Νικαράγουα, η νίκη των ανταρτών

Νικαράγουα, η νίκη των ανταρτών

Μια γενικευμένη λαϊκή επανάσταση φέρνει τους Σαντινίστας στην εξουσία

7' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά την επιτυχία της κουβανικής επανάστασης του 1959, δεκάδες αντάρτικα κινήματα αναδύθηκαν σε όλη τη Λατινική Αμερική, εκφράζοντας το επαναστατικό ήθος της εποχής και την πίστη στον ένοπλο αγώνα ως μοναδικό δρόμο για τον κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό των χωρών της περιοχής. Ο σπόρος της Κούβας βρήκε ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος στις μικρές χώρες της Κεντρικής Αμερικής, όπου η κυρίαρχη αγροτική οικονομία συνδύαζε τις φεουδαρχικές δομές με τον μονοπωλιακό καπιταλισμό των ξένων πολυεθνικών. Από όλα τα αντάρτικα κινήματα που έδρασαν στη Λατινική Αμερική στις δεκαετίες του 1960 και 1970, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Σαντινίστας (FSLN) στη Νικαράγουα ήταν το μόνο που κατάφερε να κερδίσει την εξουσία το 1979 έπειτα από μια γενικευμένη λαϊκή επανάσταση.

Νικαράγουα, η νίκη των ανταρτών-1
10.7.1979. Το πλήθος αποκαθηλώνει άγαλμα του δικτάτορα της Νικαράγουας Αναστάσιο Σομόσα.

Η χώρα του καφέ, των φατριών και της δυναστείας Σομόσα

Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η Νικαράγουα παρουσίαζε όλα τα χαρακτηριστικά της υπανάπτυξης των μικρών χωρών της Κεντρικής Αμερικής: εξάρτηση της οικονομίας της από ένα προϊόν, τον καφέ, τεράστιο αναλφαβητισμό, που άγγιζε το 80% του αγροτικού πληθυσμού, μόνιμες ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων οικογενειών που ήταν μοιρασμένες ανάμεσα στο Φιλελεύθερο και το Συντηρητικό κόμμα και, βέβαια, συνεχείς στρατιωτικές επεμβάσεις από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πρώτη από αυτές πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1854 και 1856, όταν ο Αμερικανός τυχοδιώκτης Γουίλιαμ Γουόκερ οργάνωσε στρατιωτική επιχείρηση στη Νικαράγουα εκμεταλλευόμενος τον πόλεμο Φιλελευθέρων και Συντηρητικών και έφτασε να χριστεί πρόεδρος της χώρας. Ηταν η εποχή που τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η Αγγλία προσπαθούσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τμήματα του εδάφους της Νικαράγουας αποσκοπώντας στην εκεί μελλοντική κατασκευή μιας διώρυγας που θα συνέδεε τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό ωκεανό.

Η σχεδόν αδιάλειπτη παρουσία σωμάτων Αμερικανών πεζοναυτών από το 1909 ώς το 1933 ήταν αναμφίβολα ταπεινωτική για τον νικαραγουανό λαό. Στόχος της απόβασης της αμερικανικής ναυτικής δύναμης το 1909 ήταν η ανατροπή του Φιλελεύθερου προέδρου Σελάγια, η οικονομική πολιτική του οποίου θεωρούνταν επιζήμια για τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα των ΗΠΑ στη χώρα. Σε αυτό το κλίμα αναδείχτηκε η μορφή του Αουγούστο Σέσαρ Σαντίνο, που έμελλε να γίνει εθνικός ήρωας και πρότυπο της μετέπειτα αντάρτικης οργάνωσης των Σαντινίστας. Ο Σαντίνο ξεκίνησε την ένοπλη δράση του στα μέσα της δεκαετίας του 1920 στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Συντηρητικών και Φιλελευθέρων, που ξέσπασε στη Νικαράγουα όταν οι πρώτοι, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, κατάφεραν να ανατρέψουν τον νόμιμο πρόεδρο Σελάγια και να τον αντικαταστήσουν από μια κυβέρνηση-μαριονέτα. Ο Σαντίνο αγωνίστηκε στο πλευρό των Φιλελευθέρων. Οταν, όμως, το 1927 οι δύο εμπόλεμες παρατάξεις ήρθαν σε συμφωνία, εξέδωσε ένα μανιφέστο κηρύττοντας τη συνέχιση του αγώνα κατά των εισβολέων, δηλαδή των αμερικανικών στρατευμάτων, που ουσιαστικά ασκούσαν την εξουσία στη Νικαράγουα, και επιρρίπτοντας ευθύνες και στις ντόπιες ηγετικές ομάδες για τη ληστρική και προδοτική συμπεριφορά τους. Ας σημειωθεί ότι στο διάστημα που παρέμεινε η αμερικανική ναυτική δύναμη στη χώρα, όλοι οι στρατηγικοί τομείς της νικαραγουανής οικονομίας πέρασαν σε χέρια αμερικανικών επιχειρήσεων, ενώ το 1914 υπογράφτηκε η συμφωνία Μπράιαν – Τσαμόρο, που αναγνώρισε στις ΗΠΑ αποκλειστικά δικαιώματα για την κατασκευή μιας διωκεάνιας γέφυρας και προέβλεπε τη δημιουργία αμερικανικής ναυτικής βάσης στη Νικαράγουα.

Το σώμα των Αμερικανών πεζοναυτών αποσύρθηκε το 1933 αφήνοντας πίσω στη χώρα μια εθνοφρουρά με επικεφαλής τον Αναστάσιο Σομόσα, έναν στρατιωτικό που προερχόταν από οικογένεια μεγαλοϊδιοκτητών φυτειών καφέ και είχε εκπαιδευθεί στις ΗΠΑ. Το 1934 ο Σαντίνο, ο οποίος είχε δεχθεί να διαπραγματευθεί με την εθνική κυβέρνηση, θα έπεφτε θύμα δολοφονίας από την εθνοφρουρά. Δύο χρόνια αργότερα, το 1936, εγκαθιδρύθηκε η «δυναστεία» των Σομόσα, μια κληρονομική δικτατορία που υπό την κηδεμονία των ΗΠΑ, κράτησε τα ηνία της Νικαράγουας ώς το 1979.

Νικαράγουα, η νίκη των ανταρτών-2

Ενα δυναμικό αντάρτικο κίνημα στα χνάρια του Σαντίνο

Το 1962, όταν την εξουσία της Νικαράγουας ασκούσε ο Λουίς Σομόσα, γιος του ιδρυτή της δυναστείας, δημιουργήθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο των Σαντινίστας (FSLN). Ο αρχηγός και ψυχή του κινήματος, Κάρλος Φονσέκα, προσδιόρισε το ιδεολογικό στίγμα και την επαναστατική στρατηγική του Μετώπου. Η τελευταία αποτυπώθηκε στο κείμενό του «Programa Histórico» (Ιστορικό πρόγραμμα) του 1969 και προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την κατάσχεση της τεράστιας περιουσίας της οικογένειας Σομόσα, την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, του εξαγωγικού εμπορίου και των πλουτοπαραγωγικών πηγών, τη δημιουργία λαϊκών πολιτοφυλακών, την αναδιανομή της γης, την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, την απάλειψη της διαφθοράς και την κατάργηση των ρατσιστικών διακρίσεων ενάντια στους ιθαγενείς και τους μαύρους. Ο Φονσέκα αξιοποίησε την επαναστατική παράδοση της Νικαράγουας, ενσάρκωση της οποίας αποτελούσε ο Σαντίνο, ο οποίος, εκτός του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα του, πίστευε βαθιά στη λατινοαμερικανική ενότητα και στην ανάγκη ενσωμάτωσης των ιθαγενών πληθυσμών στους πολιτικούς αγώνες.

Η μετατροπή μερικών δεκάδων φοιτητών που είχαν ασπαστεί τις ριζοσπαστικές ιδέες στο δυναμικό κίνημα που ηγήθηκε της λαϊκής εξέγερσης του 1979, κράτησε περίπου δύο δεκαετίες και σημαδεύτηκε από πολλές ήττες, μεγάλα διαστήματα απομόνωσης και έναν μακρύ κατάλογο μαρτύρων. Σε αυτό το διάστημα το κίνημα χρειάστηκε να αγωνιστεί σε πολλά μέτωπα. Ο βασικός πόλεμος ήταν, βέβαια, ενάντια στο καθεστώς των Σομόσα, το οποίο στηριζόταν όχι μόνο στην καταστολή και την αμερικανική υποστήριξη, αλλά και στη συμμαχία του με τις ανώτερες τάξεις και στη λαϊκιστική ρητορική του, η οποία του εξασφάλιζε κάποιο λαϊκό έρεισμα. Επίσης οι Σαντινίστας χρειάστηκε να αγωνιστούν για την ηγεμονία στον χώρο της αντιπολίτευσης, όπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κυριαρχούσαν οι πιο μετριοπαθείς φωνές, που προέρχονταν από τα αστικά κόμματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, το φοιτητικό κίνημα και από κύκλους αξιωματικών του στρατού. Τέλος, το κίνημα ήρθε αντιμέτωπο με την εσωτερική διάσπαση: μία πτέρυγά του, η πιο μαρξιστική, αναζητούσε κυρίως τη συμμαχία με τα αστικά εργατικά στρώματα, μια άλλη υποστήριζε τον «παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο» με άξονα την ύπαιθρο, ενώ η τρίτη έδινε έμφαση στην εντατικοποίηση του ένοπλου αγώνα και την ταυτόχρονη δημιουργία συμμαχιών με όλες τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης.

Χαρακτηριστικό του κινήματος των Σαντινίστας ήταν ο πολυταξικός χαρακτήρας του, καθώς στα μέλη του συμπεριλαμβάνονταν φοιτητές, εργάτες, αγρότες και νέοι προερχόμενοι από τα μεσαία στρώματα, αλλά και από μεγαλοαστικές οικογένειες. Οπως και σε άλλα αντάρτικα κινήματα της Κεντρικής Αμερικής, η παρουσία των γυναικών μεταξύ των αγωνιστών του ήταν πολύ σημαντική. Μετά την αποτυχία μιας ένοπλης επιχείρησης το 1963, οι Σαντινίστας στράφηκαν στον νόμιμο πολιτικό αγώνα, για να περάσουν ξανά στην ένοπλη δράση το 1967. Ωστόσο, η παρουσία του κινήματος έγινε πιο αισθητή τη δεκαετία του 1970, όταν η κλιμάκωση της δράσης του ακολούθησε τη σταδιακή απαξίωση του καθεστώτος του Αναστάσιο Σομόσα (του νεότερου) εξαιτίας της διαφθοράς, της οικονομικής κρίσης, της άγριας καταστολής, αλλά και της αλλαγής της αμερικανικής στάσης κατά την προεδρία Κάρτερ, που έπαψε να υποστηρίζει το καθεστώς Σομόσα έπειτα και από διεθνείς πιέσεις.

Νικαράγουα, η νίκη των ανταρτών-3
Ο ηγέτης των Σαντινίστας Ντανιέλ Ορτέγκα παραμένει στην κεντρική πολιτική σκηνή της Νικαράγουας από το 1979 μέχρι σήμερα. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Η θριαμβευτική είσοδος στη Μανάγκουα και οι δυσκολίες στην άσκηση της εξουσίας

Το 1977 και το 1978 σημειώθηκαν στη Νικαράγουα μαζικές απεργίες και λαϊκές διαμαρτυρίες τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο, οι οποίες κορυφώθηκαν στις αρχές του 1979. Σε αυτές πρωταγωνιστούσαν τα λαϊκά στρώματα, τα οποία σταδιακά κέρδισαν την υποστήριξη της μεσαίας τάξης, της Καθολικής Εκκλησίας, ακόμα και ορισμένων μεγαλοαστών που πρόσκεινταν στη Συντηρητική παράταξη και είχαν δυσαρεστηθεί από το συγκεντρωτικό καθεστώς των Σομόσα και τον αποκλεισμό τους από το πολιτικό παιχνίδι.

Στα μάτια μεγάλου μέρους της νικαραγουανής κοινωνίας ο πολιτικός αγώνας νομιμοποίησε τους Σαντινίστας, οι οποίοι όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσαν να καθοδηγήσουν τις λαϊκές εξεγέρσεις προς μια συντονισμένη επανάσταση. Τα αστικά στρώματα πίστεψαν ότι η υποστήριξή τους προς το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο θα συνέβαλλε στην ανατροπή του δικτάτορα και θα άνοιγε τον δρόμο της επιστροφής τους στον πολιτικό στίβο. Τελικά ο Αναστάσιο Σομόσα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και στις 19 Ιουλίου τα ένοπλα σώματα των Σαντινίστας μπήκαν θριαμβευτικά στη Μανάγκουα.

Η πενταμελής κυβερνητική Επιτροπή Εθνικής Ανασυγκρότησης που ανέλαβε την εξουσία, συμπεριλάμβανε εκπροσώπους από όλες τις πολιτικές δυνάμεις που είχαν ανατρέψει τον Σομόσα, αλλά έφερε κυρίως τη σφραγίδα των Σαντινίστας: το πρόγραμμα της επιτροπής προέβλεπε δήμευση της περιουσίας των Σομόσα, αγροτική μεταρρύθμιση, προώθηση του λαϊκού αλφαβητισμού και της δημόσιας ιατρικής περίθαλψης καθώς και εθνικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας, στο πλαίσιο πάντως ενός συστήματος μεικτής οικονομίας. Κεντρική σημασία απέκτησε η δημιουργία ενός συστήματος αγροτικών συνεταιρισμών στη θέση των πρώην μεγάλων φυτειών καφέ. Γενικά, η ενίσχυση της παραγωγής καφέ υπήρξε προτεραιότητα της νέας επαναστατικής κυβέρνησης και συνοδεύτηκε από αυξημένο κρατικό έλεγχο σε θέματα παροχής δανείων, καθορισμού των τιμών και στρατολόγησης εργατικής δύναμης.

Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 η νικαραγουανή επανάσταση θα ερχόταν αντιμέτωπη με τις εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις της. Εκτός από την απομάκρυνση των αστικών δυνάμεων από τη νέα κυβερνητική συμμαχία ήδη από το 1981, σταδιακά η επαναστατική κυβέρνηση έχασε την υποστήριξη σημαντικού τμήματος των αγροτικών και ιθαγενών κοινοτήτων, όταν αυτές ήρθαν αντιμέτωπες με τον κρατικό αυταρχισμό, την αυθαιρεσία αλλά και την υποχρεωτική στράτευση. Κυρίως, όμως, ήρθαν αντιμέτωπες με έναν μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο με αντεπαναστατικές στρατιωτικές δυνάμεις –τις γνωστές ως «Κόντρας»– που οργανώθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από τις ΗΠΑ, οι οποίες δεν ήταν διατεθειμένες να επιτρέψουν τη δημιουργία μιας δεύτερης Κούβας στην άμεση ζώνη επιρροής τους.
 
* Η κ. Μαρία Δαμηλάκου είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή