Πάολο Τζεντιλόνι στην «Κ»: Κι όμως, τα PIGS έχουν βγάλει φτερά

Πάολο Τζεντιλόνι στην «Κ»: Κι όμως, τα PIGS έχουν βγάλει φτερά

Η Ελλάδα είναι ένα success story που μπορεί να συνεχιστεί, αν κάνει καλή χρήση των 36 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης. Η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσει να τρέχει

8' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Επιταχύναμε. Αλλά ο κόσμος επιταχύνθηκε ακόμα περισσότερο». Βρισκόμαστε στο τέλος της συζήτησής μας με τον Πάολο Τζεντιλόνι, πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας και επίτροπο της Ε.Ε. για την Οικονομία από τα τέλη του 2019, και ο συνομιλητής της «Κ» βρίσκεται σε φιλοσοφική διάθεση.

«Τα τελευταία πέντε χρόνια είδαμε μία τεράστια αλλαγή στις Βρυξέλλες. Eνα σωρό πράγματα συνέβησαν που δεν ήταν στο ραντάρ πριν από δέκα χρόνια», λέει, αποδίδοντας την εξασθένηση των πολιτικών δυνάμεων που ζητούν έξοδο από την Ε.Ε. σε αυτήν την αναβαθμισμένη δραστηριότητα, από την έκδοση κοινού χρέους ώς τα μέτρα στήριξης της Ουκρανίας. «Αλλά σήμερα βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι. Κάποιοι λένε: κάναμε παράξενα και επαναστατικά πράγματα την προηγούμενη πενταετία για να αντιμετωπίσουμε την πανδημία και τον πόλεμο. Τώρα πρέπει να πάμε πιο σταδιακά. Αν επικρατήσει αυτή η νοοτροπία, αυτό θα είναι πολύ επικίνδυνο. Πρέπει να συνεχίσουμε να καινοτομούμε. Οταν ο κόσμος τρέχει, εμείς δεν μπορούμε να διστάσουμε».

Είναι η πρώτη μέρα του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών και το ξενοδοχείο «Αμαλία» έχει αρχίσει να βουίζει έντονα. Στους διαδρόμους του, πριν από τη συνέντευξη, ο Τζεντιλόνι συναντά και πιάνει την κουβέντα με τον Ούγγρο συνάδελφό του στην Επιτροπή, Ολιβερ Βαρχέλι. Αμέσως μετά, σκοντάφτει πάνω στον Ευάγγελο Βενιζέλο, με τον οποίο είχαν υπάρξει υπουργοί Εξωτερικών την ίδια περίοδο. Το τετ α τετ είναι θερμό.

Η κουβέντα μας είχε ξεκινήσει με το βασικό θέμα της αρμοδιότητάς του: την ασθμαίνουσα ευρωπαϊκή οικονομία, που μετά βίας αναπτύχθηκε πέρυσι. «Μπήκαμε στο νέο έτος με μία αρκετά αποδυναμωμένη οικονομία», παραδέχεται ο Τζεντιλόνι. «Το 2023 ήταν μία πολύ δύσκολη χρονιά, μετά βέβαια από ένα πολύ ισχυρό 2022, κατά το οποίο η ευρωπαϊκή οικονομία αναπτύχθηκε ταχύτερα τόσο από την αμερικανική όσο και από την κινεζική».

Ο κρίσιμος παράγοντας, όπως λέει, ήταν η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η συζήτηση στην Ευρώπη το φθινόπωρο του 2022, υπενθυμίζει, εστίαζε στην επερχόμενη ύφεση, στα μπλακ άουτ και τα αναμενόμενα «τεράστια προβλήματα στην προμήθεια ενέργειας». «Καταφέραμε να περιορίσουμε τον αντίκτυπο, αλλά ο αντίκτυπος υφίσταται», σημειώνει.

Ο επίτροπος Οικονομίας εκφράζει την πεποίθηση ότι η οικονομική δραστηριότητα θα ανεβάσει ταχύτητα στο δεύτερο μισό του τρέχοντος έτους και «το 2025 θα έχουμε μεγέθυνση της τάξης του 1,5% στην Ευρωζώνη». Αναδεικνύει την επιτυχία της αποσύνδεσης της ευρωπαϊκής οικονομίας από το ρωσικό αέριο – «είναι ο δεύτερος συνεχόμενος χειμώνας που τα βγάλαμε πέρα χωρίς μείζονες διαταραχές», λέει, προσθέτοντας ότι τα επίπεδα αποθεμάτων αερίου στο τέλος Μαρτίου ήταν 59%, «τα υψηλότερα της τελευταίας πενταετίας».

Αναδεικνύει επίσης την κατάσταση στην αγορά εργασίας –«ποτέ δεν είχαμε τόσο χαμηλό επίπεδο ανεργίας και τόσο υψηλό επίπεδο απασχόλησης»– και την πτωτική πορεία του πληθωρισμού, που «όλα δείχνουν ότι θα οδηγήσει σε μείωση των επιτοκίων στους επόμενους μήνες». Σημειώνει επίσης ότι οι μισθοί αυξάνονται, μεταξύ άλλων στη Γερμανία, χωρίς αυτό να πυροδοτεί περαιτέρω πληθωρισμό. «Αρα αναμένουμε ενίσχυση της κατανάλωσης, που θα ωθήσει ανοδικά την οικονομία», καταλήγει.

Το βασικό αρνητικό ρίσκο είναι «κυρίως γεωπολιτικό». Ο Τζεντιλόνι αναφέρεται στην κατάσταση στην Ερυθρά Θάλασσα, που «προς το παρόν δεν έχει αντίκτυπο στον πληθωρισμό, αλλά αν οι εντάσεις οξυνθούν, αυτό μπορεί να αλλάξει».

Και οι αμερικανικές εκλογές; Αποτελούν κι αυτές γεωπολιτικό ρίσκο για την ευρωπαϊκή οικονομία; «Είχαμε άριστες σχέσεις με την κυβέρνηση Μπάιντεν», απαντά ο Ιταλός επίτροπος, προτιμώντας να εστιάσει στα θετικά και δίνοντας έμφαση στη σημασία που δίνει ο 46ος πρόεδρος στη σχέση με την Ε.Ε. «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπερασπίζεται τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Το ρίσκο [στην περίπτωση του Τραμπ] συνδέεται με την οπτική επί της διατλαντικής σχέσης», λέει, υπονοώντας την αδιάφορη προς εχθρική στάση του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου απέναντι στην Ε.Ε. (Σε άλλο σημείο τονίζει την ανάγκη να ασκηθεί πίεση στο Κογκρέσο ώστε να εγκρίνει νέα βοήθεια προς την Ουκρανία, γιατί «δεν μπορεί η Ευρώπη μόνη της, θα βρεθεί σε δύσκολη θέση»).

Η αφύπνιση του Νότου

Η συζήτηση στρέφεται στην Ελλάδα. Συμμερίζεται την άποψη ότι, μετά τα ιδιαίτερα επώδυνα χρόνια των μνημονίων, αποτελεί πλέον ένα ευρωπαϊκό success story; Και πώς σχολιάζει τον σκεπτικισμό όσων μιλούν για συγκυριακή ανάκαμψη, με τα μεγάλα δομικά προβλήματα (δημόσια διοίκηση, δικαιοσύνη) να παραμένουν άλυτα;

«Δεν ισχυρίζομαι ότι η Ελλάδα έλυσε όλα της τα προβλήματα – με τη δημόσια διοίκηση, με τη φορολογική βάση κ.ά. Επιπλέον, η ανάκτηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών παραμένει ζητούμενο – και χαίρομαι που η κυβέρνηση εστιάζει σε αυτό. Αλλά [η πρόοδος] είναι σαφής και μπορεί να πιστοποιηθεί ποικιλοτρόπως. Δεν είναι μόνο οι υψηλοί δείκτες ανάπτυξης· είναι επίσης η επάνοδος στην επενδυτική βαθμίδα, κάτι που δεν χορηγείται δωρεάν, το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας, η αύξηση των εξαγωγών… Η Ελλάδα έχει επανέλθει και διαδραματίζει πολύ θετικό ρόλο στην Ευρωζώνη. Και δεν πρέπει ποτέ να υποτιμούμε πόσο δύσκολο ήταν για τον ελληνικό λαό να πετύχει αυτήν την ανάκαμψη».

Δεν ισχυρίζομαι ότι η Ελλάδα έλυσε όλα της τα προβλήματα – με τη δημόσια διοίκηση, με τη φορολογική βάση κ.ά. Επιπλέον, η ανάκτηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών παραμένει ζητούμενο – και χαίρομαι που η κυβέρνηση εστιάζει σε αυτό. Αλλά [η πρόοδος] είναι σαφής και μπορεί να πιστοποιηθεί ποικιλοτρόπως. Η Ελλάδα έχει επανέλθει και διαδραματίζει πολύ θετικό ρόλο στην Ευρωζώνη.

Ο Τζεντιλόνι δηλώνει «πεπεισμένος» ότι το ελληνικό success story «μπορεί να συνεχιστεί». Οι δύο βασικές προϋποθέσεις, λέει, είναι «να κάνει καλή χρήση» των 36 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (το μεγαλύτερο ποσό ως ποσοστό του ΑΕΠ από οποιοδήποτε κράτος-μέλος, σημειώνει)· και να «επιμείνει στη δέσμευσή της στις μεταρρυθμίσεις». Δηλώνει δε «πολύ εντυπωσιασμένος» από τις σχετικές δεσμεύσεις του Ελληνα πρωθυπουργού, με τον οποίο είχε συναντηθεί νωρίτερα εκείνη τη μέρα.

Πώς σχολιάζει το γεγονός ότι το 2023 πολλές από τις χώρες με τις καλύτερες οικονομικές επιδόσεις ήταν χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία); «Θυμάστε αυτό το απαίσιο ακρώνυμο – PIGS», λέει. «Τώρα λοιπόν τα PIGS τρέχουν».

Σε αυτό «συνέβαλε αποφασιστικά το NextGenerationEU» [το Ταμείο Ανάκαμψης], με δύο τρόπους: καθησύχασε τις αγορές ότι κανένα κράτος-μέλος δεν θα αντιμετώπιζε προβλήματα στις χρηματαγορές, αποτρέποντας έτσι τον Μεγάλο Κατακερματισμό (σ.σ.: μεταξύ Βορρά και Νότου)· και δεύτερον, έδωσε δημοσιονομικό χώρο για επενδύσεις σε χώρες που τον χρειάζονταν, σε αντίθεση με το τι συνέβη κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ». Παράλληλα όμως, προσθέτει, υπήρχαν και άλλοι κρίσιμοι παράγοντες, όπως το ενεργειακό. Η Ισπανία και η Πορτογαλία δεν είχαν τον ίδιο βαθμό εξάρτησης από το ρωσικό αέριο όπως είχε η Γερμανία, εξηγεί.

Ο Τζεντιλόνι έχει πει δημοσίως και επανειλημμένως ότι ο μηχανισμός του NextGenerationEU –δανεισμός σε μεγάλη κλίμακα από την Ε.Ε. για τη χρηματοδότηση κοινών ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων– πρέπει να επαναληφθεί. Υπάρχει η όρεξη για κάτι τέτοιο; Θεωρεί ότι μπορεί να συμβεί επί της θητείας της επόμενης Κομισιόν;

«Είναι προφανές ότι πρέπει να επαναληφθεί – για παράδειγμα για την ενίσχυση της κοινής άμυνας», λέει ο επίτροπος. «Επ’ αυτού μπορεί να παίξει ρόλο και η εξέλιξη της σχέσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες». Θυμίζει ότι τα κράτη-μέλη εξακολουθούν να εισάγουν το 80% των αμυντικών τους συστημάτων από χώρες εκτός Ε.Ε.

«Πολλές χώρες διερωτώνται για τις δημόσιες επενδύσεις που χρειάζονται και πώς θα χρηματοδοτηθούν αφού λήξει το Ταμείο Ανάκαμψης [το 2026]. Αυτή η συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει άμεσα. Δεν μπορούμε να περιμένουμε χρόνια – και δεν είναι ρεαλιστικό να προσπαθούμε να ανταγωνιστούμε παγκόσμιους παίκτες όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ σε επίπεδο ατομικών κρατών-μελών. Με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις που έχουμε, δε, δεν είναι απλώς μη ρεαλιστικό· είναι αδύνατον».

Το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας βρίσκεται στην καρδιά των παραπόνων των Ευρωπαίων βιομηχάνων απέναντι στις Βρυξέλλες. Οι επιθετικοί στόχοι της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, σε συνδυασμό με την πρόσφατη εκτόξευση του κόστους ενέργειας, σύμφωνα με το λόμπι των βιομηχάνων, υπονομεύουν την ικανότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να παραμείνουν διεθνώς ανταγωνιστικές, θέτοντας την Ευρώπη σε πορεία βιομηχανικής παρακμής;

Πολλές χώρες διερωτώνται για τις δημόσιες επενδύσεις που χρειάζονται και πώς θα χρηματοδοτηθούν αφού λήξει το Ταμείο Ανάκαμψης [το 2026]. Αυτή η συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει άμεσα. Δεν μπορούμε να περιμένουμε χρόνια – και δεν είναι ρεαλιστικό να προσπαθούμε να ανταγωνιστούμε παγκόσμιους παίκτες όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ σε επίπεδο ατομικών κρατών-μελών. Με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις που έχουμε, δε, δεν είναι απλώς μη ρεαλιστικό· είναι αδύνατον

«Δεν βλέπω βιομηχανική παρακμή», απαντά. «Υπάρχουν προβλήματα: η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, για παράδειγμα, που είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι στις ΗΠΑ, ή η απουσία φορολογικών κινήτρων αντίστοιχων με αυτά που παρέχει το Inflation Reduction Act [ο νόμος-ορόσημο του Μπάιντεν για την ενίσχυση της πράσινης βιομηχανίας στις ΗΠΑ] ή με τις επιδοτήσεις που προσφέρει η Κίνα. Εμείς τι κάνουμε;».

Δεν θεωρεί δηλαδή ότι τα μέτρα τροποποίησης του καθεστώτος για τις κρατικές ενισχύσεις που έχουν ληφθεί από την Ε.Ε. είναι επαρκή; «Είναι σημαντικά για την περίοδο για την οποία έχουν θεσμοθετηθεί, ώς το 2026· αλλά είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει αρχίσουμε να συζητάμε τι θα τα διαδεχθεί».

Σχετικά με το κόστος του βιομηχανικού ρεύματος, λέει ότι πρέπει να εξεταστεί το επίπεδο της φορολογίας που επιβάλλεται και αν μπορεί να μειωθεί. «Αλλά η άποψη ότι πρέπει να υπαναχωρήσουμε από τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας είναι πολύ επικίνδυνη», τονίζει. «Εχοντας αποσυνδεθεί από το ρωσικό αέριο, η στροφή στις ΑΠΕ είναι μονόδρομος για την ανταγωνιστικότητα».

Οι νέοι κανόνες

Τον περασμένο Δεκέμβριο, έπειτα από μακρές και δύσκολες διαβουλεύσεις, σε μία διαδικασία που ήταν να ξεκινήσει το 2020 αλλά διεκόπη από την πανδημία, τα κράτη-μέλη κατέληξαν σε συμφωνία για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα διέπουν τη λειτουργία της Ε.Ε. Ρώτησα τον Τζεντιλόνι αν νιώθει ικανοποιημένος από τον συμβιβασμό που επετεύχθη και αν αυτός θα αποτρέψει την τάση του παλιού πλαισίου να ωθεί χώρες προς την ύφεση απαιτώντας άκαμπτα την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων σε συνθήκες επιβράδυνσης.

«Νομίζω είναι ένας καλός συμβιβασμός, αν και δεν είναι οι κανόνες των ονείρων μου», απαντά. «Αλλά το μεγαλύτερο μέρος των προτάσεών μας επιβίωσε, με αποτέλεσμα να έχουμε πλέον πολύ πιο ρεαλιστικούς και ευέλικτους κανόνες. Οι παλιοί κανόνες δεν διαφοροποιούνταν βάσει των ειδικών συνθηκών κάθε οικονομίας και ήταν σχεδόν αδύνατο να εφαρμοστούν. Τώρα έχουμε προσαρμογή στις συνθήκες της κάθε χώρας, διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών-μελών και της Κομισιόν στη λογική περίπου του NextGenerationEU και τη δυνατότητα προστασίας των επενδύσεων με διαφορετικούς τρόπους».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή