Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών της Ρωσίας γιγαντώθηκε φέτος σημειώνοντας αύξηση, παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις κυρώσεις που επέβαλαν πολλές χώρες στη Μόσχα έπειτα από τη ρωσική εισβολή.
Πολλές χώρες δεσμεύτηκαν να διακόψουν τους οικονομικούς δεσμούς τους με τη Ρωσία και επέβαλαν οικονομικές κυρώσεις που είχαν σκοπό να ακρωτηριάσουν τη ρωσική οικονομία έπειτα από την εισβολή στην Ουκρανία. Ωστόσο, ως ένας από τους πιο σημαντικούς διεθνώς παραγωγούς πετρελαίου, φυσικού αερίου και πρώτων υλών, η Ρωσία είχε μακροχρόνιες και επικερδείς εμπορικές συνεργασίες που δεν είναι εύκολο να σπάσουν, όπως αναφέρουν σε ανάλυσή τους οι Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Το 2020 η Ρωσία εισήγαγε προϊόντα αξίας 220 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τον υπόλοιπο κόσμο, μεταξύ αυτών αυτοκίνητα και ανταλλακτικά αυτοκινήτων, φάρμακα και υπολογιστές, κυρίως από την Κίνα, τη Γερμανία, την Κορέα κ.ά.
Ο όγκος των εισαγωγών στη Ρωσία μειώθηκε λόγω των κυρώσεων. Ωστόσο, κάποιες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Τουρκίας, έχουν εμβαθύνει τις σχέσεις τους με τη Ρωσία από την έναρξη του πολέμου και έπειτα.
Το να αρχίσουν να ζουν χωρίς ρωσικές πρώτες ύλες ήταν για πολλές χώρες δύσκολο. Οι εξαγωγές της Ρωσίας πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους (σε ποσοστό που ξεπερνά τα 2/3) πετρέλαιο, φυσικό αέριο, μέταλλα και ορυκτά.
Ωστόσο, η αξία των ρωσικών εξαγωγών στην πραγματικότητα αυξήθηκε μετά την εισβολή στην Ουκρανία, ακόμη και προς χώρες που συμμετέχουν στις κυρώσεις κατά της Μόσχας.
Για την ανάλυσή τους, οι δημοσιογράφοι των New York Times άντλησαν στοιχεία από την online πλατφόρμα του «Παρατηρητηρίου Οικονομικής Πολυπλοκότητας» («Observatory of Economic Complexity»).
Η ικανότητα της Ρωσίας να συναλλάσσεται με τον υπόλοιπο κόσμο θα μπορούσε να περιοριστεί περαιτέρω τους επόμενους μήνες καθώς η Δύση θα επιβάλλει νέους περιορισμούς, όπως σημειώνεται στο σχετικό δημοσίευμα των NY Times.
Ωστόσο, μέχρι στιγμής, τα δεδομένα φανερώνουν πόσο βαθιά συνυφασμένη είναι η Ρωσία με την παγκόσμια οικονομία, γεγονός το οποίο επιτρέπει στη Μόσχα να εξασφαλίζει σημαντικά χρηματικά ποσά καθώς πια μπαίνει στον ένατο μήνα πολέμου.
Οι προσπάθειες των δυτικών χωρών να χρησιμοποιήσουν κυρώσεις και άλλα μέτρα για να ακρωτηριάσουν την οικονομία της Ρωσίας είχαν μέχρι στιγμής περιορισμένα αποτελέσματα, σύμφωνα με την σχετική ανάλυση των New York Times.
Το εμπορικό τοπίο αναδιαμορφώνεται
Ωστόσο, καθώς ο πόλεμος παρατείνεται, οι διεθνείς εμπορικές ροές και οδεύσεις αλλάζουν. Σε πολλές χώρες που βασίζονται στο σιτάρι και σε άλλα προϊόντα που καλλιεργούνται εκτός των συνόρων τους, παρατηρούνται πια ελλείψεις τροφίμων. Παράλληλα, οι τιμές των καυσίμων έχουν αυξηθεί, ενώ οι μακροχρόνιοι οικονομικοί δεσμοί της Ρωσίας με την Ευρώπη σταδιακά διαλύονται και νέες συμμαχίες δημιουργούνται.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν επιβάλει σκληρές οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία, θέτοντας περιορισμούς σε πλούσιους Ρώσους επιχειρηματίες και σε Ρώσους κυβερνητικούς αξιωματούχους και αποκόπτοντας σε μεγάλο βαθμό τη χώρα από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Έχουν επίσης δεσμευτεί να σταματήσουν να στέλνουν στη Ρωσία προϊόντα και υλικά/εξαρτήματα προηγμένης τεχνολογίας και έχουν απαγορεύσει στις ρωσικές αεροπορικές εταιρείες να πετούν στη Δύση.
Το γεγονός ότι πολυεθνικές εταιρείες αποφάσισαν να σταματήσουν τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία είχε επίσης σημαντικό αντίκτυπο. Πλοία που μετέφεραν κοντέινερ γεμάτα με ξένα εμπορεύματα δεν φτάνουν πλέον στο λιμάνι της Αγίας Πετρούπολης, ενώ ο πληθωρισμός και η οικονομική αβεβαιότητα κάνουν τους Ρώσους καταναλωτές να περιορίσουν την αγορά των προϊόντων που βρίσκονται ακόμα στα ράφια των καταστημάτων.
Ωστόσο οι κυρώσεις στη ρωσική ενέργεια καθυστέρησαν να τεθούν σε ισχύ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη διακόψει τις αγορές ρωσικού πετρελαίου. Το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει κάνει το ίδιο ως το τέλος του έτους. Αλλά καμία χώρα από αυτές τις δύο χώρες δεν ήταν μεγάλος αγοραστής ρωσικού πετρελαίου πριν από την εισβολή.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη ρωσική ενέργεια, καθυστέρησε να δράσει. Η Ευρώπη σταμάτησε να εισάγει ρωσικό άνθρακα τον Αύγουστο. Θα απαγορεύσει όλες τις εισαγωγές πετρελαίου που έρχονται δια θαλάσσης από τη Ρωσία τον Δεκέμβριο και όλες τις εισαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων τον Φεβρουάριο. Η Ρωσία, με τη σειρά της, έχει απαγορεύσει ορισμένες από τις δικές της εξαγωγές γεωργικών και ιατρικών προϊόντων κ.ά.
Κέρδη και προβλέψεις συρρίκνωσης
Το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι οι με διαφορά πιο σημαντικές εξαγωγές της Ρωσίας και μια σημαντική πηγή κρατικής χρηματοδότησης. Η υψηλή τιμή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου τον τελευταίο χρόνο διόγκωσε την αξία των ρωσικών εξαγωγών, γεγονός που βοήθησε τη Μόσχα να αντισταθμίσει τα λόγω των κυρώσεων χαμένα έσοδα. Η κρατική Gazprom σημείωσε κέρδη ρεκόρ το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, παρόλο που οι αποστολές προς την Ευρώπη άρχισαν να μειώνονται.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει κατ’ επανάληψη φέτος αναθεωρήσει τις προβλέψεις του για τη ρωσική οικονομία, λέγοντας ότι θα συρρικνωθεί μεν αλλά λιγότερο από ό,τι αναμένετο. Το ΔΝΤ ανάφερε, συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο ότι αναμένει η ρωσική οικονομία να συρρικνωθεί φέτος κατά 3,4%. Τον περασμένο Ιούλιο ωστόσο η αντίστοιχη πρόβλεψη έκανε λόγο για 6% και τον περασμένο Απρίλιο για 8,5%.
Ινδία και Κίνα
Οι απαγορεύσεις που θα επιβάλουν οι Ευρωπαίοι τους επόμενους μήνες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικές απώλειες για τη Ρωσία. Ωστόσο, το πετρέλαιο που φεύγει από τη Ρωσία με πλοία πιθανότατα θα βρει το δρόμο του προς άλλες νέες αγορές. Από την εισβολή στην Ουκρανία και έπειτα, η Ινδία και η Κίνα έχουν αρχίσει να αγοράζουν μεγαλύτερες ποσότητες ρωσικού αργού.
Από την άλλη πλευρά, οι χώρες που πουλούσαν πετρέλαιο στην Ινδία και την Κίνα, χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, το Ιράκ ή η Αγκόλα, θα μπορούσαν τώρα με τη σειρά τους να αρχίσουν να πουλούν περισσότερο πετρέλαιο στην Ευρώπη.
Αυτό που παραμένει προς το παρόν ασαφές είναι το πόσα χρήματα θα λάβει τελικώς η Ρωσία από τις πωλήσεις πετρελαίου μέσα σε αυτό το νέο τοπίο των αναδιαμορφωμένων ενεργειακών «συμφωνιών».
Καθώς η ζήτηση για τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες έχει αλλού μειωθεί, η Μόσχα αναγκάζεται τώρα να πουλάει το πετρέλαιο της στην Ινδία και την Κίνα σε χαμηλότερες τιμές. Οι δυτικές χώρες προσπαθούν παράλληλα να εισαγάγουν και ένα πλαφόν – ανώτατο όριο τιμών (price cap) που θα περιορίσει ακόμη περισσότερο τα έσοδα της Μόσχας από κάθε βαρέλι πετρελαίου που πωλείται.
Μέχρι στιγμής, οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας έχουν αντισταθμίσει για τη Μόσχα τις απώλειες από τις προαναφερθείσες επιπτώσεις. Οι τιμές των Brent και Urals έχουν υποχωρήσει τους τελευταίους μήνες. Αλλά επειδή οι τιμές της ενέργειας ήταν αυξημένες για μεγάλο μέρος του τρέχοντος έτους, η Ρωσία έλαβε στην πραγματικότητα περισσότερα χρήματα από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (International Energy Agency).
Θολές προοπτικές
Μακροπρόθεσμα, οι προοπτικές για το ρωσικό φυσικό αέριο δείχνουν περισσότερο θολές. Σε αντίθεση με το ρωσικό πετρέλαιο που εξάγεται με δεξαμενόπλοια, μεγάλο μέρος του ρωσικού φυσικού αερίου φεύγει από τη χώρα μέσω αγωγών που όμως χρειάζονται χρόνια για να κατασκευαστούν καθιστώντας έτσι δύσκολη τη στροφή της Μόσχας σε νέες αγορές.
Η Γερμανία είχε ως τον Ιούλιο μειώσει κατά 50% την ποσότητα φυσικού αερίου που εισήγαγε από τη Ρωσία, εισάγοντας αντιθέτως μεγαλύτερες ποσότητες από τη Νορβηγία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εν συνεχεία, τον Σεπτέμβριο, οι κύριοι αγωγοί (Nord Stream) που μεταφέρουν φυσικό αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία υπέστησαν φθορές λόγω εκρήξεων.
Η Ρωσία προσπαθεί τώρα να βρει άλλους αγοραστές για το φυσικό της αέριο. Οι εξαγωγές της προς την Κίνα έχουν μεν αυξηθεί αλλά υπάρχει μόνο ένας αγωγός προς την Κίνα που μπορεί να μεταφέρει μόνο ένα κλάσμα του όγκου των ρωσικών αγωγών προς την Ευρώπη. Για τη μεταφορά φυσικού αερίου με πλοία από την άλλη πλευρά, η Ρωσία θα χρειαστεί να κατασκευάσει νέες εγκαταστάσεις υγροποίησης φυσικού αερίου, με την εν λόγω διαδικασία ωστόσο να χαρακτηρίζεται δαπανηρή και χρονοβόρα.
Κατά τα λοιπά, η Ρωσία συνεχίζει να είναι ένας από τους μεγαλύτερους διεθνώς εξαγωγείς μιας ευρείας γκάμας εμπορευμάτων: σιτηρών, λιπασμάτων, πυρηνικών αντιδραστήρων, αμιάντου κ.ά. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες θέλουν από τη Ρωσία παλλάδιο και ρόδιο για την κατασκευή καταλυτών. Τα γαλλικά πυρηνικά εργοστάσια θέλουν ρωσικό ουράνιο και το Βέλγιο εξακολουθεί να διαδραματίζει κομβικό ρόλο στο εμπόριο ρωσικών διαμαντιών, όπως αναφέρουν στην ανάλυσή τους οι Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Ο Αλεξάντερ Γκαμπούεφ του Carnegie Endowment for International Peace αναμένει ότι ο όγκος των ρωσικών εξαγωγών θα μειωθεί σημαντικά μακροπρόθεσμα, καθώς η Ευρώπη στρέφεται σταδιακά σε νέες πηγές ενέργειας και νέες κυρώσεις τίθενται σε ισχύ.
Οι εξελίξεις στο μέτωπο του εμπορίου και της οικονομίας επηρεάζονται ωστόσο και από τις εξελίξεις στα πεδία των μαχών εντός της Ουκρανίας. Η Ρωσία αποσύρθηκε, για παράδειγμα, από τη συμφωνία για τις εξαγωγές σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας έπειτα από πλήγματα που δέχθηκαν οι δυνάμεις της επί του πεδίου.
Από την άλλη πλευρά, εάν η Ρωσία προχωρούσε σε χρήση πυρηνικών όπλων στην Ουκρανία, αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να επιφέρει ακόμη περισσότερες και ακόμη μεγαλύτερες παγκόσμιες κυρώσεις σε βάρος της, κυρώσεις που θα μπορούσαν να αποκόψουν τη Ρωσία και από το εμπόριο με την Ασία, προειδοποιεί ο Αλεξάντερ Γκαμπούεφ.
Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα της ρωσικής οικονομίας και των ρωσικών εμπορικών συναλλαγών μάλλον θα είναι διαφορετική το 2023.
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr