Η χαοτική ανάδειξη του Ρίσι Σούνακ ως νέου πρωθυπουργού της Βρετανίας σηματοδοτεί το τέλος όχι του Brexit, αλλά του Brexitισμού, της ιδεολογίας των ψευδαισθήσεων για την ικανότητα της Βρετανίας να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο, που κορυφώθηκε με τη φάρσα της βραχύβιας κυβέρνησης της Λιζ Τρας καταρρίπτοντας κάθε παγκόσμιο ρεκόρ. Τα Trussonomics οδήγησαν στα άκρα τη λογική του Brexitισμού με τα γνωστά αποτελέσματα. Τα τελευταία οκτώ χρόνια υπό το Συντηρητικό Κόμμα η Βρετανία διολίσθησε από τον ρεαλιστικό ευρωσκεπτικισμό του Ντέιβιντ Κάμερον στο ήπιο Brexit που πρότεινε η Τερέζα Μέι, στη συνέχεια στο σκληρό Brexit του Μπόρις Τζόνσον και τέλος στο φαντασιακό Brexit της Τρας. Η επανάσταση του Brexit ακολούθησε το οικείο σχήμα των επαναστάσεων, μόνο που ενώ το παραδοσιακό σύνθημα «η επανάσταση τρώει τα παιδιά της» σήμαινε ριζοσπαστικοποίηση προς τα αριστερά (από τους Γιρονδίνους στους Ιακωβίνους κατά τη γαλλική επανάσταση και από τους Μενσεβίκους στους Μπολσεβίκους στη ρωσική), εδώ η ριζοσπαστικοποίηση έγινε προς τα δεξιά.
«Οραματιστήκαμε μια οικονομία με χαμηλούς φόρους και υψηλή ανάπτυξη που θα εκμεταλλευόταν τις ελευθερίες του Brexit», είπε η Τρας στην επιστολή παραίτησής της. Το όραμα αυτό ήταν μια ψευδαίσθηση: περικόπτοντας τους φόρους και πυρπολώντας τις ρυθμίσεις, δίνοντας κίνητρα στους πλούσιους κάπως ως διά μαγείας η Βρετανία υποτίθεται ότι θα επανερχόταν στον έξοχο δυναμισμό του 19ου αιώνα. Ο υπόλοιπος κόσμος θα έπρεπε να το πιστέψει, επειδή εμείς το πιστεύουμε. Ενα ταξίδι που ξεκίνησε με το σύνθημα «να ανακτήσουμε τον έλεγχο» τελείωσε με την εντυπωσιακότερη απώλεια ελέγχου.
Η πραγματικότητα έχει αρχίσει να προλαβαίνει τους οπαδούς του Brexit και η βρετανική κοινή γνώμη να εξοικειώνεται με την πραγματικότητα. Αν γίνονταν γενικές εκλογές αύριο και οι πολίτες ψήφιζαν όπως δηλώνουν αυτή τη στιγμή στις εταιρείες δημοσκοπήσεων, οι Τόρις θα εξαερώνονταν. Ακόμη ενδεικτικότερο είναι το γεγονός πως η εναπομείνασα υποστήριξη στο Brexit μεταξύ όσων ψήφισαν υπέρ του μοιάζει να έχει εξαφανιστεί. Σε πρόσφατη έρευνα του YouGov, μόνο το 34% όσων ρωτήθηκαν είπε ότι ήταν ορθή η έξοδος της χώρας από την Ε.Ε., ενώ το 54% είπε πως ήταν εσφαλμένη. Φυσικά δεν οφείλονται όλα τα οικονομικά προβλήματα της Βρετανίας στο Brexit. Πριν από το δημοψήφισμα του 2016, η χώρα είχε χρόνιο πρόβλημα παραγωγικότητας, υπερβολική εξάρτηση από τον χρηματοπιστωτικό τομέα και ένα τεράστιο έλλειμμα σε επαγγελματική κατάρτιση και δεξιότητες. Καθώς φθίνουν όμως οι συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού, αποκρυσταλλώνεται ο αντίκτυπος του Brexit. Σε πολλούς δείκτες, όπως στις επιχειρηματικές επενδύσεις και την εμπορική ανάκαμψη μετά την COVID, η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου έχει πολύ χειρότερες επιδόσεις σε σχέση με τις χώρες του G7. Ο αριθμός των μικρών επιχειρήσεων που διατηρούν σχέσεις με την ηπειρωτική Ευρώπη έχει μειωθεί κατά ένα τρίτο. Σε επίσημες προβλέψεις η χώρα αναμένεται να χάσει γύρω στο 4% του ΑΕΠ ως απόρροια του Brexit. Οι οίκοι Moody’s και S&P έχουν υποβαθμίσει τις προοπτικές της βρετανικής οικονομίας από τον χαρακτηρισμό «σταθερές» σε «αρνητικές». Ναι, είναι το Brexit, ηλίθιε.
Ο Σούνακ είναι κάθε άλλο παρά φιλοευρωπαίος. Ο κεντρικός άξονας στη ζωή του είναι Σίλικον Βάλεϊ – Λονδίνο – Μουμπάι και όχι Λονδίνο – Παρίσι – Βερολίνο. Το 2016 ήταν ένθερμος οπαδός του Brexit. Αν κάποτε μοιραζόταν κάποιες από τις ψευδαισθήσεις του Brexitισμού, σίγουρα τώρα τις έχει χάσει.
Πάνω απ’ όλα ρεαλιστής
Αν γίνονταν γενικές εκλογές αύριο και οι πολίτες ψήφιζαν όπως δηλώνουν αυτή τη στιγμή στις εταιρείες δημοσκοπήσεων, οι Τόρις θα εξαερώνονταν.
Οπως απέδειξε κατά την προεκλογική εκστρατεία και την αναμέτρησή του με την Τρας για την ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος αυτό το καλοκαίρι, είναι ρεαλιστής. Θέτει ως προτεραιότητα τη σταθερότητα των δημοσιονομικών στοιχείων και την αξιοπιστία στις αγορές, όπως έκανε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Και ο ρεαλισμός απαιτεί ότι σε εποχές ιδιαίτερων οικονομικών προκλήσεων είναι καλύτερο να χαμηλώνεις τα εμπόδια στις επιχειρηματικές σχέσεις με τη μεγαλύτερη ενιαία αγορά (την Ε.Ε.) και όχι να τα αυξάνεις περαιτέρω.
Επίκεινται δύο άμεσες δοκιμασίες. Η μία είναι γνωστή: το πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας. Δεν είναι μόνο ένα δύσκολο ζήτημα από μόνο του, αλλά το αδιέξοδο στο συγκεκριμένο ζήτημα υπονομεύει την πρόοδο σε άλλα μέτωπα, όπως, π.χ., την επανένταξη της Βρετανίας στο πρόγραμμα Horizon για την επιστημονική συνεργασία. Η δεύτερη δοκιμασία έχει γίνει λιγότερο αντιληπτή. Υπό την κυβέρνηση της Μέι θεσπίστηκε ένα νομοσχέδιο που θα μετέτρεπε σε παρανάλωμα όλες τις υπάρχουσες ρυθμίσεις με ευρωπαϊκή προέλευση έως το τέλος του 2023. Αν ο Σούνακ είναι σοβαρός και θέλει να συγκεντρωθεί στα σημαντικά για τη βρετανική οικονομία, θα πετάξει αυτό το τρελό νομοσχέδιο και θα ξαναρχίσει από την αρχή.
Οποτε κι αν γίνουν εκλογές, το εκλογικό σώμα «θα διώξει με τις κλωτσιές τους μπάσταρδους» και θα εκλέξει μια μετριοπαθή κεντροαριστερή κυβέρνηση. Ο ηγέτης των Εργατικών Κιρ Στάρμερ είναι ιδιαίτερα προσεκτικός έναντι της Ευρώπης υπό τον φόβο μήπως δεν ανακτήσει τους Αγγλους ψηφοφόρους που τάχθηκαν υπέρ του Τζόνσον για να υλοποιήσει αποτελεσματικά το Brexit. Ουδείς γνωρίζει τι θα γίνει αύριο. Μία ημέρα στη βρετανική πολιτική σκηνή είναι αυτήν τη στιγμή πολύς χρόνος. Αλλά η κατεύθυνση του ταξιδιού είναι σαφής. Η Βρετανία έχει επιτέλους ξεκινήσει το μακρύ, επώδυνο ταξίδι επιστροφής από τις ψευδαισθήσεις του Brexitισμού.
* Ο κ. Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.