσταση σε συντριπτικό πλήγμα εναντίον των Εργατικών. Σύντομα αυτή η εκδοχή κυριάρχησε σε μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης, σε σημείο ώστε ακόμη και όσοι θυμούνταν τα γεγονότα διαφορετικά άρχισαν να αμφισβητούν τη μνήμη τους. Σε τελική ανάλυση, ακόμη και φιλελεύθερα έντυπα, όπως ο Guardian ζητούσαν από τον Κάλαχαν να κηρύξει κατάσταση ανάγκης. Αυτό που απέμενε ήταν μια αίσθηση ότι η χώρα χρειαζόταν έναν ηγέτη που θα την κάνει να πιστέψει ξανά στον εαυτό της. Ακόμη και για τμήματα της εργατικής τάξης που θα καλούνταν κατεξοχήν να καταβάλουν σκληρό κόστος από τις πολιτικές του θατσερισμού, φαινόταν ότι το ρίσκο άξιζε τον κόπο.

Ο χειμώνας που έφερε τη Θάτσερ-1
Ο Τζέιμς Κάλαχαν. Μέσα σε τρεις μήνες οι Εργατικοί έχασαν 25 μονάδες στις δημοσκοπήσεις. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Εργατικές αναταραχές, αίτια και μνήμη

Μόλις οι απεργίες του Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1979 τελείωσαν, έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια να διαμορφωθεί η μνήμη τους. Τα προβλήματα και οι συνέπειές τους μεγιστοποιήθηκαν με τρόπο υπερβολικό. Δημιουργήθηκε η εικόνα ότι το κράτος είχε κρατηθεί όμηρος από «άπληστους» εργάτες των οποίων η δράση υπαγορευόταν από «συνδικαλιστικό μαξιμαλισμό και ύβρι». Αυτή η παραπλανητική εκδοχή επικράτησε και διατηρήθηκε στη μνήμη. Ο μύθος σχηματίστηκε από όλο το πολιτικό φάσμα, τόσο από υποστηρικτές του αναδυόμενου συντηρητισμού όσο και από εκπροσώπους ενός βαθιά διχασμένου Εργατικού Κόμματος, που προσπαθούσαν να αντιπαρατεθούν στους συντρόφους τους.

Από τις εκλογές του 1979 και σε όλη τη δεκαετία του 1980, το Συντηρητικό Κόμμα υιοθέτησε τη στρατηγική της επίκλησης του «χειμώνα της δυσαρέσκειας», ώστε να απαξιώσει το εργατικό κίνημα, τη σοσιαλδημοκρατία και τον κεϋνσιανισμό και να πείσει το εκλογικό σώμα ότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση από τον θατσερισμό. Στη δεκαετία του 1990 η στρατηγική αυτή είχε τόσο εδραιωθεί, ώστε το Νέο Εργατικό Κόμμα υπό τον Τόνι Μπλερ υιοθέτησε αυτή την εκδοχή για να μπορεί να διεκδικήσει την πλειοψηφία.

Ωστόσο, πίσω από τις απεργίες του χειμώνα του 1978-79 δεν βρίσκονταν απληστία ή ύβρις, αλλά οι τεκτονικές αλλαγές στη μεταπολεμική βρετανική πολιτική και την οικονομία, καθώς και επίπεδα πληθωρισμού που έφερναν τη χώρα κοντά στην κατάρρευση.
Την περίοδο 1945-79 η Βρετανία ήταν μια μεικτή οικονομία. Το κράτος ήλεγχε πολλούς παραγωγικούς τομείς. Το σύστημα επιδίωκε να συνδυάσει τον καπιταλισμό με την αναδιανομή του πλούτου. Παρήγαγε ισχυρή ανάπτυξη και ήπιο πληθωρισμό για πολλά χρόνια, αλλά υπονομεύτηκε από την παρακμή της βρετανικής βιομηχανίας. Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 ο πληθωρισμός έγινε ανεξέλεγκτος, υποθηκεύοντας τη μεταπολεμική συναίνεση.

Ο πληθωρισμός έφθασε στο 26,9% τον Αύγουστο του 1975. Ο Εργατικός υπουργός Οικονομικών Ντένις Χίλι δεν είχε άλλη επιλογή από το να συμφωνήσει ένα δάνειο με το ΔΝΤ. Ο Τζέιμς Κάλαχαν, πρωθυπουργός από το 1976, ήλπιζε να περιορίσει τον πληθωρισμό μέσω εθελουσίας μείωσης εισοδήματος που θα συμφωνούνταν με τα εργατικά συνδικάτα, θεωρώντας ότι τούτο θα μείωνε και την ανεργία. Τέτοιες μειωμένες αυξήσεις μισθών επιβλήθηκαν τα έτη 1975, 1976 και 1977. Με την επιβολή παρόμοιων περιορισμών, ο πληθωρισμός έπεσε στο 15,85% το 1977 και στο 8,3% το 1978. Παρά τις εξαγγελίες για επανέναρξη συλλογικών διαπραγματεύσεων και για να διατηρήσει τη δυναμική αυτή, τον Ιούλιο του 1978 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα όριο του 5% για αυξήσεις στις αποδοχές.

Η ομοσπονδία των εργατικών συνδικάτων (TUC) απέρριψε αυτή την πολιτική και απαίτησε επανάληψη των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Δεν μπορούσε άλλωστε να εκπροσωπήσει πλήρως τις μικρότερες τοπικές εργατικές ενώσεις που είχαν πλέον πολλαπλασιαστεί, ενώ παράλληλα η σύσταση της αγοράς εργασίας άλλαζε. Η εισροή νέου εργατικού δυναμικού –κυρίως γυναικών και μεταναστών– δημιουργούσε νέα δεδομένα, ακόμη και αμφισβητήσεις του ίδιου του TUC, το οποίο θεωρούνταν από αυτούς τους εργαζομένους «συντηρητικός» θεσμός. Αυτές οι κοινωνικές ομάδες δεν συμμετείχαν στα παραδοσιακά συνδικάτα, είχαν χαμηλότερες αποδοχές και επομένως ήταν πολύ πιο ευάλωτες στον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό που επέφερε μείωση των πραγματικών εισοδημάτων τους. Ετσι το TUC δεν μπορούσε να ελέγξει τις αντιδράσεις τους.

Ο χειμώνας που έφερε τη Θάτσερ-2
Η Θάτσερ και η κυβέρνηση στον πρώτο Λόγο του Θρόνου στη Βουλή αμέσως μετά τις εκλογές. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Ο χειμώνας που έφερε τη Θάτσερ-3
Διαδηλωτές στο Χάιντ Παρκ κατά της πολιτικής καθήλωσης των αμοιβών από την κυβέρνηση των Εργατικών. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Δύο χιλιάδες απεργίες μέσα σε λίγους μήνες

Οι εντάσεις παρέμεναν υπό έλεγχο όσο υπήρχε η ελπίδα για πρόωρες εκλογές και δημοσιονομική χαλάρωση. Αλλά στις 7 Σεπτεμβρίου 1978 ο Κάλαχαν, παρά τις συμβουλές που δεχόταν, ανακοίνωσε ότι εκλογές θα γίνονταν τον επόμενο χρόνο. Αυτό σήμαινε ότι η συγκράτηση των ημερομισθίων θα συνέχιζε να ισχύει. Ο Κάλαχαν πίστευε ότι θα μπορούσε να αποφύγει μια μετωπική αντιπαράθεση μέσα στον χειμώνα και επομένως ότι θα διατηρούσε την υποστήριξη των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Η εργατική αναταραχή και οι απεργίες ανέτρεψαν τον σχεδιασμό του. Τον Νοέμβριο του 1978 οι Εργατικοί προηγούνταν των Συντηρητικών στις δημοσκοπήσεις κατά 5%. Τον Φεβρουάριο του 1979 το προβάδισμα της Θάτσερ έφτανε το 20%.
Τα συνέδρια του Εργατικού Κόμματος και του TUC τον Σεπτέμβριο του 1978 πραγματοποιήθηκαν σε κλίμα αυξανόμενης εναντίωσης στο όριο του 5%, το οποίο απέρριψαν. Η απεργία στη Ford, που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1978 κατέληξε τον Δεκέμβριο σε μια συμφωνία για αυξήσεις 17% και ουσιαστικά σηματοδότησε το τέλος της κυβερνητικής εισοδηματικής πολιτικής. Ακολούθησε ένα κύμα εργατικών αναταραχών.

Ο χειμώνας που έφερε τη Θάτσερ-4
5.5.1979. Την εκλογή της Θάτσερ με ποσοστό 43,9% έναντι 36,9% των Εργατικών προβάλλει η «Κ» στην πρώτη σελίδα.

Τον χειμώνα εκείνο σημειώθηκαν 2.000 απεργίες. Τον Ιανουάριο του 1979 οι εργαζόμενοι στις μεταφορές και οι οδηγοί βυτιοφόρων ξεκίνησαν απεργίες. Τους ακολούθησε σύντομα ο δημόσιος τομέας. Σωροί σκουπιδιών μαζεύονταν στους δρόμους από τις απεργίες των οδοκαθαριστών, ενώ τα μισά νοσοκομεία του NHS (εθνικού συστήματος υγείας) δέχονταν μόνον επείγοντα περιστατικά, καθώς δεν κινούνταν τα ασθενοφόρα και οι καθαριστές των νοσοκομείων απεργούσαν. Οι νεκροί παρέμεναν άταφοι λόγω της απεργίας που έκαναν οι νεκροθάφτες, ή τουλάχιστον αυτό ανέφερε ο Τύπος. Ο χειμώνας ήταν πράγματι σκληρός, αλλά δεν υπήρχαν πτώματα στους δρόμους ή ελλείψεις τροφίμων ούτε σωροί σκουπιδιών σε κάθε πεζοδρόμιο και σε κάθε πόλη. Ο Τύπος και τα μέσα ενημέρωσης έκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε να μετατρέψουν μια δυσάρεστη κατάσταση σε συντριπτικό πλήγμα εναντίον των Εργατικών. Σύντομα αυτή η εκδοχή κυριάρχησε σε μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης, σε σημείο ώστε ακόμη και όσοι θυμούνταν τα γεγονότα διαφορετικά άρχισαν να αμφισβητούν τη μνήμη τους. Σε τελική ανάλυση, ακόμη και φιλελεύθερα έντυπα, όπως ο Guardian, ζητούσαν από τον Κάλαχαν να κηρύξει κατάσταση ανάγκης. Αυτό που απέμενε ήταν μια αίσθηση ότι η χώρα χρειαζόταν έναν ηγέτη που θα την κάνει να πιστέψει ξανά στον εαυτό της. Ακόμη και για τμήματα της εργατικής τάξης που θα καλούνταν κατεξοχήν να καταβάλουν σκληρό κόστος από τις πολιτικές του θατσερισμού, φαινόταν ότι το ρίσκο άξιζε τον κόπο.

Συντριπτική νίκη και εφαρμογή ριζοσπαστικών οικονομικών και κοινωνικών μέτρων

Ο Κάλαχαν συνάντησε άλλους Δυτικούς ηγέτες στη Γουαδελούπη τον Ιανουάριο του 1979 για να συζητήσει την κρίση στη Μέση Ανατολή. Επέστρεψε σε ένα παγωμένο Λονδίνο. Οταν ρωτήθηκε πώς θα αντιμετώπιζε την κατάσταση, έδωσε τη μάλλον φυσική απάντηση ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα, αλλά υπήρχαν υπερβολές στην εικόνα που έδινε ο Τύπος. Ο Τύπος, ιδίως η «Σαν», που είχε αποσύρει τη στήριξή της προς τους Εργατικούς και είχε στραφεί προς τους Συντηρητικούς, απέδωσε μια αλλοιωμένη εικόνα του πρωθυπουργού να απαντά: «Crisis! What Crisis!». Ο Κάλαχαν δεν είπε αυτά τα λόγια ποτέ. Και όμως έγινε το σύνθημα της Θάτσερ, μαζί με το σλόγκαν της διαφημιστικής εταιρείας Saatchi and Saatchi, «Labour is not working», που είχε διττό νόημα: και «οι εργάτες δεν δουλεύουν» και «το Εργατικό Κόμμα δεν λειτουργεί». Ολα αυτά προσέφεραν στη Θάτσερ μια συντριπτική εκλογική νίκη.

Η Θάτσερ ήταν η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Βρετανίας και από τους πιο ασυμβίβαστους ηγέτες της ιστορίας της. Σημάδεψε την εκλογική της νίκη παραφράζοντας τη ρήση του Αγίου Φραγκίσκου για την έλευση της αρμονίας εκεί που υπάρχει διχόνοια, αλλά δεν τήρησε την υπόσχεση αυτή ούτε μια φορά. Η πρωθυπουργία της ξεκίνησε με μια σειρά ριζοσπαστικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών που άλλαξαν τη χώρα για πάντα. Πίστευε ότι μετά τη νίκη της είχε την εντολή να καταστρέψει τη δύναμη των συνδικάτων και να μετασχηματίσει τη χώρα.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ως μια αντιδημοφιλής υπουργός Παιδείας, έως την εκλογή της στην ηγεσία των Συντηρητικών το 1975, η Θάτσερ προσπαθούσε να προετοιμάσει μια πλατφόρμα που θα της επέτρεπε να δώσει την εκλογική της μάχη στα θέματα του ελέγχου του πληθωρισμού, της μείωσης της επιρροής των συνδικάτων, της μείωσης του φόρου εισοδήματος και της κατάργησης της «εξάρτησης από το κράτος». Αποσκοπούσε να καταστρέψει το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας που είχε δημιουργήσει η κυβέρνηση Ατλι (1945-51). Επέμεινε ότι τα εργατικά συνδικάτα επέτειναν τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Βρετανία. Βασισμένη σε μια έκθεση του Νοεμβρίου 1977 από το θατσερικό think tank Centre for Policy Studies, η Θάτσερ ίδρυσε μια ομάδα εργασίας για να σχεδιάσει μια πολιτική που θα απέβλεπε στην καταστροφή της δύναμης των συνδικάτων και στην προώθηση της στοχοθεσίας αυτής στην κοινή γνώμη. Για τούτο, ανέπτυξε συνεργασία στο επίπεδο της επικοινωνίας με τους αδελφούς Σαάτσι και βασιζόταν πολύ στον σύμβουλό της επί της επικοινωνίας, Γκόρντον Ρις και στον Λάρι Λαμπ. Στα τέλη του 1978 το πρόγραμμα ήταν έτοιμο. Η συντηρητική κριτική προς τα συνδικάτα έγινε πλέον μια προεκλογική εκστρατεία με θέμα ακριβώς 
τον χειμώνα της δυσαρέσκειας.
 
* Η κ. Εφη Πενταλιού είναι senior research fellow στο τμήμα Πολιτικής Οικονομίας του King’s College του Λονδίνου.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή