ΗΠΑ: Η μακρά ιστορία έως την απόφαση για τις θετικές διακρίσεις στα πανεπιστήμια

ΗΠΑ: Η μακρά ιστορία έως την απόφαση για τις θετικές διακρίσεις στα πανεπιστήμια

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ είναι το επιστέγασμα μιας σειράς μακροχρόνιων δικαστικών μαχών σχετικά με τις θετικές διακρίσεις στην αμερικανική ζωή. Σε ορισμένες από τις πρόσφατες μάχες ήταν πρωταγωνιστής ένας παλαίμαχος συντηρητικός ακτιβιστής

14' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αναμένουμε ότι, σε 25 χρόνια από τώρα, η χρήση φυλετικών προτιμήσεων δεν θα είναι πλέον απαραίτητη για την προώθηση του ζητήματος που εγκρίθηκε σήμερα». Αυτό έγραφε το 2003 η δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Σάντρα Ντέι Ο’Κόνορ. Το Σώμα είχε μόλις εκδικάσει την υπόθεση Grutter v. Bollinger, όπου το επίδικο συνίστατο στην άδικη χρήση της εφαρμογής των θετικών διακρίσεων, εν προκειμένω στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Οι ανώτατοι δικαστές, με πλειοψηφία 5-4, είχαν κρίνει ότι οι θετικές διακρίσεις του ιδρύματος δεν βλάπτουν τα δικαιώματα όσων ανήκουν σε μη μειονοτικές ομάδες.

Ηταν ένα ιστορικό ορόσημο, καθώς ήταν η πρώτη φορά που το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάνθηκε για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Εχουν περάσει 20 από τα 25 χρόνια της προβλεφθείσας από την ανώτατη δικαστή «βιωσιμότητας» των θετικών διακρίσεων και, όπως σχολιάζει ο Τζελάνι Κομπ στον New Yorker, «το τρένο φαίνεται να έφτασε νωρίς στον σταθμό. Η απόφαση σηματοδοτεί μια νέα “αναχώρηση” και οδεύουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση από την πρόοδο».

Οταν, δε, τον Ιούνιο του 2021 το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ζητήσει από την κυβέρνηση Μπάιντεν την εισήγησή της για την υπόθεση Students for Fair Admissions v. Harvard University, πολλοί, μεταξύ αυτών και ο Νίκολας Λίμαν διά του New Yorker, είχαν ελπίσει ότι θα έπαιζε κάποιον ρόλο στη χθεσινή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που αφορούσε και την υπόθεση Students for Fair Admissions (SFFA) v. University of North Carolina, αμφότερες για αδικίες εις βάρος λευκών και Ασιατών υποψηφίων έναντι μαύρων, ισπανόφωνων και αυτόχθονων Αμερικανών.

Οταν τον Ιούνιο του 2021 το Ανώτατο Δικαστήριο είχε ζητήσει από την κυβέρνηση Μπάιντεν την εισήγησή της για την υπόθεση Students for Fair Admissions v. Harvard University, πολλοί είχαν ελπίσει ότι θα έπαιζε κάποιον ρόλο στη χθεσινή απόφαση.

Το Χάρβαρντ, υπενθυμίζεται, κατηγορήθηκε επιπλέον από τους ενάγοντες ότι βαθμολόγησε τους Ασιάτες Αμερικανούς αιτούντες χαμηλότερα σε βαθμολογίες προσωπικότητας και συμπάθειας από άλλους υποψηφίους. Ειδικά, για το εν λόγω ίδρυμα, ο Νίκολας Λίμαν είχε γράψει ότι «οι μακροχρόνιες διαμάχες για τις θετικές διακρίσεις περιλαμβάνουν μια σύγκρουση μεταξύ δύο αντίθετων αρχών, που αναμφισβήτητα επινοήθηκαν στο Χάρβαρντ: της αξιοκρατίας και της διαφορετικότητας».

Οπως είχε σημειώει ο ίδιος στον New Yorker, «θα ήταν η πρώτη θετική υπόθεση του Δικαστηρίου που αφορά ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο, αν και το Χάρβαρντ, όπως όλα τα μεγάλα ερευνητικά πανεπιστήμια, λαμβάνει μεγάλη κρατική χρηματοδότηση», αν και δεν είχε υψηλές προσδοκίες από τον δικαστή Σάμουελ Αλίτο. «Γιατί να έχει έχει αλλάξει γνώμη από το 2016;» είχε αναρωτηθεί ο Λίμαν.

Και είχε πέσει μέσα. Πλέον η φυλή δεν θα παίζει κανέναν ρόλο για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια. Οπως έχει γράψει η «Κ», το σώμα έκρινε ότι είναι παράνομα τα προγράμματα που αντιμετωπίζουν ευνοϊκά φοιτητές με βάση τη φυλή τους, περικόπτοντας έτσι τη σχετική πολιτική, η οποία επί μακρόν αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα.

Πίσω από αυτή τη μάχη, όμως, υπήρχε ένας παλαιόθεν συντηρητικός ακτιβιστής κατά των θετικών διακρίσεων οπουδήποτε. Ηταν εκείνος που δημιούργησε την ομάδα των εναγόντων κατά των δύο πανεπιστημίων και κατόρθωσε να σημειώσει μια μεγάλη νίκη έπειτα από αγώνες χρόνων…

Εντουαρντ Μπλουμ: Ενας ανυποχώρητος ακτιβιστής

ΗΠΑ: Η μακρά ιστορία έως την απόφαση για τις θετικές διακρίσεις στα πανεπιστήμια-1
Ο Εντουαρντ Μπλουμ, ιδρυτής της Students for Fair Admissions, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (©AP Photo/Jose Luis Magana)

Ηταν η στιγμή που περίμενε μια ολόκληρη ζωή. Οι δύο υποθέσεις της Students for Fair Admissions (SFFA) κατά των δύο ιδρυμάτων θα ολοκλήρωναν έναν αγώνα ζωής: του συντηρητικού νομικού ακτιβιστή Εντουαρντ Μπουμ, ο οποίος, 71 ετών σήμερα, έχει επενδύσει τον χρόνο του στη νομική κατάρριψη των θετικών διακρίσεων. Και φαίνεται ότι τα έχει καταφέρει.

Ο Εντουαρντ Μπλουμ, πρώην χρηματιστής, και η μη κερδοσκοπική οργάνωση που φέρει το όνομά του ανέλαβαν όλη τη νομική υποστήριξη της SFFA εναντίον των δύο ιδρυμάτων. Ο παλαίμαχος ακτιβιστής, εξάλλου, θα έκανε για άλλη μία φορά ό,τι περνούσε από το χέρι του για να ακυρώσει οποιαδήποτε πρόβλεψη στην αμερικανική νομολογία θα ανέφερε τη φυλή, είτε επρόκειτο για τα εκπαιδευτικά είτε για τα εργασιακά και άλλα οικονομικά δικαιώματα. Οπως γράφει η Boston Globe, ο Εντουαρντ Μπλουμ «έχει φιλοδοξίες πέρα από τον ακαδημαϊκό χώρο, με δικαστικές διαμάχες για να τερματίσει τις πρωτοβουλίες που βασίζονται στη φυλή σε άλλες πτυχές της αμερικανικής ζωής».

Το ίδιο δημοσίευμα αναφέρει ότι ο Εντουαρντ Μπλουμ, «ένας αυτοαποκαλούμενος “ερασιτέχνης δικαστής”, έχει περάσει δύο δεκαετίες δημιουργώντας νομικές ομάδες και αναζητώντας ομοϊδεάτες ενάγοντες που πιστεύουν επίσης ότι οι φυλετικές προτιμήσεις παραβιάζουν τη ρήτρα προστασίας της ισότητας της 14ης Τροπολογίας. Στην πορεία, βρήκε πλούσιους συντηρητικούς υποστηρικτές για να χρηματοδοτήσουν πολλές από τις προσπάθειές του, όπως το Searle Freedom Trust, το Ιδρυμα Sarah Scaife και το DonorsTrust.

Αυτοαποκαλούμενος «ερασιτέχνης δικαστής» έχει περάσει δύο δεκαετίες δημιουργώντας νομικές ομάδες και αναζητώντας ομοϊδεάτες ενάγοντες.

Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έχει αποδυθεί σε νομικούς αγώνες εναντίον πολιτειών της Αμερικής εξαιτίας της κατάρτισης εκλογικών καταλόγων με βάση τη φυλή, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο νοθεύει το εκλογικό σύστημα και τα αποτελέσματα κρίνονται αμφιλεγόμενα. Είχε απλώσει τα δικομανή πλοκάμια του σε Τέξας, όπου είχε πάρει την πρώτη νίκη, και μετά στη Νέα Υόρκη, στη Βιρτζίνια, στη Νότια Καρολίνα, στη Λουιζιάνα και στη Φλόριντα.

Σύμφωνα με το Reuters, ο ακτιβιστικός αυτός αγώνας του Μπλουμ «προήλθε εν μέρει από την ανατροφή του σε ένα φιλελεύθερο εβραϊκό σπίτι τη δεκαετία του 1960, όταν οι φυλετικές και εθνοτικές διακρίσεις ήταν κεντρικά θέματα της δημόσιας συζήτησης και της κουβέντας γύρω από το τραπέζι».

Η μεγάλη έμπνευση, πάντως, για την είσοδο στον… ακαδημαϊκό χώρο εμφανίστηκε το 2003 με την υπόθεση της Μπάρμπαρα Γκράτερ εναντίον του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, που αποτελεί δίκη-ορόσημο για τις θετικές διακρίσεις στη δημόσια αμερικανική τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως εξετάζουμε παρακάτω.

Ηθελε να κάνει ακριβώς το ίδιο και με το αγαπημένο του Πανεπιστήμιο του Τέξας, αναλαμβάνοντας την υπόθεση εκ μέρους της ενάγουσας Αμπιγκέιλ Φίσερ, στη δεύτερη κρίσιμη δίκη επί του ζητήματος, το 2016. Δυστυχώς για τον ίδιο, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, όπως θα δούμε, δεν του έκανε τη χάρη.

ΗΠΑ: Η μακρά ιστορία έως την απόφαση για τις θετικές διακρίσεις στα πανεπιστήμια-2
Αμπιγκεϊλ Φίσερ και Εντουαρντ Μπλουμ σε συνέντευξη Τύπου στις 24 Ιουνίου 2013. (©AP Photo/Charles Dharapak)

Ηταν, όμως, διατεθειμένος να συνεχίσει τον αγώνα του, αξιοποιώντας τη γνωστή στρατηγική που είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν με τους εκλογικούς καταλόγους: ο ίδιος και οι συνεργάτες του άρχισαν να διαδίδουν ότι αναζητούν παρόμοιες υποθέσεις για το Χάρβαρντ, το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας – Chapel Hill και το Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν Μάντισον. Εκ του αποτελέσματος, κατάφερε δύο στα τρία.

Εκμεταλλεύτηκε ορισμένους φόβους της ασιατικής-αμερικανικής κοινότητας.

Το 2014, ο Εντουαρντ Μπλουμ προχώρησε ο ίδιος, όπως λέει η Boston Globe, στη σύσταση της οργάνωσης Students for Fair Admissions, που συγκέντρωσε όσους Ασιάτες Αμερικανούς δήλωναν αδίκως «κομμένοι» από τα δύο πανεπιστήμια λόγω ποσόστωσης ή υπερβολικών θετικών διακρίσεων, με ακαδημαϊκούς να σχολιάζουν ότι «εκμεταλλεύτηκε ορισμένους φόβους της ασιατικής-αμερικανικής κοινότητας» ότι δεν καταφέρνουν πλέον εύκολα να εισέρχονται σε υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακά ιδρύματα.

Εννέα χρόνια μετά, ο Εντουαρντ Μπλουμ μπορεί να επιχαίρει εαυτόν και αλλήλους για τούτη τη μεγάλη νίκη. Μια νίκη που ίσως αποτελεί επιστέγασμα της συντηρητικής στροφής του Ανωτάτου Δικαστηρίου. 

Σίγουρα, όμως, η χθεσινή απόφαση του Σώματος έχει από πίσω της μακρά ιστορία νομικών αγώνων, που ξεκίνησαν ακριβώς μόλις ψηφίστηκε η πρώτη νομοθετική πράξη που ήθελε να καταργήσει τις διακρίσεις.

Μια μακρά ιστορία

Προ του περίφημου προεδρικού διατάγματος του Τζον Κένεντι το 1961, το Ανώτατο Δικαστήριο, εισακούοντας τα αιτήματα του κινήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποφασίζει το 1954 ομοφώνως ότι τα δημόσια σχολεία από τούδε και στο εξής θα είναι διαφυλετικά και όσα λειτουργούν με τέτοιους διαχωρισμούς κρίνονται αντισυνταγματικά.

Στις 6 Μαρτίου του 1961, ο πρόεδρος Κένεντι εκδίδει το προεδρικό διάταγμα 10925, που αφορούσε την ισότητα –ανεξαρτήτως φυλής, καταγωγής, πίστης, χρώματος– στις προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και τη συμπεριφορά των εργοδοτών απέναντί τους στον εργασιακό χώρο.

Η ιδεολογική διαμάχη συντηρητικών-προοδευτικών στις ΗΠΑ μαινόταν κατά καιρούς ανεξέλεγκτη, ιδίως τη δεκαετία του ’70, όπου είχαν αρχίσει να αυξάνονται οι φωνές που εξέφραζαν επικριτικό λόγο στις θετικές διακρίσεις.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 24 Σεπτεμβρίου του 1965, ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον αντικαθιστά το διάταγμα Κένεντι με ένα δικής του εμπνεύσεως: το προεδρικό διάταγμα 11246, που τροποποιήθηκε με το προεδρικό διάταγμα 11375 στις 13 Οκτωβρίου του 1967. Αμφότερα εμβάθυναν τις θετικές διακρίσεις στους χώρους εργασίας επεκτείνοντάς τες και στο φύλο.

Εως το 2003, οπότε και οι θετικές διακρίσεις εφαρμόστηκαν στα δημόσια πανεπιστήμια και συμπαρέσυραν και πλείστα όσα ιδιωτικά, το Ανώτατο αλλά και τα πολιτειακά Δικαστήρια είχαν βρεθεί πλειστάκις ενώπιον υποθέσεων που σχετίζονταν με τις θετικές διακρίσεις εις βάρος ατόμων που δεν ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες. Και, σε κάθε περίπτωση, η ιδεολογική διαμάχη συντηρητικών-προοδευτικών στις ΗΠΑ μαινόταν κατά καιρούς ανεξέλεγκτη, ιδίως τη δεκαετία του ’70, όπου είχαν αρχίσει να αυξάνονται οι φωνές που εξέφραζαν επικριτικό λόγο στις θετικές διακρίσεις (που έχουν, η αλήθεια είναι, ένα οξύμωρο εκφραστικό σχήμα).

ΗΠΑ: Η μακρά ιστορία έως την απόφαση για τις θετικές διακρίσεις στα πανεπιστήμια-3
Ο πρόεδρος Τζον Κένεντι και ο τότε αντιπρόεδρος Λίντον Τζόνσον, τον Αύγουστο του 1962. (©AP Photo/Byron Rollins)

Το 1971, υποψήφιος φοιτητής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, ονόματι Μάρκο ΝτεΦούνις Τζούνιορ, κατέθεσε μήνυση εναντίον του ιδρύματος για την επιλογή υποψηφίου, όπως είπε, με λιγότερα προσόντα επειδή ανήκε σε μειονοτική ομάδα. Εναν χρόνο αργότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας της Ουάσιγκτον αποφάνθηκε υπέρ του πανεπιστημίου, αναιρώντας απόφαση τοπικών δικαστηρίων που είχαν επιτρέψει στον φοιτητή να εγγραφεί. Οταν η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το 1974, ο φοιτητής ήταν πλέον τελειόφοιτος και το Σώμα έκρινε την υπόθεση αμφισβητούμενη, βάζοντάς την στο αρχείο.

Αυτό, όπως περιγράφει σε σχόλιό του στους New York Times ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Τζερόμ Καράμπελ, άνοιξε την όρεξη έτερου υποψηφίου φοιτητή, του Αλαν Μπάκι, που κατέθεσε μήνυση, δύο μήνες μετά, εναντίον του ιδρύματος. Δύο χρόνια αργότερα, το 1976, το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνια αποφάνθηκε υπέρ του ενάγοντος. Σε προφορική διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το 1977, η απόφαση του Σώματος ήταν… διπλή: και θα εγγραφεί ο Αλαν Μπάκι (βάσει της Πράξης των Ατομικών Δικαιωμάτων του 1964 που προβλέπει ότι «η φυλή δεν μπορεί να είναι η βάση για τον αποκλεισμό οποιουδήποτε από τη συμμετοχή σε ένα ομοσπονδιακά χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα»), αλλά και το Πανεπιστήμιο θα έχει τη δυνατότητα να θέτει ως ένα από τα κριτήρια επιλογής τη φυλή, κάτι που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, αλλά και διότι «η διαφορετικότητα προσθέτει ένα βασικό συστατικό στην εκπαιδευτική διαδικασία», όπως είχε γράψει τότε ο ανώτατος δικαστής Λιούις Πάουελ.

Στο μεταξύ, από το 1994, έξι πολιτείες έχουν καταργήσει με δημοψηφίσματα τις θετικές διακρίσεις στα όρια δικαιοδοσίας τους: η Καλιφόρνια, η Ουάσιγκτον, το Μίσιγκαν, η Αριζόνα και η Οκλαχόμα.

Οι δύο μεγάλες υποθέσεις του 21ου αιώνα

Η περιγραφή της απόφασης του 1977 από τον ανώτατο δικαστή Λιούις Πάουελ ήταν ένα από τα επιχειρήματα του Εφετείου των ΗΠΑ που δικαίωνε τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν εναντίον του οποίου είχε προσφύγει η Μπάρμπαρα Γκράτερ, ενώ πρωτόδικα, τοπικό δικαστήριο δεν είχε βρει πειστική την απάντηση του ιδρύματος ότι επιδεικνύει τεράστιο ενδιαφέρον στη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη στην ακαδημαϊκή ζωή, βασισμένο στην Πράξη των Ατομικών Δικαιωμάτων του 1964, που, έτσι κι αλλιώς, αποτελούσε το κύριο επιχείρημα σε κάθε τέτοια περίπτωση διάκρισης κατά λευκού ενάγοντα.

ΗΠΑ: Η μακρά ιστορία έως την απόφαση για τις θετικές διακρίσεις στα πανεπιστήμια-4
Η Μπάρμπαρα Γκράτερ στο σπίτι της, στο Πλίμουθ του Μίσιγκαν, στις 20 Μαρτίου του 2003. (©AP Photo/Carlos Osorio, File)

Το 2003, το Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο τότε συμμετείχε και η θρυλική δικαστής Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ που πέθανε το 2020, έκρινε, με ψήφους 5-4 και υπό την πλειοψηφική ηγεσία της Σάντρα Ντέι Ο’Κόνορ (που είχε την ελπίδα να λύσει η ζωή το πρόβλημα εντός 25ετίας), ότι –παρότι πολύ αυστηρά ερμηνευμένη– η εφαρμογή των θετικών διακρίσεων από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν προωθεί την εστίαση του ιδρύματος στην απόκτηση εκπαιδευτικού οφέλους που απορρέει από ένα συμπεριληπτικό φοιτητικό σώμα, υποστηρίζοντας ότι «η σχολή διενεργεί εξαιρετικά εξατομικευμένο έλεγχο κάθε αιτούντος, καμία αποδοχή ή απόρριψη δεν βασίζεται αυτόματα σε μια μεταβλητή όπως η φυλή και ότι αυτή η διαδικασία διασφαλίζει ότι όλοι οι παράγοντες που μπορούν να συμβάλουν στη διαφορετικότητα λαμβάνονται ουσιαστικά υπόψη παράλληλα με τη φυλή», δίχως αυτό να έρχεται σε αντίθεση με την αμερικανική νομολογία.

Το 2003 η Μπάρμπαρα Γκράτερ κινήθηκε εναντίον του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Το 2016 Η Αμπιγκεϊλ Φίσερ κατέθεσε μήνυση κατά του Πανεπιστημίου του Τέξας.

Το 2016 ήταν η σειρά του Πανεπιστημίου του Τέξας να βρεθεί υπόλογο για την εφαρμογή των θετικών διακρίσεων. Η Αμπιγκεϊλ Φίσερ δεν κατάφερε να εγγραφεί στο ίδρυμα, διότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για το Top Ten Percent Plan του Τέξας, το οποίο εγγυάται την είσοδο στο πρώτο 10% κάθε τάξης αποφοίτησης γυμνασίου εντός της πολιτείας, ενώ για τις υπόλοιπες θέσεις το πανεπιστήμιο λάμβανε υπόψη του άλλους παράγοντες, όπως διαβάζουμε στο Oyez. Τοπικό δικαστήριο και Εφετείο των ΗΠΑ συντάχθηκαν με το Πανεπιστήμιο του Τέξας, όταν, όμως, η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο εκείνο την ανέπεμψε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καθώς «υπέπεσε σε λάθος επειδή δεν εφάρμοσε το αυστηρό πρότυπο ελέγχου στις πολιτικές εισαγωγής του πανεπιστημίου». Στην επανεξέταση, το Εφετείο επέμεινε στην απόφασή του.

ΗΠΑ: Η μακρά ιστορία έως την απόφαση για τις θετικές διακρίσεις στα πανεπιστήμια-5
Η Αμπιγκεϊλ Φίσερ σε συνέντευξη Τύπου, στις 24 Ιουνίου του 2013. (©AP Photo/Charles Dharapak)

Το Ανώτατο Δικαστήριο συνηγόρησε υπέρ του Πανεπιστημίου του Τέξας (συμμετείχε βεβαίως η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, αλλά και η Σόνια Σοτομαγιόρ, που, όπως αποκαλύφθηκε σε βιογραφία της ήταν λάβρα υπέρ των θετικών διακρίσεων και μας απασχολεί και σήμερα), κρίνοντας ότι το ίδρυμα ορθώς εφαρμόζει τις θετικές διακρίσεις και ότι τούτο δεν αντίκειται σε καμία τροπολογία ή νομοθετική πράξη των ΗΠΑ.

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε προκαλέσει τις δημόσιες, δηκτικές παρεμβάσεις των συντηρητικών μελών του Σώματος.

Η υπόθεση αυτή είχε παραγάγει δημόσιο διάλογο μεταξύ των μελών της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο μειοψηφίσας δικαστής Σάμιουελ Αλίτο, μάλιστα, έφτασε στο σημείο, από του βήματος, να κάνει λόγο για «θετικές διακρίσεις που παραφρόνησαν», όπως είχε γράψει ο Νίκολας Λίμαν στον New Yorker το 2021. «Αυτό που διακυβεύεται είναι εάν οι επικεφαλής των πανεπιστημίων μπορούν να δικαιολογήσουν συστηματικές φυλετικές διακρίσεις απλώς υποστηρίζοντας ότι αυτές οι διακρίσεις είναι απαραίτητες για την επίτευξη “του εκπαιδευτικού οφέλους της διαφορετικότητας”, χωρίς να εξηγούν –πολλώ δε μάλλον να αποδεικνύουν– γιατί απαιτείται η διάκριση ή πώς η στρατηγική (θετικών) διακρίσεων είναι ορθώς κατασκευασμένη ώστε να εξυπηρετεί τους στόχους της», είχε πει ο Αλίτο, κάνοντας λόγο για «αξιοσημείωτα λανθασμένη απόφαση».

Ηταν η εποχή κατά την οποία έμελλε να κυριαρχήσει ο Τραμπ. Και να διορίσει τρεις συντηρητικούς δικαστές, τους Νιλ Γκόρσατς, Μπρετ Κάβανο, Εϊμι Κόνι Μπάρετ, ανεβάζοντας τον αριθμό της συντηρητικής «παράταξης» σε έξι, μια πλειοψηφία που έχει ήδη ταράξει τα νερά με την απόφαση για τις αμβλώσεις.

Αντιδράσεις και φόβοι

ΗΠΑ: Η μακρά ιστορία έως την απόφαση για τις θετικές διακρίσεις στα πανεπιστήμια-6
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν κατά τη συνέντευξη Τύπου μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (©AP Photo/Evan Vucci)

Δημοκρατικοί και λοιπές προοδευτικές δυνάμεις έχουν διακηρύξει πολλαπλώς ότι η χθεσινή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι είναι παράνομα τα προγράμματα που αντιμετωπίζουν ευνοϊκά φοιτητές με βάση τη φυλή τους είναι καθαρή οπισθοδρόμηση – άλλη μία ανατροπή μίας κατάκτησης που θεωρείτο δεδομένη ήδη από το 1961.

Ηδη, πάντως, για τις δύο υποθέσεις εκφράζονται φόβοι ότι ο ασκός του Αιόλου που θα ανοίξει θα συμπαρασύρει κάθε έκφανση του κοινωνικού και οικονομικού βίου των Αμερικανών, ιδίως βεβαίως εκείνων που ανήκουν σε μειονότητες, ενώ περί τους 500 πανεπιστημιακούς που ειδικεύονται στις Ασιατικές Αμερικανικές Σπουδές στήριξαν την οικεία πολιτική του Χάρβαρντ. Η Washington Post έχει ήδη δημοσιεύσει ρεπορτάζ για το πώς αυτή η απόφαση θα «ξεβάψει» και σε όλα τα εργασιακά περιβάλλοντα, πλήττοντας την ισότητα, τη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν μοιάζει αποφασισμένη να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να ανατρέψει στην πράξη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο Αμερικανός πρόεδρος, όπως έχει δηλώσει, επεξεργάζεται κάθε μέσο, ακόμα και εκτελεστικό προεδρικό διάταγμα, για την αναίρεση της απόφασης, σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας. Σύμφωνα με το CNN, εντός των επόμενων 45 ημερών, το υπουργείο Παιδείας και το υπουργείο Δικαιοσύνης θα παράσχουν στα κολέγια και τα πανεπιστήμια πόρους για να καθορίσουν ποιες πρακτικές εισδοχής φοιτητές είναι και ποιες δεν είναι νόμιμες, ενώ το υπουργείο Παιδείας θα συγκαλέσει επίσης σύνοδο για τις εκπαιδευτικές ευκαιρίες που θα περιλαμβάνει φοιτητές, ερευνητές και επικεφαλής πανεπιστημίων.

Από την άλλη, η Μισέλ Ομπάμα μίλησε για την προσωπική της εμπειρία από τις θετικές διακρίσεις στην πανεπιστημιακή της ζωή. Ο Μπαράκ Ομπάμα –παρότι ο βιογράφος του Ντέιβιντ Γκάροου αναφέρει, όπως λέει ο New Yorker, ότι ο πρώην πρόεδρος, κατά την αίτησή του στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ, δεν σημείωσε τίποτα στο πεδίο της φυλής, διότι, όπως λέει ο βιογράφος του, δεν ήθελε να γίνει δεκτός λόγω ποσόστωσης– είναι γνωστός υπερασπιστής των θετικών διακρίσεων.

Παράλληλα, η πρόεδρος του Πανεπιστημίου Brown, Κριστίνα Πάξον, είπε ότι ίδρυμα «θα διεξαγάγει διεξοδική νομική επανεξέταση της απόφασης για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τον νόμο, ενώ παράλληλα θα διατηρήσει τη δέσμευσή του για τη διαφορετικότητα».

Το αφυπνιστικό μήνυμα της δικαστού

ΗΠΑ: Η μακρά ιστορία έως την απόφαση για τις θετικές διακρίσεις στα πανεπιστήμια-7
Η δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Σόνια Σοτομαγιόρ. (©AP Photo/Jeff Roberson, File)

Ισως, όμως, περισσότερο απ’ όλα, σημασία έχει η αντίδραση της δικαστού Σόνια Σοτομαγιόρ, του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που μειοψήφισε. «Σήμερα, αυτό το Δικαστήριο στέκεται εμπόδιο και γυρίζει πίσω δεκαετίες δεδικασμένων και σημαντικής προόδου. Ωστόσο, παρά τις ενέργειες αυτού του Δικαστηρίου, η πρόοδος της κοινωνίας προς την ισότητα δεν μπορεί να σταματήσει οριστικά. Η διαφορετικότητα είναι πλέον μια θεμελιώδης αμερικανική αξία, που στεγάζεται στην ποικιλόμορφη και πολυπολιτισμική αμερικανική κοινότητά μας που συνεχίζει να αναπτύσσεται. Η επιδίωξη της φυλετικής διαφορετικότητας θα συνεχιστεί. Αν και το Δικαστήριο έχει αφαιρέσει σχεδόν όλες τις χρήσεις της φυλής στις εισαγωγές κολεγίων, τα πανεπιστήμια μπορούν και πρέπει να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για να καλύψουν τις ανάγκες της κοινωνίας για διαφορετικότητα στην εκπαίδευση. Παρά την αδικαιολόγητη άσκηση εξουσίας από το Δικαστήριο, η σημερινή γνωμοδότηση θα χρησιμεύσει μόνο για να τονίσει την ανικανότητα του ίδιου του Δικαστηρίου απέναντι σε μια Αμερική της οποίας οι κραυγές για ισότητα αντηχούν».

Οπως και να ’χει, πάντως, σύμφωνα με τους New York Times, η πλειονότητα των Αμερικανών πολιτών τάσσεται υπέρ της κατάργησης της φυλής ως «προϋπόθεσης», με τους Ασιάτες Αμερικανούς να είναι πιο ξεκάθαρα υπέρ, τους μαύρους ξεκάθαρα κατά και τους ισπανόφωνους να είναι σχεδόν εξίσου διχασμένοι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT