Η χούντα στη Μιανμάρ επιβεβαίωσε σήμερα Πέμπτη ότι έχασε τον έλεγχο μιας στρατηγικής σημασίας πόλης στα σύνορα της χώρας με την Κίνα, την οποία έχουν καταλάβει ένοπλες ομάδες εθνοτικών μειονοτήτων, ένα γεγονός που προκάλεσε την ανησυχία του Πεκίνου, το οποίο ζήτησε άμεση κατάπαυση του πυρός.
«Η κυβέρνηση, οι διοικητικές υπηρεσίες και οι δυνάμεις ασφαλείας δεν είναι πλέον παρούσες» στην Τσινσγουεχάου, που συνορεύει με την κινεζική επαρχία Γιουνάν, επεσήμανε ο Ζάου Μιν Τουν, εκπρόσωπος της χούντας.
Ο αξιωματούχος κατηγόρησε τις ένοπλες ομάδες ότι «ανατίναξαν τις πηγές ηλεκτρικής ενέργειας, τις γέφυρες και κατέστρεψαν τους δρόμους».
Βίαιες συγκρούσεις ξέσπασαν την προηγούμενη εβδομάδα σε αυτή τη στρατηγική περιοχή, όπου, μεταξύ άλλων, πρόκειται να κατασκευαστεί σιδηροδρομική γραμμή αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων στο πλαίσιο της κινεζικής πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, ένας δρόμος».
Οι συγκρούσεις σημειώθηκαν σε 10 διαφορετικές περιοχές στο βόρειο τμήμα της πολιτείας Σαν τις έξι τελευταίες ημέρες, συνέχισε ο Ζάου Μιν Τουν, χωρίς να διευκρινίσει τον αριθμό των θυμάτων.
Ο στρατός Εθνικής Απελευθέρωσης Τααούνγκ (TNLA), ο στρατός του Αρακάν (AA) και η Δημοκρατική Εθνική Ενωση της Μιανμάρ (MNDAA) έχουν συμμαχήσει και από κοινού μπορούν να κινητοποιήσουν τουλάχιστον 15.000 άνδρες, σύμφωνα με αναλυτές.
Οι ένοπλες αυτές ομάδες ανακοίνωσαν ότι έχουν καταλάβει πολλές στρατιωτικές θέσεις, όπως και δρόμους στρατηγικής σημασίας για τις εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα, βασική εμπορική εταίρο της Μιανμάρ.
Η χούντα από την πλευρά της προχώρησε σε αεροπορικά πλήγματα, σύμφωνα με εκπρόσωπο μίας από τις ομάδες.
Η MNDAA μετέδωσε τη Δευτέρα εικόνες από τους στρατιώτες της που έχουν καταλάβει την Τσινσγουεχάου.
Χιλιάδες εκτοπισμένοι
Περισσότερο από το ένα τέταρτο των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Μιανμάρ και της Κίνας την περίοδο Απριλίου – Σεπτεμβρίου, εκτιμώμενης αξίας 1,7 δισ. ευρώ, πέρασαν από αυτή τη μικρή πόλη, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δημοσίευσε τον Σεπτέμβριο κρατική εφημερίδα.
Οι συγκρούσεις έχουν εξάλλου προκαλέσει τον εκτοπισμό περισσότερων από 6.000 ανθρώπων, προειδοποίησε τη Δευτέρα ο ΟΗΕ, πολλές εκατοντάδες εκ των οποίων έχουν καταφύγει στην Κίνα.
Οι τρεις ένοπλες ομάδες έκαναν λόγο για δεκάδες τραυματίες, νεκρούς και αιχμαλώτους στις τάξεις της χούντας.
Οι ομάδες αυτές μάχονται εναντίον της κεντρικής εξουσίας εδώ και πολλές δεκαετίες για τον έλεγχο των φυσικών πόρων και την πολιτική αυτονομία της πολιτείας Σαν.
Η βία ανησυχεί τη γειτονική Κίνα, μία από τις λίγες χώρες που εξακολουθεί να έχει σχέσεις με τη χούντα στη Μιανμάρ, που γενικά είναι απομονωμένη από τη διεθνή σκηνή.
Το Πεκίνο «καλεί όλες τις πλευρές να σταματήσουν αμέσως (…) τις μάχες», δήλωσε ο Ουάνγκ Ουενμπίν εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών, προσθέτοντας ότι η Κίνα επιθυμεί την επίλυση της κρίσης «με ειρηνικά μέσα».
Η περιοχή αυτή της Μιανμάρ αποτελούσε για δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βάση και ορμητήριο της Κουομιτάνγκ, μιας ομάδας αντικαθεστωτικών εθνικιστών της Κίνας που μάχονταν το καθεστώς του Μάο Τσετούνγκ και κινητοποιώντας έως και 30.000 στρατιώτες με τη συνδρομή της Ταϊβάν και των ΗΠΑ διεξήγαγαν επιχειρήσεις κατά της κινεζικής επαρχίας Γιουνάν.
Από τους Κινέζους που εγκαταστάθηκαν εκεί το 1950 και μάχονταν έως τις αρχές του 1970 τον κινεζικό στρατό στα σύνορα της τότε Βιρμανίας με την Κίνα, απέμειναν αρκετοί οι οποίοι εντάχθηκαν στις ένοπλες εθνοτικές ομάδες της ανατολικής Μιανμάρ και αντιπαλεύουν έκτοτε την κεντρική εξουσία της χώρας της Ινδοκίνας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ