Ο Κίσινγκερ και το ποδόσφαιρο

Ο Κίσινγκερ και το ποδόσφαιρο

Το «κόλλημα» με τον Μπεκενμπάουερ, οι ποδοσφαιρικές συζητήσεις με τον Μπρέζνιεφ, η εισβολή στα αποδυτήρια του Περού στο πλευρό του Βιντέλα, ο Πελέ και το ποδόσφαιρο ως «επιτομή της ανθρώπινης εμπειρίας»

5' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πάθος του Κίσινγκερ για το ποδόσφαιρο «γεννήθηκε» πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προτού δηλαδή εκείνος, ένας Γερμανοεβραίος από το Φιρτ της βόρειας Βαυαρίας, εγκαταλείψει τη Γερμανία για τις ΗΠΑ το 1938 υπό την απειλή της ανόδου του ναζισμού.

Πάρα πολλά άλλαξαν, βέβαια, τα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτό το πάθος ωστόσο του Κίσινγκερ επιβίωσε στον χρόνο ακολουθώντας τον μετέπειτα υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ έως και το τέλος της ζωής του, ως γερμανική κληρονομιά. Οι αναλυτές μάλιστα διερωτώνται εάν το ποδόσφαιρο επηρέασε σε έναν βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο ο Αμερικανός διπλωμάτης προσέγγισε όσα συνέβησαν στα «γήπεδα» της γεωπολιτικής διεθνώς, κατά το ψυχροπολεμικά ταραχώδες δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.  

Ο Χένρι Κίσινγκερ ήταν για πολλές δεκαετίες οπαδός της Γκρόιτερ Φιρτ (SpVgg Greuther Fürth), του ποδοσφαιρικού συλλόγου δηλαδή της πόλης όπου εκείνος γεννήθηκε. Θα πρέπει να σημειωθεί, δε, ότι η Γκρόιτερ είχε άλλον αέρα εκείνη την εποχή καθώς είχε στεφθεί τρεις φορές πρωταθλήτρια Γερμανίας μεταξύ 1916 και 1929. Κάνοντας μια αναδρομή στα παιδικά του χρόνια, ο ίδιος δήλωνε το 2009 στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters ότι σταμάτησε να πηγαίνει στο γήπεδο το 1933 καθώς ήταν πια επικίνδυνο για εκείνον λόγω των αντισημιτικών επιθέσεων που είχαν εν τω μεταξύ πυκνώσει στη Βαυαρία. Σε πολύ παλαιότερη συνέντευξή του, της δεκαετίας του 1970, στη Washington Post, ο ίδιος θυμόταν όμως και κάτι άλλο: πόσο αντίθετος ήταν ο πατέρας του στην ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο. Πολλές δεκαετίες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2012, όταν η Φιρτ έπαιξε εναντίον της Σάλκε εντός έδρας, ο παγκοσμίου φήμης Αμερικανός διπλωμάτης ήταν ξανά στο γήπεδο… βλέποντας την ομάδα του να χάνει 0-2 μεν, αλλά πανευτυχής.

Ηδη από το 1989 ωστόσο, ο Κίσινγκερ είχε ενταχθεί παράλληλα και στο κλαμπ των οπαδών της Μπάγερν Μονάχου, αλλάζοντας μεν ομάδα αλλά επιμένοντας… βαυαρικά. Κι αυτό, λόγω… Φραντς Μπεκενμπάουερ.

Ο Κίσινγκερ και το ποδόσφαιρο-1
Με το κασκόλ της αγαπημένης του ομάδας, Γκρόιτερ Φιρτ. (AP Photo/Jens Meyer)

«Είδα για πρώτη φορά τον Φραντς Μπεκενμπάουερ να παίζει όταν οδήγησε τη Δυτική Γερμανία στη νίκη με 2-1 στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1974 στο Μόναχο εναντίον της τεχνικά ανώτερης Ολλανδίας. Επαιζε στη θέση λίμπερο […] στην οποία είχε προσδώσει όμως ένα νέο βάθος και μια επιθετική διάσταση […] Στην επίθεση λειτουργούσε ως ενορχηστρωτής […] Ενθουσιάστηκα», δήλωνε ο ίδιος ο Κίσινγκερ φέτος, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, στο πλαίσιο συνέντευξης που είχε παραχωρήσει στο περιοδικό «51» της Μπάγερν.

«Ο Μπεκενμπάουερ έγινε μύθος» και «η κυρίαρχη μορφή στην ιστορία του γερμανικού ποδοσφαίρου», έλεγε τότε ο Κίσινγκερ, οποίος θυμόταν τον Μπεκενμπάουερ ως έναν «κάιζερ» με «αθλητική ικανότητα», «στρατηγικό όραμα» αλλά και μνημειώδη «δύναμη θέλησης», «που φάνηκε όταν έπαιξε στον περίφημο “αγώνα του αιώνα” μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 με το ένα χέρι δεμένο λόγω τραυματισμού».

«Το ποδόσφαιρο σου προσφέρει έναν διά βίου εθισμό σε ένα μείγμα από ελπίδα, δυστυχία και αγαλλίαση. Είχα την τύχη να συνδεθώ με αυτό το παιχνίδι σε όλη μου τη ζωή. Ο Μπεκενμπάουερ, ο Πελέ και εγώ προσπαθήσαμε να φέρουμε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στις ΗΠΑ χωρίς να τα καταφέρουμε, αλλά αυτό το όραμα τελικώς υλοποιήθηκε το 1994 και αυτό ήταν μεγάλη χαρά για εμένα προσωπικά», σημείωνε ο Κίσινγκερ λίγους μήνες προτού πεθάνει. Επιχείρησε, ακόμα, να αναλύσει όσα ο ίδιος έχει πάρει ως θεατής από το ποδόσφαιρο αλλά και όσα εκείνος έβλεπε ως συνδηλώσεις στο συγκεκριμένο άθλημα: «Το ποδόσφαιρο, στο υψηλότερο επίπεδό του, είναι πολυπλοκότητα μεταμφιεσμένη σε απλότητα. Είναι ένα πολύ διαφορετικό παιχνίδι από το αμερικανικό ποδόσφαιρο και το μπέιζμπολ με τα οποία είναι εξοικειωμένοι οι άνθρωποι στις ΗΠΑ. Είναι ένα συνεχές παιχνίδι και για αυτό δεν μπορεί να χωριστεί σε μια σειρά από στημένες φάσεις, όπως το αμερικανικό ποδόσφαιρο ή το μπέιζμπολ. Το αμερικανικό ποδόσφαιρο και το μπέιζμπολ αρέσκονται στην τελειότητα των επαναλαμβανόμενων φάσεών τους, ενώ στο ποδόσφαιρο, από την άλλη πλευρά, οι λύσεις έρχονται ως προϊόν αυτοσχεδιασμού μέσα σε ένα περιβάλλον από διαρκώς μεταβαλλόμενες στρατηγικές επιταγές. Το ποδόσφαιρο δεν απαιτεί εξοπλισμό. Ολοι πιστεύουν ότι μπορούν να παίξουν. Και όντως μπορεί να παιχτεί αυθόρμητα από οποιονδήποτε αριθμό ατόμων, οποιαδήποτε στιγμή, οπουδήποτε. Το ποδόσφαιρο είναι ένα υπέροχο παιχνίδι για τις μάζες οι οποίες μπορούν να ταυτιστούν πλήρως με τα πάθη του, τους ξαφνικούς θριάμβους και τις αναπόφευκτες απογοητεύσεις του […] Το ποδόσφαιρο είναι η ενσάρκωση της ανθρώπινης εμπειρίας. Προσφέρει πολλά στους οπαδούς του γιατί πολλαπλασιάζει τις καταστάσεις που σε κάνουν να νιώθεις τη μεγάλη απεραντοσύνη της ανθρώπινης υπόστασης».

Ο Κίσινγκερ και το ποδόσφαιρο-2
Με τον Σεπ Μπλάτερ της FIFA το 2010. (AP Photo/Gero Breloer)

Ο ίδιος ο Κίσινγκερ πάντως, στα 100 του χρόνια, μόλις λίγους μήνες προτού πεθάνει, δήλωνε ότι «αναπολεί το ποδόσφαιρο μιας άλλης περασμένης εποχής, όταν τα συστήματα ήταν περισσότερο επιθετικά και τα μεγάλα παιχνίδια δεν κρίνονταν στα πέναλτι». Σημειώνεται ότι εκείνος είχε διατελέσει, για μια περίοδο πριν από δεκαετίες, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του αμερικανικού πρωταθλήματος North American Soccer League (NASL).

Τον «μύθο» του ποδοσφαιρόφιλου Κίσινγκερ συνοδεύουν, ωστόσο, και άλλες ιστορίες από τα παλιά. Λέγεται, για παράδειγμα, ότι εκείνος «είχε εισβάλει», μαζί με τον Αργεντινό δικτάτορα Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα, στα αποδυτήρια της εθνικής ομάδας του Περού πριν από το ματς με την Αργεντινή για το Παγκόσμιο Κύπελλο τον Ιούνιο του 1978, ένα ματς στο οποίο το Περού τελικώς συνετρίβη με 6-0. Επίσης, είχε δώσει το «παρών» και στα γήπεδα της Βρετανίας τη δεκαετία του 1970, στα ματς Tσέλσι – Γουλβς και Γκρίμσμπι Τάουν – Τζίλιγχαμ την περίοδο 1976 – 1977, όπως αναφέρει ο Τζόναθαν Γουίλσον σε άρθρο του στον Guardian.

Το ποδόσφαιρο λέγεται, ωστόσο, ότι αποτελούσε σημαντικό θέμα συζήτησης και στις συνομιλίες (για τον Βραζιλιάνο θρύλο Γκαρίντσα) που είχε ο Κίσινγκερ τη δεκαετία του 1970 με τον επίσης ποδοσφαιρόφιλο Λεονίντ Μπρέζνιεφ ή με τον Πολωνό Εντβαρντ Γκιέρεκ (για τον αγώνα Πολωνίας – Δυτικής Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974).   

Το ποδόσφαιρο ωστόσο για τον Κίσινγκερ έδειχνε και κάτι άλλο: «εθνικό χαρακτήρα».

«Κανείς δεν γίνεται να μπερδέψει μια ομάδα της Βραζιλίας με μια γερμανική. Οι γαλλικές ομάδες είναι πάντα οι πιο κομψές (σ.σ. elegant) στην Ευρώπη. Μου αρέσει ο τρόπος που παίζουν οι Πορτογάλοι, παίζουν σαν Βραζιλιάνοι», δήλωνε ο ίδιος το 2009 στο Reuters, ξεχωρίζοντας ως αγαπημένες του ομάδες, πέρα από τη Φιρτ και τη Μπάγερν, τη Γιουβέντους, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και την Αρσεναλ.  

Μπάγερν και Γιουβέντους εξέδωσαν ανακοινώσεις στη μνήμη του, θρηνώντας τον θάνατό του.

«Εγκληματίας πολέμου για πολλούς (παρακολούθησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 ως ειδικός προσκεκλημένος της στρατιωτικής χούντας της Αργεντινής) ή αριστοτέχνης διπλωμάτης για άλλους (έπεισε την κυβέρνηση της Βραζιλίας να επιτρέψει στον Πελέ να ενταχθεί στην ποδοσφαιρική ομάδα New York Cosmos το 1975), ο Κίσινγκερ είχε ένα πάθος με το ποδόσφαιρο που ξεχωρίζει ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της καριέρας του», έγραφε για εκείνον πριν από χρόνια, το 2017, ο Ντέιβ Χάνιγκαν στους Irish Times.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή