Αρθρο του Γ. Μπαλαμπανίδη στην «Κ»: Το ξεθωριασμένο γκλίτερ του μπερλουσκονισμού

Αρθρο του Γ. Μπαλαμπανίδη στην «Κ»: Το ξεθωριασμένο γκλίτερ του μπερλουσκονισμού

Στην ταινία «Loro», ο Πάολο Σορεντίνο φιλοτεχνεί ένα πορτρέτο του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μυθοπλαστικό, αν και με πολύ πραγματικά υλικά του μπερλουσκονικού βασιλείου: κιτς και υπερβολή, διαπλοκή και αμοραλισμός, ξέφρενα πάρτι σε βίλες στη Σαρδηνία με νεαρές γυναίκες και ηλικιωμένους άνδρες με δέρμα στο χρώμα του σολάριουμ

4' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην ταινία «Loro», ο Πάολο Σορεντίνο φιλοτεχνεί ένα πορτρέτο του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μυθοπλαστικό, αν και με πολύ πραγματικά υλικά του μπερλουσκονικού βασιλείου: κιτς και υπερβολή, διαπλοκή και αμοραλισμός, ξέφρενα πάρτι σε βίλες στη Σαρδηνία με νεαρές γυναίκες και ηλικιωμένους άνδρες με δέρμα στο χρώμα του σολάριουμ. Σε μια σκηνή, ο Τόνι Σερβίλο, που υποδύεται αριστοτεχνικά τον άλλοτε παντοδύναμο πρωθυπουργό της Ιταλίας, αναρωτιέται μονολογώντας: «Τι περίμενες; Να είσαι ο πλουσιότερος άνθρωπος της χώρας, να είσαι πρωθυπουργός και να σε λατρεύουν οι πάντες;» για να δώσει αμέσως ο ίδιος την απάντηση: «Ναι, αυτό ακριβώς περίμενα».

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι υπήρξε μια τραγική όσο και γκροτέσκα φιγούρα που αναζητούσε απεγνωσμένα το ιερό δισκοπότηρο της αιώνιας νεότητας και εξουσίας. Αν τον τοποθετήσουμε στη μεγάλη διάρκεια της σύγχρονης ιταλικής και ευρωπαϊκής Ιστορίας, θα δούμε μια άλλη όψη του ανθρώπου που εγκαινίασε μια εποχή, ένα καινούργιο στυλ πολιτικής, για να χαθεί μαζί της δίνοντας τη θέση της σε κάτι ακόμη πιο δυσοίωνο.

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο Ψυχρός Πόλεμος τελειώνει, η ΕΣΣΔ καταρρέει, η Ιταλία σπαράσσεται από σειρά σκανδάλων διαφθοράς (Tangentopoli). Τέσσερα κόμματα οδηγούνται σε εξαφάνιση ή ανυποληψία, μεταξύ αυτών και η κραταιά Χριστιανοδημοκρατία, που κυβέρνησε τη χώρα καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Μέσα από τα συντρίμμια αναδύεται μια μεσσιανική μορφή με μιντιακό λούστρο. Είναι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ηγέτης του Forza Italia (ένα «ελαφρύ» προσωποκεντρικό κόμμα), ιδιοκτήτης πολλών ΜΜΕ, αλλά και της Μίλαν, εκπρόσωπος του νέου big money, που ήρθε με αντισυστημικές διαθέσεις να σαρώσει το «παλιό».

Πατώντας στη μυθολογία του αυτοδημιούργητου μπίζνεσμαν (ο όρος berlusconismo καθιερώθηκε ως συνώνυμο της επιχειρηματικής αισιοδοξίας), υπόσχεται να διοικήσει την Ιταλία σαν μια μεγάλη επιχείρηση, υιοθετεί φλογερή ρητορική ενάντια στα «παρηκμασμένα» κόμματα και την πολιτική εν γένει ως κάτι περιττό, επιτίθεται σε κάθε θεσμικό αντίβαρο, εγκαλώντας τους δικαστές ως κομμουνιστές – ένα μοτίβο πολιτικής προάγγελος του Ντόναλντ Τραμπ.

Το Forza Italia γίνεται έτσι ο νέος εκφραστής της ιταλικής Δεξιάς. Και ενώ η Χριστιανοδημοκρατία, αν και ταυτισμένη με τη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις, τη Μαφία, διατηρούσε κάτι από την παράδοση ενός καθολικού συντηρητισμού που νοιάζεται για την κοινωνική συνοχή, ο Μπερλουσκόνι φέρνει στο προσκήνιο το κυνικό μήνυμα του ύστερου καπιταλισμού. Ενα ευρωπαϊκό παράγωγο των ρεϊγκανικών trickle-down economics: αφήστε τον πλούτο ελεύθερο να επεκταθεί και θα διαχυθεί ένα κομμάτι του σε όλους. Η ίδια η ζωή του είναι μια υπόσχεση πως ο καθένας μπορεί να ελπίζει ότι θα έχει το μερίδιό του σε έναν ηδονιστικό, απενοχοποιημένο νεοπλουτισμό χωρίς όρια. Ταυτόχρονα, εξαρχής, η εθνικιστική και αντιμεταναστευτική δεσπόζουσα είναι παρούσα. Ο Μπερλουσκόνι ηγείται ενός κεντροδεξιού συνασπισμού που συσπειρώνει την Alleanza Nazionale του Τζιανφράνκο Φίνι, μια μετριοπαθή μετεξέλιξη του νεοφασιστικού MSI, αλλά και τη Lega Nord του Ουμπέρτο Μπόσι, το κόμμα που διεκδικεί την ανεξαρτησία της Παδανίας για να μην πληρώνει ο πλούσιος Βορράς τους φτωχούς του Νότου και τους μετανάστες.

Προτού ακόμη αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, είχε γίνει αυτό που ίσως φοβόταν περισσότερο: ντεμοντέ.

Ο Μπερλουσκόνι μεσουράνησε μέχρι το 2011. Καθώς όμως η εποχή της αισιοδοξίας έδωσε τη θέση της στις αλλεπάλληλες κρίσεις, όπου οι σταθερές του μεταψυχροπολεμικού κόσμου διασαλεύτηκαν και η υπόσχεση του διάχυτου πλουτισμού μέσα σε ένα περιβάλλον απελευθερωμένων αγορών διαψεύστηκε, ο ίδιος άρχισε να γίνεται ένα ξεπερασμένο πολιτικό προϊόν. Η εκσυγχρονισμένη Ακροδεξιά πρόσφερε πια περισσότερο πειστικές απαντήσεις στις δυσφορίες των outsiders, των ριγμένων της «χαρούμενης παγκοσμιοποίησης».

Οταν η οικονομικά υπερφιλελεύθερη και ατομιστική μεταβιομηχανική πραγματικότητα άρχισε να γίνεται απειλητική, η Ακροδεξιά και η σημερινή Alt-Right έριξε στην αγορά ένα νέο πολιτικό αγαθό: την προστασία. Αφενός, αναδίπλωση στο εθνικό, οικονομικός προστατευτισμός, αναστύλωση του νόμου και της τάξης· αφετέρου, προστασία μιας ταυτότητας που νιώθει να απειλείται από τον «φιλελευθερισμό των προνομιούχων», τον δικαιωματισμό, τους μετανάστες και τους Αλλους.

Ο παρηγορητικός μύθος της ασφάλειας στο εθνικό πλαίσιο αποδείχθηκε ισχυρότερος από τη φρενήρη ατομικότητα του «επιχειρηματία». Οσο κι αν ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι υιοθετούσε ένα όλο και πιο ευρωσκεπτικιστικό προφίλ τη δεκαετία του 2010, κυκλοφορούσε πλέον στην πολιτική αγορά ένα προϊόν που ενσωμάτωνε την μπερλουσκονική υπόσχεση για εξατομικευμένη ευτυχία σε ένα ευρύτερο πλαίσιο προστασίας από τα δεινά του έξω κόσμου. Η ιστορία του μπερλουσκονισμού είναι επίσης η ιστορία της αποτυχίας μιας δεξιάς στρατηγικής, που θεώρησε ότι μπορεί να αναχαιτίσει την ακροδεξιά αντεπίθεση, υιοθετώντας την ατζέντα της. Κάπως έτσι, στο κύκνειο άσμα του, στις ιταλικές εκλογές του 2022, ο Σίλβιο απόμεινε ένας ελάσσονας εταίρος του αναδυόμενου αστέρα της Τζόρτζια Μελόνι και των νεοφασιστικών Αδελφών της Ιταλίας, που σήμερα κυβερνούν την πιο ωραία χώρα του κόσμου.

Από μια άποψη, η Ιταλία δεν διαφέρει πολύ από την περίπτωση της Γερμανίας, όπου σήμερα το ακροδεξιό AfD καταγράφει ιστορικά υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά, ή της Ισπανίας, όπου το Λαϊκό Κόμμα δεν αποκλείει πια το ενδεχόμενο συνεργασίας με το μεταφρανκικό Vox. Ο Μπερλουσκόνι, ωστόσο, προτού ακόμη αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, είχε γίνει αυτό που ίσως φοβόταν περισσότερο: ντεμοντέ. Ο απενοχοποιημένος μεγιστάνας, με τις βαθιές τσέπες και το απύλωτο στόμα, που πρόσφερε ανενδοίαστα στον φτωχότερο Ιταλό την απατηλή υπόσχεση μιας λαμπερής ζωής, δεν ήταν πια μοντέλο ζωής. Δεν ανταποκρινόταν σε μια εποχή χαμηλότερων προσδοκιών, στο αίτημα για προστασία από πραγματικές ή φαντασιακές απειλές, με ενοχές ενδεχομένως, οι οποίες ωστόσο μπορεί και να καταπνίγονται μπροστά στα πολύνεκρα ναυάγια της Μεσογείου πλοίων φορτωμένων με τον «επικίνδυνο Αλλο».

Υπό αυτήν την έννοια, θα μπορούσε κανείς ακόμη και να αναπολεί το μείγμα ρηχότητας και κυνισμού που ενσάρκωσε ο Καβαλιέρε στα 1990-2000 – αν και τίποτα σ’ αυτό δεν είναι για να το νοσταλγείς. Οπως συνηθίζει να αφηγείται ένας φίλος, όσο κι αν το επιδίωξε σε διάφορες καλοκαιρινές διακοπές ή ταξίδια, ποτέ δεν βρήκε έναν Ιταλό που να παραδέχθηκε ότι ψήφισε πράγματι τον κάποτε πανίσχυρο παλιάτσο. Ετσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου.

O κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας, συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή