Συναυλία στη Σκάλα του Μαουτχάουζεν

Συναυλία στη Σκάλα του Μαουτχάουζεν

Την Κυριακή, 5 Μαΐου, συμπληρώνονται 79 χρόνια από την απελευθέρωση των κρατουμένων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν στη βόρεια Αυστρία

7' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Eχουν περάσει 24 χρόνια από τότε. Σε έναν φίλο μου είχαν χαρίσει τα εισιτήρια, ήμασταν περίεργοι, κι έτσι πήγαμε στο Μαουτχάουζεν. Εκεί, κάποιοι άνθρωποι με τις καλύτερες προθέσεις –χρησιμοποιώ τη φράση δίχως την παραμικρή ειρωνεία, διότι είχαν πράγματι τις καλύτερες προθέσεις, και αυτό δεν είναι λίγο– είχαν την ιδέα να διοργανώσουν στο Μαουτχάουζεν μια επετειακή συναυλία με την ένατη συμφωνία του Μπετόβεν.

Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν τυχαίο που πήγα. Τυχαίο ήταν που βρήκα εισιτήριο, όμως το ότι είχα σκεφτεί πως η παρουσία μου εκεί θα με βοηθούσε ίσως να καταλάβω κάτι, αυτό δεν ήταν τυχαίο. Πριν από 24 χρόνια ο πατέρας μου ζούσε ακόμη. Και 55 χρόνια πιο πριν ήταν ο ίδιος κρατούμενος ενός στρατοπέδου κοντά στο Μαουτχάουζεν. Ο πατέρας μου είχε συλληφθεί στα 17 του, την τελευταία χρονιά του πολέμου, για διάφορους λόγους, πρώτον ως μισός Εβραίος, σύμφωνα με την τότε ορολογία – μισός Εβραίος μόνο και μόνο επειδή ο παππούς μου, με κάτικαλοφτιαγμένες πλαστογραφήσεις και προσεκτικές δωροδοκίες, είχε μετατρέψει τον εαυτό του και τη γυναίκα του από Εβραίους σε μισούς Εβραίους. Υπό αυτό το καθεστώς είχαν καταφέρει να επιζήσουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια, όλα τα ξαδέρφια και οι θείοι και οι θείες, για τις οποίες μιλούσε αργότερα ο πατέρας μου όποτε αναφερόταν στα παιδικά του χρόνια, είχαν εκτοπιστεί και δεν επέστρεψαν ποτέ ξανά, έτσι που για μένα οικογένεια ήταν ένας όρος απουσίας – ονόματα και ιστορίες που ο πατέρας μου μας διηγούνταν χαρμόσυνα και με μια ζωντάνια κολλητική.

Εννοείται πως τότε κανείς δεν ήξερε ότι ως μισός Εβραίος είχες περισσότερες πιθανότητες να ζήσεις – μια απόπειρα του παππού μου ήταν, μέσα στο σκοτάδι όπου βρίσκονταν όλοι τους, ψάχνοντας στα τυφλά έναν τρόπο για να γλιτώσουν. Εκ των υστέρων, οι καταστάσεις ξεκαθαρίζουν, όσο όμως το παρόν είναι παρόν, μόνο να μαντέψεις μπορείς και να ψάξεις στα τυφλά και να κάνεις ό,τι μπορείς, και μερικοί στέκονται τυχεροί και άλλοι –οι περισσότεροι– όχι.

Εννοείται πως ο μισός Εβραίος παππούς μου έχασε τη δουλειά του, ότι το σπίτι του αριοποιήθηκε, δηλαδή: του το πήρε ο γείτονας, εκείνος που ξαφνικά είχε αρχίσει να τον κοιτάζει πίσω από τον φράχτη και να χουγιάζει με μια μπάσα φωνή «Οβριέεεε», και ο πατέρας μου δεν μπορούσε να συνεχίσει στο γυμνάσιο, έπρεπε να δουλέψει εργάτης στο εργοστάσιο. Και ήταν μια καθαρή σύμπτωση που οδήγησε στη σύλληψη του πατέρα μου εκείνο το μοιραίο βράδυ: Είχε πάει σε μια γιορτή όπου βρίσκονταν αρκετά μέλη της αντίστασης – κάποιος τους κατέδωσε, κάποιος άλλος αποφάσισε «να κοσκινίσει» κάθε ύποπτο για σχέση με Εβραίους. Ο πατέρας μου θεωρούσε σε όλη του τη ζωή σημαντικό πως είχε συλληφθεί ως αγωνιστής της αντίστασης, χωρίς να είναι αντιστασιακός. Κι έτσι κατέληξε στο Μαρία Λάντσεντορφ, το στρατόπεδο δίπλα στο Μαουτχάουζεν.

Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα πόσο λίγο μας είχε μιλήσει ο πατέρας μου για τους μήνες της κράτησής του και πως, για να χρησιμοποιήσω μοντέρνα ορολογία που τότε ήταν άγνωστη, θα πρέπει να ήταν τραυματισμένος ψυχικά. Μας είχε πει πάντως για τον κομαντάντ που είχε δύο μεγάλα σκυλιά δεξιά και αριστερά του όταν επιθεωρούσε τη σειρά των νεοφερμένων, και που μόλις βρέθηκε μπροστά στον πατέρα μου – τρομοκρατημένο και ένα κεφάλι ψηλότερο από τους διπλανούς του–, του είπε: «Εσύ δεν θα βγεις ζωντανός από ’δω μέσα!» Μας είχε πει πως έβλεπε να δέρνουν ανθρώπους με μεταλλικές βέργες μέχρι θανάτου. Και μας είχε πει πως τους κρατούμενους δεν τους άφηναν να πάνε στα καταφύγια όταν τα βρετανικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις ακριβώς δίπλα. Στέκονταν έντρομοι μέχρι θανάτου στα παράθυρα των κελιών τους ακούγοντας τις εκρήξεις και περιμένοντας τη βόμβα που θα τους πετύχαινε και τραγουδώντας τη Διεθνή, κάτι που σε κανονικές συνθήκες θα σήμαινε τη θανατική τους καταδίκη, όμως εκείνες τις στιγμές δεν μπορούσε να τους ακούσει κανείς, γιατί οι φύλακες δεν είχαν βαρεθεί τη ζωή τους και είχαν κρυφτεί στα καταφύγια.

Από σύμπτωση συνελήφθη, από σύμπτωση κατάφερε και να ζήσει. Αν και το όνομά του βρισκόταν ήδη σε λίστα για τη μεταφορά σε στρατόπεδο εξόντωσης, βρέθηκε ξαφνικά, χωρίς καμία δική του πρωτοβουλία, σε μια λίστα για απελευθέρωση που είχε ετοιμάσει κάποιο κομματικό στέλεχος που έβλεπε ότι πια ο πόλεμος είχε χαθεί και ότι δεν θα ήταν και άσχημο αν υπήρχαν αργότερα μερικοί που θα μπορούσαν να δηλώσουν ότι τους είχε απελευθερώσει.

Εκεί βρεθήκαμε λοιπόν κι εμείς. Ύστερα από μερικές ομιλίες, η Φιλαρμονική της Βιέννης άρχισε να παίζει, όπως παίζει η Φιλαρμονική της Βιέννης: πάρα πολύ ωραία. Ηχεία με μια φανταστική απόδοση μετέδιδαν έναν άριστο ήχο, και η εταιρεία που είχε αναλάβει τον φωτισμό είχε ετοιμάσει μια φαντασμαγορία στα τοιχώματα του λατομείου: Από το βυσσινί στο μωβ και από το μπλε στο τιρκουάζ· έτσι συνηθίζεται στις υπαίθριες συναυλίες, και φαίνεται πως κανείς δεν είχε δώσει οδηγίες ότι σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε ίσως να γίνει μια εξαίρεση.

Το πιο συναρπαστικό απ’ όλα όμως, ήταν τα πουλιά. Δεν είχα ξανακούσει ποτέ μου υπαίθρια συναυλία κλασικής μουσικής και γι’ αυτό δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος: τα ωδικά πτηνά κελαηδούσαν στη σιωπή ανάμεσα στα μουσικά μέρη τα μοτίβα που μόλις είχαν ακουστεί – η απάντηση της άνοιξης, της φύσης, της ζωής που έσφυζε, στην τέχνη του Μπετόβεν. Ήταν μαγευτικό. Από την άλλη όμως δεν ήξερες αν είχες το δικαίωμα να ζεις κάτι τέτοιο, αν ήταν επιτρεπτό να μαγεύεσαι εκεί μέσα. Και ήταν και το άλλο. Όπου υπάρχουν τόσοι άνθρωποι μαζί, χρειάζεται και ασφάλεια. Δεν θυμάμαι πια αν οι άντρες ήταν από ιδιωτική σεκιούριτι ή αστυνομικοί, όμως θυμάμαι πολύ καλά ότι, για να κάνουν τη δουλειά τους όσο το δυνατόν καλύτερα, χρησιμοποίησαν τις υπάρχουσες υποδομές που ταίριαζαν για την περίσταση: Στέκονταν σκοπιά στους πύργους γύρω από το στρατόπεδο.

Και ενώ σκοτείνιαζε, ενώ τα χορικά του Μπετόβεν υψώνονταν πανηγυρικά στον νυχτερινό αέρα και ενώ οι τοίχοι του λατομείου άστραφταν σε εναλλασσόμενους χρωματισμούς, μπορούσες να διακρίνεις τις ακαθόριστες σιλουέτες πάνω στα φυλάκια να στέκονται ακίνητες στη στάση του φύλακα. Όταν τελείωσε η συμφωνία, είχε πια νυχτώσει. Οι φύλακες απέναντι δενφαίνονταν. Αισθανόμουν μαγεμένος και πανευτυχής. Και ταυτόχρονα ήξερα ότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός· δεν θα έπρεπε να νιώθω μαγεμένος, να νιώθω πανευτυχής, αλλά… ναι, τι ακριβώς; Καταλάβαινα ότι το ίδιο συνέβαινε και με τους διπλανούς μου. Ήταν μπερδεμένοι. Μα περισσότερο από μπερδεμένοι ήμασταν όλοι μαγεμένοι και ευτυχισμένοι. Δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς αν έχεις ακούσει την Ένατη του Μπετόβεν. Ακούστηκαν οι τελευταίες νότες, και ύστερα επικράτησε γαλήνη – ίσως και να μας είχαν παρακαλέσει στην αρχή να μη χειροκροτήσουμε, δεν θυμάμαι πια. Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή της γαλήνης, γεμάτης με ευφορία αλλά και αβεβαιότητα που τώρα τραβούσε κάπως υπερβολικά σε μάκρος, μια από τις διασημότερες ηθοποιούς της χώρας εμφανίστηκε στη σκηνή και είπε με αυστηρή φωνή στο μικρόφωνο: «Δεν ξεχνώ!» Και αμέσως μετά το επανέλαβε για κάποιον λόγο και στα αγγλικά: «Never forget!». Και έφυγε.

Χρειαστήκαμε όλοι μας αρκετή ώρα, μέχρι να καταλάβουμε ότι η επετειακή εκδήλωση είχε πια τελειώσει. Δεν θα ακολουθούσε κάτι άλλο. Ανασηκωνόσουν στις μύτες των ποδιών, θα έβλεπες ότι η ορχήστρα είχε φύγει. Ώρα λοιπόν να φύγουμε κι εμείς.

Αλλά δεν ήταν εύκολο. Όποιος έχει βρεθεί σε υπαίθρια συναυλία, το έχει σίγουρα ζήσει: Δεν βγαίνεις αμέσως. Χρειάζεται ώρα μέχρι να αραιώσει το πλήθος. Όμως αυτήν τη φορά κράτησε περισσότερο από ό,τι συνήθως. Πολύ περισσότερο. Πέρασαν 15 λεπτά, πέρασαν 20, 30. Σε λίγο είχαν γίνει 45, κι εμείς βρισκόμασταν ακόμη στο ίδιο σημείο και γύρω μας το πλήθος δεν είχε αραιώσει καθόλου. Άρχισα να εκνευρίζομαι, όπως και όλοι γύρω μου. «Πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο κακοοργανωμένοι;», αναρωτήθηκα – ή ίσως και να είπα δυνατά «Γιατί δεν μπορούμε επιτέλους να βγούμε από εδώ μέσα;» Ναι, και τότε κατάλαβα γιατί δεν μπορούσαμε να βγούμε.

Δεν μπορούσαμε να βγούμε, επειδή βρισκόμασταν στο λατομείο του Μαουτχάουζεν. Δεν μπορούσαμε να βγούμε, επειδή το λατομείο του Μαουτχάουζεν είναι φτιαγμένο έτσι, ώστε να είναι πολύ δύσκολο να φύγεις. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ένα κομμάτι μου έβλεπε μέχρι τότε αυτό το λατομείο ως μεταφορά, ως έναν αφηρημένο όρο που αντιπροσώπευε πολλά και σήμαινε αρκετά. Όμως τώρα, αυτός ο τόπος δεν ήταν παρά ο εαυτός του. Ήταν οι απότομοι τοίχοι από σκαμμένη πέτρα, και εκεί δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου, πίσω πόρτες στις οποίες θα μπορούσε να στριμωχτεί το κοινό για να φύγει, παρά μόνο η μία σκάλα, όπου είχαν δολοφονηθεί τόσοι άνθρωποι με έναν πυροβολισμό και μόνο, αυτή η σκάλα που δεν ήταν σαν όλες τις άλλες σκάλες που χρησιμοποιούμε κάθε μέρα, σκάλες για να ανεβαίνεις κάπου με ασφάλεια, αλλά μια σκάλα που κάνει να πέφτουν όσοι την ανεβαίνουν.

Φυσικά δεν μπορείς να φύγεις από εδώ μέσα! Εδώ δεν είναι χώρος για συναυλίες. Αυτό εδώ ήταν στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η στιγμή ήταν ανατριχιαστική. Και ήταν μια στιγμή καθαρότητας. Και μια στιγμή, στην οποία η επετειακή εκδήλωση είχε για μένα εκπληρώσει τον σκοπό της με έναν απροσδόκητο τρόπο. Αν θυμάμαι καλά, χρειαστήκαμε σχεδόν δύο ώρες, μέχρι να ανέβουμε τη σκάλα μέχρι το πάρκινγκ και να μπορέσουμε να φύγουμε.

Το παρόν κείμενο είναι επιμελημένο απόσπασμα από τον εναρκτήριο λόγο που εκφώνησε ο συγγραφέας στο Διεθνές Φεστιβάλ Μπρούκνερ στο Λιντς το 2018.

Επιμέλεια και μετάφραση: Κώστας Κοσμάς

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT