Iστορική επίσημη επίσκεψη στη Μόσχα

Iστορική επίσημη επίσκεψη στη Μόσχα

Ο Κ. Καραμανλής είναι ο πρώτος Ελληνας πρωθυπουργός που πήγε στην ΕΣΣΔ, επιστεγάζοντας την ανατολική πολιτική της χώρας

7' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας κατά τον Ψυχρό Πόλεμο καθορίστηκε από τις γεωπολιτικές και ιδεολογικές προτεραιότητες που έθετε η πρόσδεση της χώρας στον δυτικό κόσμο μετά τη νικηφόρα, για τις φιλοδυτικές δυνάμεις, έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου τον Αύγουστο του 1949. Μέχρι την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία το 1981, ο διεθνής προσανατολισμός των ελληνικών κυβερνήσεων υπήρξε απαρέγκλιτα φιλοδυτικός, με διακυμάνσεις αναφορικά με τις επιμέρους, συγκυριακές, τακτικές. Τρεις ήταν οι θεμελιώδεις παράγοντες που μπορούν να ερμηνεύσουν τις γενικές κατευθύνσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά τη μεταπολεμική εποχή. Ο πρώτος αφορούσε την ιδεολογία, με την ευρεία έννοια, καθώς στην Ελλάδα επικράτησε ένα οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό σύστημα καθώς και ένας τρόπος ζωής που εμφορείτο από τις αρχές της ελεύθερης αγοράς, με ενίοτε ευρείες κρατικές παρεμβάσεις, και του κοινοβουλευτισμού. Ο δεύτερος παράγοντας σχετιζόταν με τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες που έθετε ο Ψυχρός Πόλεμος στο διεθνές και, κυρίως, στο περιφερειακό επίπεδο των Βαλκανίων και της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου. Ο τρίτος παράγοντας αφορούσε την ιστορική παρακαταθήκη των σχέσεων της Ελλάδας με τους γείτονές της, που λάμβανε ιδιαίτερη βαρύτητα ως προς τις σχέσεις με τη Βουλγαρία και την Τουρκία. Στο περίπλοκο διεθνές τοπίο που αναδύθηκε την επαύριον της λήξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι τρεις αυτοί παράγοντες, η γεωπολιτική, η ιδεολογία και η ιστορία, δεν ήταν αυτόνομοι αλλά, ανάλογα με τις συγκυρίες, αλληλεπιδρούσαν, εγείροντας σειρά προκλήσεων για τους ιθύνοντες της ελληνικής διπλωματίας.

Το ψυχροπολεμικό πλαίσιο μέχρι το 1974

Πέρα από τις προαναφερθείσες παραμέτρους, ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος καθόρισε τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Σοβιετική Ενωση, καθώς ο ελληνικός κομμουνισμός επηρεαζόταν άμεσα από τις εσωτερικές εξελίξεις που λάμβαναν χώρα στον κομμουνιστικό κόσμο αλλά και από την ευρύτερη διεθνή πολιτική της Μόσχας. Η πραγματικότητα αυτή διαρρήγνυε σε σημαντικό βαθμό την παραδοσιακή διάκριση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, που για αιώνες είχε χαρακτηρίσει το ευρωπαϊκό αλλά και το παγκόσμιο διακρατικό σύστημα και αποτελεί θεμελιώδη προοπτική για την πληρέστερη κατανόηση των ελληνοσοβιετικών σχέσεων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο.

Μέχρι το 1974 οι σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΣΣΔ κινήθηκαν μεταξύ των ορίων της ρητής και ξεκάθαρης εχθρότητας, μέχρι τις συγκρατημένες, και συνήθως ανεπιτυχείς, προσπάθειες για συνεργασία. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, υπό την ισχυρή επίδραση του αμερικανικού παράγοντα, υπήρξε διαχρονικά εχθρικό και καχύποπτο ως προς τη σοβιετική πολιτική έναντι της Ελλάδας. Καίριο ρόλο αναφορικά με την πρόσληψη του σοβιετικού αντιπάλου, πέρα από τις διαφορές στο επίπεδο του κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος, έπαιξε και η αντίληψη για τον «από Βορρά κίνδυνο», που ήγειρε, κατά την ελληνική αντίληψη, η επιθετικότητα της Βουλγαρίας, με την οποία η Ελλάδα από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα βρισκόταν σε σχέση εχθρότητας. Από την άλλη πλευρά, όπως αναγνώριζε σε επιστολή του ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ προς τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, με αφορμή την επίσκεψη στην Αθήνα του Σοβιετικού υπουργού Εξωτερικών Ντμίτρι Σεπίλοφ το καλοκαίρι του 1956, η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει «το γεγονός ότι ευρισκόμεθα πλησίον ενός πραγματικού κολοσσού, το μέγεθος και η πολιτική και η υλική ανάπτυξις του οποίου έφθασαν εις εν σημείον, εις το οποίον ουδέποτε είχε φθάσει προηγουμένως…».

Iστορική επίσημη επίσκεψη στη Μόσχα-1
2.10.1979. Την αναβάθμιση των σχέσεων της Ελλάδας και της Σοβιετικής Ενωσης προβάλλει η «Κ».

Η πολιτική της ύφεσης στο «πνεύμα» του Ελσίνκι

Παρά τη σημαντική βελτίωση στις σχέσεις με τη Βουλγαρία, πολιτική που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις της Ενωσης Κέντρου στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αλλά και την αύξηση του εμπορίου, που είχαν εκκινήσει οι κυβερνήσεις Καραμανλή από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι πολιτικές σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΣΣΔ παρέμεναν στάσιμες. Σε αυτό συνέβαλε και η αρνητική στάση της ΕΣΣΔ ως προς την ελληνική πολιτική στο Κυπριακό και η σταδιακή προσέγγισή της με την Τουρκία ως προς το ζήτημα αυτό από τα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Τα μέσα της δεκαετίας του 1970 αποτέλεσαν καμπή ως προς τις σχέσεις των δύο κρατών. Η πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 και η κορύφωση της διεθνούς ύφεσης την ίδια περίοδο έθεσαν το πλαίσιο των ραγδαίων εξελίξεων που ακολούθησαν. Η τουρκική εισβολή σηματοδότησε την αντικατάσταση του «από Βορρά κινδύνου» από την «εξ Ανατολών απειλή» και είχε ως συνέπεια την αναζήτηση «αντιβάρων» έναντι της Τουρκίας και την υιοθέτηση μιας πολυμερούς εξωτερικής πολιτικής, που σχετίστηκε και με την απογοήτευση για τη στάση των δυτικών συμμάχων, ιδίως των ΗΠΑ, ως προς την τουρκική εισβολή. Ο κύριος παράγοντας, όμως, ήταν η κορύφωση της διεθνούς ύφεσης στις σχέσεις μεταξύ του κομμουνιστικού και του καπιταλιστικού κόσμου.

Σε αυτό το κλίμα, οι κυβερνήσεις Καραμανλή εκκίνησαν ένα «άνοιγμα» προς τα κομμουνιστικά κράτη των Βαλκανίων με επισκέψεις του πρωθυπουργού το 1975 στη Ρουμανία, στη Γιουγκοσλαβία και στη Βουλγαρία (πρώτη επίσημη επίσκεψη Ελληνα πρωθυπουργού στη Σόφια). Πιο σημαντική, τουλάχιστον σε συμβολικό επίπεδο, ήταν η πρωτοβουλία του Καραμανλή για τη σύμπηξη πολυμερούς βαλκανικής συνεργασίας με την υποβολή επίσημης πρότασης, στις 20 Αυγούστου 1975, στους ηγέτες της Αλβανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας για τη σύγκληση διάσκεψης στην Αθήνα. Η πρώτη Διαβαλκανική Διάσκεψη, χωρίς τη συμμετοχή της Αλβανίας που απέρριψε την πρόταση του Καραμανλή, πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1976 και απέφερε καρπούς μόνο στο επίπεδο της λεγόμενης «χαμηλής» πολιτικής, δηλαδή στα οικονομικά και τεχνοκρατικά ζητήματα. Το ουσιαστικό ήταν ότι οι καινοφανείς διπλωματικές διεργασίες που λάμβαναν χώρα στα Βαλκάνια στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ευθυγραμμίζονταν απόλυτα με το «πνεύμα» του Ελσίνκι.

Iστορική επίσημη επίσκεψη στη Μόσχα-2
Ο Κων. Καραμανλής με τον γ.γ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ Λεονίντ Μπρέζνιεφ. 

Iστορική επίσημη επίσκεψη στη Μόσχα-3
Καραμανλής και Κοσίγκιν υπογράφουν μία από τις μακροπρόθεσμες συμφωνίες που συνομολογήθηκαν για το εμπόριο, τη ναυτιλία, την επιστημονική και τεχνολογική συνεργασία. Φωτ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Στο τραπέζι ελληνοτουρκικά, Κυπριακό και ενέργεια

Η πιο σημαντική εξέλιξη της περιόδου ήταν το «άνοιγμα» της Ελλάδας προς την ΕΣΣΔ, που κορυφώθηκε με την επίσκεψη του Καραμανλή στη Μόσχα από την 1η έως την 5η Οκτωβρίου του 1979. Το καλοκαίρι του 1976 ο υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Μπίτσιος υπαινίχθηκε στον Σοβιετικό πρέσβη στην Αθήνα ότι η Ελλάδα ήταν πρόθυμη να εκκινήσει συζητήσεις με τη Μόσχα αρχικά σε «χαμηλό» επίπεδο, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο επαφών. Στις 25-26 Οκτωβρίου 1976 πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις μεταξύ Ελλήνων και Σοβιετικών εμπειρογνωμόνων στην Αθήνα. Το κοινό ανακοινωθέν υπογράμμιζε την επιθυμία των δύο πλευρών για συνεργασία στο οικονομικό, επιστημονικό και τεχνολογικό επίπεδο, καθώς και τη σύναψη εμπορικών και μορφωτικών συμφωνιών. Το αποφασιστικό βήμα πραγματοποιήθηκε με την επίσκεψη του Ελληνα υπουργού Εξωτερικών Γεωργίου Ράλλη στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο του 1978. Η επίσκεψη του Ράλλη ήταν η πρώτη Ελληνα υπουργού Εξωτερικών από την επίσημη ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων των δύο κρατών το 1924.

Καθώς το έδαφος είχε προετοιμαστεί για συζητήσεις στο υψηλότατο επίπεδο, η Ελλάδα έπρεπε να διαχειριστεί τον ενδεχόμενο προβληματισμό της Δύσης. Ο Καραμανλής διαβεβαίωνε δημόσια, αλλά και στις προσωπικές του επαφές με ηγέτες του δυτικού κόσμου, ότι η επικείμενη επίσκεψή του στη Μόσχα δεν σηματοδοτούσε αναθεώρηση του εξωτερικού προσανατολισμού της Ελλάδας και εντασσόταν απόλυτα στο «πνεύμα» του Ελσίνκι. Αλλωστε, όπως τόνιζε ο Ελληνας πρωθυπουργός, ανάλογη πολιτική προς την ΕΣΣΔ και τον κομμουνιστικό κόσμο είχαν ακολουθήσει πολλά δυτικά κράτη πριν από την Ελλάδα. Ο Καραμανλής θα επισκεπτόταν το Κρεμλίνο ως ηγέτης ενός δυτικού κράτους. Κατά την επίσκεψή του στη Μόσχα, πρώτη επίσκεψη Ελληνα πρωθυπουργού στην ΕΣΣΔ, ο Καραμανλής, με τη συνοδεία του υπουργού Εξωτερικών Γεωργίου Ράλλη, συνομίλησε με τον γενικό γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, Λεονίντ Μπρέζνιεφ, τον πρόεδρο του υπουργικού συμβουλίου Αλεξέι Κοσίγκιν και τον υπουργό Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο. Οι συζητήσεις κινήθηκαν σε όλα τα επίπεδα των διμερών σχέσεων, αλλά και της διεθνούς πολιτικής: Μεσανατολικό, κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο, σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων, ελληνοτουρκικές σχέσεις και Κυπριακό. Αξίζει να τονιστεί ότι, στη σκιά της δεύτερης ενεργειακής κρίσης του 1979, το ζήτημα στο οποίο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση ο Καραμανλής ήταν η ενέργεια, κυρίως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, αλλά ακόμη και η πυρηνική. Ο Καραμανλής ζήτησε από τον Κοσίγκιν τη δέσμευση της ΕΣΣΔ για την κάλυψη του 20% των ενεργειακών αναγκών της Ελλάδας σε πετρέλαιο για τα επόμενα τρία έτη. Σε αυτό το πλαίσιο, υπήρχε η ανάγκη επέκτασης και εκσυγχρονισμού του αγωγού που συνέδεε τη Βουλγαρία με την Ελλάδα.

Στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε στις 4 Οκτωβρίου αναφερόταν η συνομολόγηση αριθμού μακροπρόθεσμων συμφωνιών για το εμπόριο, τη ναυτιλία, την επιστημονική και τεχνολογική συνεργασία, καθώς και η έναρξη διαπραγματεύσεων για την εισαγωγή από την ΕΣΣΔ ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου και πετρελαίου. Ειδική μνεία γινόταν στην πρόθεση των δύο κυβερνήσεων να προχωρήσουν στην κατασκευή εργοστασίου αλουμίνας στην Ελλάδα. Ως προς το διεθνές επίπεδο, τα δύο κράτη υπογράμμισαν την ανάγκη ταχείας λύσης του Κυπριακού με βάση τον σεβασμό της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας και του αδεσμεύτου της Δημοκρατίας της Κύπρου, την προσήλωσή τους στην ειρήνη και στις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για τον έλεγχο των εξοπλισμών, καθώς και την πρόθεσή τους να συνεχίσουν ώστε να επιτευχθούν λύσεις σχετικά με τη σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, εξέλιξη που αφορούσε ευθέως την κατάσταση στο Αιγαίο. Τέλος, ο Κοσίγκιν έκανε δεκτή την πρόσκληση του Καραμανλή να επισκεφθεί την Αθήνα.

Το «άνοιγμα» των κυβερνήσεων Καραμανλή στον κομμουνιστικό κόσμο υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, αφού οι κύριες κατευθύνσεις και στοχεύσεις του θα ακολουθούνταν με αντίστοιχους τρόπους από τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι και τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου.
 
* Ο κ. Λυκούργος Κουρκουβέλας είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Διαχείρισης Λιμένων και Ναυτιλίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή