Ο Χάντερ Μπάιντεν μήνυσε τον Ρούντι Τζουλιάνι υποστηρίζοντας ότι κοινοποίησε τα προσωπικά του δεδομένα αφού τα απέκτησε από τον ιδιοκτήτη ενός καταστήματος επισκευής υπολογιστών στο Ντέλαγουερ.
Η αγωγή κατηγορεί τον Τζουλιάνι και τον δικηγόρο Ρόμπερτ Κοστέλο ότι «χάκαραν και διέδωσαν τα δεδομένα που κλάπηκαν από τις συσκευές του Χάντερ Μπάιντεν οδηγώντας στην πλήρη διαπόμπευση της ζωής του».
Η υπόθεση ξεκίνησε με ένα άρθρο της New York Post τον Οκτώβριο του 2020, το οποίο περιέγραφε λεπτομερώς ορισμένα από τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που, όπως υποστήριζε, αφορούσαν τις επιχειρηματικές συναλλαγές του Χάντερ Μπάιντεν στο εξωτερικό. Το θέμα αξιοποιήθηκε γρήγορα από τον Τραμπ ως θέμα προεκλογικής εκστρατείας κατά τη διάρκεια των εκλογών εκείνης της χρονιάς.
Η φράση «το λάπτοπ του Χάντερ Μπάιντεν» έχει αποκτήσει συμβολική σημασία για τους αντιπάλους του προέδρου, παρότι αδυνατούν να περιγράψουν τι επιβαρυντικό υλικό περιείχε η επίμαχη συσκευή, που εντοπίσθηκε σε κατάστημα επισκευής υπολογιστών το 2020 και έδωσε αφορμή για τη δίωξή του.
Τα νομικά προβλήματα του Χάντερ Μπάιντεν αποτελούν πλήγμα, τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο, για τον πατέρα του και την οικογένειά του. Ωστόσο, οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να φτάσουν πολύ πιο μακριά.
Οι Ρεπουμπλικaνοί γνωρίζουν ότι ο γιος του Μπάιντεν αποτελεί «τρωτό σημείο» του προέδρου. Τον χρησιμοποιούν για να αποσπάσουν την προσοχή από τα δικά τους προβλήματα και τις νομικές υποθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ.
Δεδομένου ότι οι περισσότεροι Δημοκρατικοί, όταν ερωτώνται, κάθε άλλο παρά χαρούμενοι δηλώνουν που ο Μπάιντεν θα διεκδικήσει ξανά τον Λευκό Οίκο το 2024, ο Χάντερ αποτελεί ακόμη έναν λόγο για τον οποίο κάποιοι συνεχίζουν να πιέζουν τον 80χρονο πρόεδρο να κάνει στην άκρη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η έκβαση της υπόθεσης του Χάντερ Μπάιντεν θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε μία πολιτικά ταραχώδη χρονιά ενόψει των εκλογών.
Mε πληροφορίες από AP, BBC