Η τελευταία συναστρία –για πολλούς η μοναδική– της αγγλοσαξονικής συντήρησης ένθεν κι ένθεν του Ατλαντικού ήταν τη δεκαετία του ’80· τότε που οι Τόρις της Βρετανίας και οι Ρεπουμπλικανοί των ΗΠΑ ήταν υπό την καθοδήγηση της Θάτσερ και του Ρίγκαν.
Έκτοτε, η Δεξιά του Κέντρου στις μεγάλες αγγλόφωνες χώρες συνέχισε τον δικό της δρόμο. Εξάλλου, οι ρίζες των τριών κομμάτων δεν είναι ίδιες, πόσο μάλλον το ιστορικό και κοινωνικό τους συγκείμενο διαχρονικά.
Κι όμως, κάτι μοιάζει να τους ενώνει τον τελευταίο καιρό: τα δεξιότερα άκρα τους που παίρνουν πλέον ρόλο καθοριστικού παράγοντα. Στις ΗΠΑ, οι 14 αποτυχημένες ψηφοφορίες για την ανάδειξη του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων κατέδειξαν τον ρόλο που θα διαδραματίσουν οι ακραίοι των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο – οι τραμπικότεροι του Τραμπ στην ουσία τους, ακόμα και χωρίς τον ίδιο, το περίφημο House Freedom Caucus. Εν πολλοίς, τα μέλη της ομάδας εναντιώνονται στην «πολιτική ελίτ» πάση θυσία – την ονομάζουν, μάλιστα, «βάλτο». Και ταυτόχρονα θεωρούν κάθε ρεπουμπλικανική απόχρωση που δεν συμφωνεί μαζί τους «φιλελεύθερη» ή και «σοσιαλιστική». Είναι οι ίδιοι που θεωρούν ότι στις τελευταίες προεδρικές εκλογές έγινε νοθεία, ενώ κατακεραυνώνουν την πολιτική κατά της COVID-19, βάζοντας στο στόχαστρο κυρίως τον Άντονι Φάουτσι, τον επικεφαλής λοιμωξιολόγο των ΗΠΑ.
Στη Βρετανία, έπειτα από τρεις πρωθυπουργούς εντός ολίγων μηνών, μία νέα ομάδα εντός των Τόρις γεννήθηκε και μεγαλώνει για να «ανακαταλάβει» τη βρετανική συντήρηση: ο Conservative Democratic Organization. Κατά βάσιν, είναι μία ομάδα που θέλει να ξαναπάρουν τα μέλη των Τόρις την εξουσία στα χέρια τους, μετά την «ενθρόνιση», όπως λένε, του Ρίσι Σούνακ, που εξελέγη από τους βουλευτές και όχι από τη βάση του κόμματος. Όπως λένε Συντηρητικοί ψηφοφόροι στην Telegraph, «μας τη δίνει που οι άντρες με τα γκρι κοστούμια έχουν συγκεντρώσει τόση δύναμη», ενώ άλλοι συμπληρώνουν: «Είναι πολύ σαφές ότι στο κόμμα έχουν διεισδύσει οι Remainers και όσοι έχουν πιο αριστερές απόψεις, που με απλά λόγια δεν είναι αληθινοί συντηρητικοί». Γι’ αυτούς, η ντόπια βερσιόν της ελίτ ονομάζεται «φούσκα του Ουέστμινστερ». Ταυτόχρονα, οι περισσότεροι από αυτούς θέλουν, εξ όσων συνάγεται, τον Μπόρις Τζόνσον πίσω στην πρωθυπουργία.
Ρεπουμπλικανοί και Τόρις: Το MAGA και το Brexit
Από το 2016, με τον Τραμπ να γίνεται πρόεδρος των ΗΠΑ και το Brexit να κάνει άνω-κάτω τη Βρετανία, η αγγλοσαξονική Δεξιά-Κεντροδεξιά βρέθηκε σε έναν κυκλώνα, από τον οποίον δύσκολα θα συνέλθει. Ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος θέλησε να κάνει την Αμερική ξανά σπουδαία και, αργότερα, ο Τζόνσον να φέρει το Brexit εις επιτυχές πέρας.
Από το 2016, πάντως, όπως γράφουν οι Financial Times, τα δύο κόμματα αρνούνται τον ουσιαστικό χαρακτήρα τους. Απολαμβάνουν τον νέο τους ρόλο ως οπαδών της εργατικής τάξης: αφενός, με το προσωπείο της καλοσύνης και, αφετέρου, με τη μάτσο αρρενωπότητα. Αλλά δεν μπορούν να ακολουθήσουν αυτές τις αρχές ιδεολογικά. Δεν μπορούν να προσφέρουν το παντεσπάνι του λαϊκισμού. Και οι ψηφοφόροι δεν ζουν μόνο από τα θεάματα, από την κολακεία των μαζών· ζουν από την απτή πρόνοια προς αυτούς.
Όπως έγραψε ο Κλάιβ Κρουκ του Bloomberg, οι συντηρητικοί και στις δύο χώρες βρίσκουν δύσκολο να αναστρέψουν τις «επαναστάσεις» του 2016. Οι Ρεπουμπλικανοί, παρότι δημοσκοπικά αντιλαμβάνονται ότι ο Τραμπ –και ίσως ο τραμπισμός– καταβαραθρώνεται, δεν είναι βέβαιο ότι θα τον γλιτώσουν. Οι Τόρις της Βρετανίας, από την άλλη, γνωρίζουν ότι το Brexit απέτυχε και πρέπει να βρουν τρόπο να μετριάσουν τη ζημιά – αλλάζοντας πρωθυπουργούς σαν τα πουκάμισα.
Το πρόβλημα, λέει η ίδια ανάλυση, δεν είναι μόνο ότι είναι δύσκολο να αναγνωρίσεις τα λάθη σου. Όταν ένα πολιτικό κόμμα βλέπει ότι χρειάζεται μια νέα κατεύθυνση, η αλλαγή ηγεσίας είναι συχνά επαρκής. Συνήθως δεν χρειάζεται ρητή συγγνώμη. Και οι αλλαγές κατεύθυνσης δεν χρειάζεται να είναι πάντα δραματικές. Δεν χρειάζεται οι Ρεπουμπλικανοί να αποκηρύξουν την πλατφόρμα τους, για παράδειγμα, επειδή αυτή τη στιγμή δεν έχουν. Το εκλογικό σώμα κυρίως θέλει απλώς να ξεπεράσει τις εξαντλητικές προκλήσεις του Τραμπ, την άγνοια, τη ματαιοδοξία και την ακαταλληλότητα.
Οι Τόρις έχουν περιέλθει σε δυσμενέστερη θέση. Δυστυχώς, έχουν… πολιτικές και, εάν οι προοπτικές του Ηνωμένου Βασιλείου θέλουν να βελτιωθούν, αυτές πρέπει να αλλάξουν. Ωστόσο, το σφάλμα του Brexit δεν μπορεί να αναιρεθεί.
Τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Βρετανία, λέει ο Κλάιβ Κρουκ, οι συντηρητικοί φαίνονται περιδινούμενοι σε αυτή την καταστροφή. Και οι λόγοι είναι οι ίδιοι: και τα δύο κόμματα βρίσκονται ακόμα στο έλεος των εξτρεμιστών – αμφότερα, μάλιστα, έχουν ηγεσίες ανήμπορες να σταματήσουν τους έξαλλους τραμπικούς και τους τυφλούς οπαδούς του Brexit.
Τα μέλη του House Freedom Caucus μπορεί να μιλούν και να μοιάζουν με άλλους πολιτικούς, αλλά η πεποίθηση ότι έχουν απόλυτο δίκιο –με τη βοήθεια των δεξιών μέσων ενημέρωσης των ΗΠΑ– τους έχει κάνει να χάσουν τον έλεγχο, λέει ο Ουίλ Χάτον στον Guardian. Η κοινωνική πρόνοια υπονομεύει την ατομική ανεξαρτησία, όσο οξεία και αν είναι η ατομική ανάγκη. Οι φόροι είναι παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας. Η επιβολή της ισχύος είναι σωστή στις διαπροσωπικές όσο και στις διεθνείς υποθέσεις (εξ ου και είναι καχύποπτοι με τον Ζελένσκι και κλίνουν προς τον Πούτιν). Η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι σοσιαλιστική συνωμοσία. Η άμβλωση και ο γάμος ομοφυλοφίλων προσβάλλουν τη Βίβλο.
Ο πρωθυπουργός, Ρίσι Σουνάκ, από την άλλη, κατά την ίδια ανάλυση, υποφέρει όντας όμηρος της υπερ-ιδεολογικοποιημένης, υπέρμετρης Δεξιάς. Ο Χάτον θεωρεί ότι οι «Ταλιμπάν» της επιτροπής για το Brexit, που έχει να αντιμετωπίσει ο Σούνακ, θα «συναντήσουν», παρά τις αντιθέσεις τους, το House Freedom Caucus.
Ο «βάλτος» και η «φούσκα»
Από τη μια, ο «βάλτος», όπως ονομάζουν οι Αμερικανοί λαϊκιστές την πολιτική ελίτ, και, από την άλλη, «Η φούσκα του Ουέστμινστερ» κατά τη λαϊκιστική εκδοχή της Βρετανίας.
Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, όπως γράφει ο Άνταμ Μπούλτον στο SkyNews, έχουν εγκρίνει τις εκκαθαρίσεις όσων διαφωνούν σε ένα κόμμα τύπου «εκκλησία». Εξαντλούν την ενέργεια και τις κινήσεις τους στον αγώνα για έλεγχο εντός του δικού τους κόμματος. Εφόσον το κόμμα τους μπορεί να κερδίσει τις εκλογές, αγνοούν αυτούς που δεν το ψηφίζουν.
Είτε «βάλτος» είτε «φούσκα», η καχυποψία τους για την κυβέρνηση και τις υπηρεσίες της συνοδεύεται από απαιτήσεις για ένα μικρότερο κράτος, περικοπές κοινωνικής πρόνοιας, σκεπτικισμό σχετικά με τα μέτρα για την κλιματική αλλαγή, λιγότερη ρύθμιση των επιχειρήσεων και περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα.
Το σημείο στο οποίο επίσης συναντώνται οι λαϊκιστές ΗΠΑ και Βρετανίας, σύμφωνα με τον Τζανάν Γκανές των Financial Times, είναι ότι, έξι-επτά χρόνια από τότε που ξέσπασε ο λαϊκισμός στις δύο χώρες, είναι σαφές ότι ούτε οι Τόρις ούτε οι Ρεπουμπλικανοί θα μπορέσουν ποτέ να γίνουν… σωστοί λαϊκιστές. Μπορεί να βασιστούν στο σκληρό πολιτιστικό αβαντάζ της ιταλικής Δεξιάς· μπορεί να ανατρέψουν τους συνταγματικούς κανόνες με το βλέμμα στην Πολωνία ή την Ουγγαρία· αυτό όμως που δεν μπορούν να κάνουν, τουλάχιστον για πολύ, είναι να οικοδομήσουν ένα πατερναλιστικό κράτος και να το θέσουν στην υπηρεσία του μέσου εργαζομένου.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Μπούλτον, πάντως, η ουσιαστική διαφορά είναι ότι μια σημαντική μειοψηφία Ρεπουμπλικανών εκπροσώπων πιστεύει ότι ο καλύτερος τρόπος για να επιτύχουν τους στόχους τους είναι να διαταράξουν και να ανατρέψουν το σύστημα, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των Συντηρητικών βουλευτών εξακολουθεί να θέλει να εργαστεί εντός αυτού του πλαισίου.
Θα επιβιώσει ο Συντηρητισμός το 2023;
Σε μία εποχή, κατά την οποία, σύμφωνα με έρευνες και στατιστικές, παύει να ισχύει το ρητό –που αποδίδεται σε διάφορες προσωπικότητες, αλλά κυρίως στον Τσόρτσιλ– «αν δεν είσαι φιλελεύθερος στα 25, δεν έχεις καρδιά. Αν δεν είσαι συντηρητικός στα 35, δεν έχεις μυαλό», η αγγλοσαξονική Δεξιά-Κεντροδεξιά έχει πολύ δύσκολο έργο μπροστά της.
Σύμφωνα με ανάλυση των Financial Times, τα μέλη της «σιωπηλής γενιάς» της Βρετανίας, που γεννήθηκαν μεταξύ 1928 και 1945, ήταν πέντε ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο συντηρητικά από τον εθνικό μέσο όρο στην ηλικία των 35 ετών, αλλά περίπου πέντε μονάδες πιο συντηρητικά μέχρι την ηλικία των 70. Η γενιά των «baby boomers» χάραξε την ίδια διαδρομή και η «Gen X», άτομα γεννημένα μεταξύ 1965 και 1980, ακολουθεί το ίδιο μοτίβο. Ωστόσο, οι Millennials –γεννημένοι μεταξύ 1981 και 1996– ξεκίνησαν στην ίδια τροχιά, αλλά μετά κάτι άλλαξε.
Η αλλαγή έχει εντυπωσιακές επιπτώσεις για τους Συντηρητικούς του Ηνωμένου Βασιλείου και τους Ρεπουμπλικάνους των ΗΠΑ, οι οποίοι δεν μπορούν πλέον να βασίζονται απλώς στην αναπλήρωση της βάσης τους καθώς περνούν τα χρόνια.
Βέβαια, ο Τζον Όξλι του Walrus, θεωρεί ότι οι νέοι κλίνουν, απ’ ό,τι φαίνεται, περισσότερο από ποτέ στη Δεξιά, οικονομικώς τουλάχιστον. Πολύ περισσότεροι θέλουν ένα κομμάτι ευημερίας παρά να την απαρνηθούν με άλλους τρόπους. Είναι θυμωμένοι με τους στάσιμους μισθούς και τις αυξανόμενες τιμές, αλλά έχουν αγκαλιάσει τα παράπλευρα εισοδήματα, τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα. Υπό αυτή την έννοια, λέει ο Όξλι, είναι συντηρητικοί, ακόμα κι αν δεν το γνωρίζουν.
Εντούτοις, Αμερικανοί και Βρετανοί Συντηρητικοί, απ’ ό,τι φαίνεται, επιμένουν να κολυμπούν σε θολά νερά και σε αυτά προσκαλούν και τους ψηφοφόρους του. Δεν θα τους αρκέσει, δηλαδή, η στρατηγική της νίκης με κάθε κόστος, ούτε τα δραματικά συνθήματα, οι φωνές και επιδρομές. Η Θάτσερ και ο Ρίγκαν, όσο κι αν διαφωνεί κανείς με τις πολιτικές τους, είχαν συγκεκριμένο όραμα· δεν πετούσαν την μπάλα στην κερκίδα της ανωτερότητας, στους κακοφορμισμένους -ισμούς του κυριότερου -ισμού, του λαϊκισμού.
Ουσιαστικά, τόσο η αμερικανική όσο και η βρετανική Δεξιά-Κεντροδεξιά αναχαιτίζονται από τις διαφορετικές επαναλήψεις του ίδιου προβλήματος: οι Τόρις και οι Ρεπουμπλικανοί στερούνται ιδεών, δεν έχουν όραμα, αλλά είναι έμπειροι στην προεκλογική εκστρατεία. Αυτό τους έχει κάνει επιρρεπείς σε δημαγωγούς όπως ο Τραμπ και ο Τζόνσον· και επιρρεπείς στην αγνόηση της ανάδυσης νέων κοινωνικών ομάδων εντός των χωρών τους, που δύσκολα θα στραφούν προς αυτούς.
Σύμφωνα με ψύχραιμους αναλυτές, η αγγλοσαξονική Δεξιά-Κεντροδεξιά οφείλει να βρει ένα σαφές ιδεολογικό στίγμα, να αποβάλει τους θορυβώδεις Τραμπ και Τζόνσον όπου Γης και να βρει απαντήσεις για όσα ταλανίζουν τον σύγχρονο πολίτη με σύγχρονα εργαλεία και –πολύ περισσότερο– με λόγο και μέσα που ανήκουν στον 21ο αιώνα – τουλάχιστον σε αυτόν που θεωρεί τη δημοκρατία και την πολιτική ελευθερία δεδομένα και απαραβίαστα τοτέμ.