Η μετάλλαξη του Τόνι Μπλέρ

8' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην αυτοβιογραφία του Τόνι Μπλερ «Ενα ταξίδι», που εκδόθηκε το 2010, υπάρχει ένα κεφάλαιο που διαβάζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον σήμερα. Αφορά στην τελευταία, δύσκολη περίοδο της πρωθυπουργίας του, από το 2005 έως το 2007. «Εκείνη την εποχή ευχόμουν να φορέσω μια ψυχολογική πανοπλία πάνω στην οποία τα βέλη θα εξοστρακίζονταν», γράφει. «Προσπαθούσα να φτάσω σε μια κατάσταση αιώρησης πάνω από τον δαιμονισμένο όχλο που ήθελε να με κομματιάσει».

Πριν από λίγες ημέρες, κατά τη δίκη της Ρεμπέκα Μπρουκς για το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών, ήρθε στην επιφάνεια ένα email της πρώην διευθύντριας της News Of The World, σταλμένο την ίδια μέρα που η ατιμασμένη ταμπλόιντ εφημερίδα έκλεινε και έξι ημέρες πριν από τη σύλληψή της. Η Μπρουκς έγραφε στον τότε εργοδότη της, Τζέιμς Μέρντοχ: «Ημουν μία ώρα στο τηλέφωνο με τον Τόνι Μπλερ. Μου είπε να φανώ δυνατή και ότι (το σκάνδαλο) θα περάσει. Είναι στη διάθεσή σου, του ΚΡΜ (Ρούπερτ Μέρντοχ) και στη δική μου, ως άτυπος σύμβουλος, αλλά πρέπει να μείνει μεταξύ μας».

Eνα από τα χαρακτηριστικά του Μπλερ ως αρχηγού των Εργατικών και πρωθυπουργού ήταν η ετοιμότητά του (από εξυπνάδα ή ξεδιαντροπιά, αναλόγως του πώς βλέπει κάποιος την πολιτική) να συμβιβάζεται με ισχυρά δεξιά συμφέροντα, όπως ο όμιλος Μέρντοχ. Το email της Μπρουκς, τελευταίο σε μια σειρά σοκαριστικών αποκαλύψεων για τη συμπεριφορά του Μπλερ μετά την αποχώρησή του από την εξουσία πριν από επτά χρόνια, αφήνει να εννοηθεί ότι η άνεσή του με τους παραδοσιακούς εχθρούς της Κεντροαριστεράς είχε εξελιχθεί. Ενιωθε ενστικτωδώς ότι βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο.

Με το χαμόγελο πωλητή, την αυτοπεποίθησή του και την ικανότητά του (ως πρώην δικηγόρος) να συμψηφίζει πράγματα ανόμοια, ο Μπλερ ανέκαθεν ελισσόταν. «Είναι ένα είδος τυχοδιώκτη», λέει ο ιστορικός του Εργατικού Κόμματος Ρος Μακ Κίμπιν. «Στην αρχή ωφελήθηκε από αυτό». Ωστόσο μετά την Ντάουνινγκ Στριτ, το «ταξίδι» του τον οδήγησε σε πιο γκρίζες περιοχές. Το 2008, πάνω που οι τραπεζίτες άρχισαν να θεωρούνται οι «κακοί» της παγκόσμιας οικονομίας, δέχτηκε θέση συμβούλου στην αμερικανική επενδυτική τράπεζα J.P. Morgan με ετήσιες αποδοχές της τάξεως των 2,5 εκατομμυρίων στερλινών. Το 2011, μέσω της συμβουλευτικής εταιρείας την οποία δημιούργησε, ξεκίνησε συνεργασία με το απολυταρχικό καθεστώς του πλούσιου σε πετρέλαια Καζακστάν, όπου σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστεία «τα βασανιστήρια αποτελούν διαδεδομένη πρακτική».

Τον περασμένο μήνα, επισκεπτόμενος την Αίγυπτο, δικαιολόγησε την ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης του Μοχάμεντ Μόρσι. «Ο στρατός παρενέβη σύμφωνα με τη λαϊκή βούληση, προκειμένου να οδηγήσει την Αίγυπτο στο επόμενο στάδιο της εξέλιξής της, που πρέπει να είναι δημοκρατική», είπε. Η δήλωσή του απηχούσε το πνεύμα της διαβόητης διακήρυξης του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή, τέσσερις δεκαετίες πριν, όταν ο στρατός ανέτρεψε την εκλεγμένη κυβέρνηση του Σαλβαντόρ Αλιέντε: «Επεμβαίνουμε για να διώξουμε μια κυβέρνηση ανήθικη και παράνομη, που δεν εκπροσωπεί την κυρίαρχη βούληση του έθνους».

Η κυβέρνηση Μπλερ είχε ενθουσιάσει την Αριστερά, επιτρέποντας τη σύλληψη του Πινοσέτ στο Λονδίνο. Αυτό όμως συνέβη το 1998. Οι μέρες που οι πράξεις του Μπλερ ανέδιδαν έστω ένα ανεπαίσθητο άρωμα σοσιαλισμού έχουν παρέλθει. Στην αυτοβιογραφία του έγραφε: «Αν οι κυβερνήσεις δεν αντιμετωπίζουν τα ελλείμματα, οι φορολογούμενοι πληρώνουν το λογαριασμό». Ή ακόμη: «Ο ρόλος της κυβέρνησης είναι να σταθεροποιεί την οικονομία και μετά να βγαίνει από τη μέση». Δύσκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί πιο σαφή δήλωση υποστήριξης στη στρατηγική λιτότητας και συρρίκνωσης του κράτους, την οποία ακολούθησε ο Ντέιβιντ Κάμερον, από κάποιον μη Συντηρητικό.

Από το 2007, σε εποχές οικονομικής στενότητας για τους περισσότερους Βρετανούς, ο Μπλερ έμοιαζε όλο και πιο άνετος να συγχρωτίζεται με «αυτούς με τα χρήματα» – αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιεί στο βιβλίο του για τους πολύ πλούσιους. «Ανακατεύεται με τους Μπάφετ και τους Γκέιτς, σε έναν κόσμο όπου δεν προκαλεί την παραμικρή αίσθηση να ταξιδεύεις με το ιδιωτικό σου τζετ», λέει ο Τζον Κάμπφνερ, συγγραφέας του βιβλίου «Οι πόλεμοι του Μπλερ». 

Τι συνέβη με την κυρία Μέρντοχ;

Ο ίδιος, πάντως, απορρίπτει κατηγορηματικά το πώς παρουσιάζεται ο τρόπος ζωής του. «Αυτός ο υπαινιγμός ότι θέλω να γίνω δισεκατομμυριούχος με γιοτ… Δεν θέλω! Ποτέ δεν θα ανήκω στους σούπερ πλούσιους», έλεγε στους Financial Times το 2012. Αλλά η πολύπλοκη και εν πολλοίς μυστικοπαθής «βιομηχανία» ομιλιών που έχει στήσει τον βοήθησε να συγκεντρώσει μια προσωπική περιουσία που εκτιμάται στα 70 εκατομμύρια λίρες. Περιλαμβάνει δε μια ακίνητη περιουσία προκλητικά μεγάλη, για μια χώρα που περνάει μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις πανικού της ιδιοκτησίας. Mετά την Ντάουνινγκ Στριτ, η οικογένεια Μπλερ έκανε σπίτι της μια αρχοντική κατοικία στην Connaught Square, κοντά στο Hyde Park, με οπλισμένους αστυνομικούς να τη φρουρούν. Το εξοχικό τους, που αγοράστηκε το 2008 έναντι 4 εκατομμυρίων λιρών, είναι ακόμη πιο μεγαλοπρεπές: μια έπαυλη στην περιοχή του Buckinghamshire με πισίνα και γήπεδο τένις, τα οποία αξιοποιεί στο έπακρο, αν κρίνει κάποιος από το μόνιμο μαύρισμά του και την εξαιρετική φυσική του κατάσταση.

To τρέχον τεύχος του Vanity Fair δημοσιεύει ένα απόσπασμα από σημείωμα για τον Μπλερ, που αποδίδεται στην πρώην σύζυγο του Ρούπερτ Μέρντοχ, Γουέντι Ντενγκ: «Εχει πολύ ωραίο σώμα, υπέροχα πόδια και… πισινό». Οι φήμες ότι η Ντενγκ και ο Μπλερ είχαν δεσμό κυκλοφορούν από το περασμένο καλοκαίρι, όταν ο Μέρντοχ κατέθεσε αίτηση διαζυγίου. Ο ίδιος ο Μπλερ το έχει επανειλημμένως αρνηθεί, ενώ η Ντενγκ δήλωσε στο Vanity Fair ότι δεν σκοπεύει να απαντήσει σε κακοήθεις κατηγορίες. Ωστόσο, η σχέση του Μπλερ με τη Γουέντι και τον ίδιο τον Μέρντοχ, μέχρι τη διάλυση του γάμου τους, δεν χωρεί αμφισβήτηση.

Το 2010, έγινε κρυφά νονός μιας από τις κόρες του ζεύγους. «Η πραγματικότητα ξεπερνά και την πιο ζωηρή φαντασία», σχολιάζει πρώην μέλος του ηγετικού κύκλου των Εργατικών. «Είναι σαν να κοροϊδεύει τους ανθρώπους που τον στήριξαν. Εχει πετάξει την εικόνα των Νέων Εργατικών στα σκουπίδια».

Ενας… τοξικός υπερδιπλωμάτης

Και άλλοι Εργατικοί «πρώην» έχουν φέρει σε δύσκολη θέση το κόμμα.

Ο Χάρολντ Γουίλσον έγινε αποτυχημένος τηλεπαρουσιαστής, ενώ ο Ράμσεϊ Μακ Ντόναλντ ηγήθηκε μιας συμμαχίας ελεγχόμενης από τους Τόρις και το κόμμα τον αποκήρυξε. Ο Μπλερ για την ώρα δεν έχει διαπράξει τέτοια ανοικτή προδοσία. Ωστόσο, ο Μακ Κίμπιν επισημαίνει ότι οι προηγούμενοι είχαν μια διαφορετική σχέση με το χρήμα.

Ο Γουίλσον πέθανε φτωχός, ενώ ο Κάλαχαν αποσύρθηκε στην ταπεινή φάρμα του. Ακόμη και ο Γκόρντον Μπράουν, που είχε καταντήσει αντικείμενο χλευασμού, επέλεξε τη σιωπή – μια στάση που μοιάζει πιο αξιοπρεπής σε σχέση με τα «κατορθώματα» του Μπλερ στη νέα του καριέρα.

Δεν είναι ότι τα υψηλά ιδανικά απουσιάζουν από τις δραστηριότητές του. Η ιστοσελίδα του προβάλλει το Ιδρυμα Πίστεως Τόνι Μπλερ («για την προώθηση της κατανόησης και του αλληλοσεβασμού των θρησκειών»), το Ιδρυμα Αθλητισμού Τόνι Μπλερ («για την αύξηση της συμμετοχής στα σπορ κυρίως μεταξύ των κοινωνικά αποκλεισμένων»), πρωτοβουλίες για την «άρση του αδιεξόδου για το κλίμα», καθώς και το ρόλο του ως αντιπροσώπου της διεθνούς κοινότητας (ΟΗΕ, Ε.Ε., ΗΠΑ, Ρωσία) στις ειρηνευτικές προσπάθειες στη Μέση Ανατολή. Ο Μπλερ δεν πληρώνεται γι’ αυτά τα καθήκοντα. Προβάλλει επίσης το επιχείρημα ότι οι υψηλές αμοιβές του για τις άλλες δραστηριότητές του χρησιμοποιούνται κυρίως για τη χρηματοδότηση αυτών. Και επιμένει ότι πρωταρχικό του μέλημα είναι να αποφεύγει τα «διπλά ταμπλό» – για παράδειγμα, να μην κινείται επαγγελματικά στο Ισραήλ ή στα παλαιστινιακά εδάφη, προκειμένου να διατηρήσει την αξιοπιστία του ως διεθνούς διαμεσολαβητή.

Το πρόβλημα είναι ότι η αξιοπιστία του ως ενός ανεξάρτητου υπερ-διπλωμάτη στη Μέση Ανατολή και αλλού έχει ήδη τρωθεί. Η σχεδόν τυφλή υποστήριξη που παρείχε στο Ισραήλ ως πρωθυπουργός, η τοποθέτησή του υπέρ της εισβολής στο Ιράκ, η θεμελιώδης συμφωνία του με την πολεμοχαρή εξωτερική πολιτική του Τζορτζ Μπους είναι οι ιστορικές αποσκευές που κουβαλάει. «Θα ήταν δύσκολο γι’ αυτόν να συνεργαστεί με πιο προοδευτικούς διεθνείς οργανισμούς», λέει πρώην σύμμαχός του, «γιατί είναι τοξικός».

Από την άλλη, δεν δείχνει να έχει αναθεωρήσει τις απόψεις του για την κατάσταση του κόσμου από τότε που εγκατέλειψε την εξουσία. Το περασμένο καλοκαίρι, εν μέσω ιαχών που καλούσαν τη Βρετανία να επέμβει στρατιωτικά στη Συρία, ήταν ένας από τους πιο θερμούς υποστηρικτές αυτής της επιλογής. Ο Εντ Μίλιμπαντ τον αγνόησε. Σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, οι Εργατικοί αποστασιοποιούνται -με ευγένεια αλλά και κατηγορηματικότητα- από το «δόγμα Μπλερ».

Οι επιθέσεις εξ αριστερών του Μίλιμπαντ στα «αρπακτικά του καπιταλισμού» έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη θέση που επαναλαμβάνει ο Μπλερ και στο βιβλίο του, ότι «κατά την οικονομική κρίση η Αγορά δεν έπαψε να λειτουργεί». Αργότερα προσθέτει: «Ο κίνδυνος για τους Εργατικούς (μετά την εκλογική ήττα του 2010) είναι ότι κινούμαστε όλο και πιο εμφανώς προς τα αριστερά. Εάν συνεχίσουμε, θα χάσουμε με μεγαλύτερη διαφορά στην επόμενη αναμέτρηση».

Ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες

Το μέλλον θα δείξει. Προς το παρόν, οι έρευνες της κοινής γνώμης δείχνουν ότι αυτή η πρόβλεψη του Μπλερ μπορεί να αποδειχθεί άστοχη όταν καταμετρηθούν οι ψήφοι το 2015. Σε κάθε περίπτωση, πολλοί στο κόμμα των Εργατικών έχουν πάψει να δίνουν σημασία στον άνθρωπο που τους οδήγησε σε τρεις μεγάλες νίκες και υπήρξε μία από τις πιο δημοφιλείς προσωπικότητες στην ιστορία της Βρετανίας. «Γνωστοί μου στο κόμμα δεν νοιάζονται γι’ αυτόν πια», λέει ο Μακ Κίμπιν.

Ο Μπλερ είναι μόνο 60 ετών. Ενα από τα προβλήματά του είναι μάλλον ότι έφυγε από την Ντάουνινγκ Στριτ πολύ νέος. Ο Κάλαχαν ήταν 67 όταν έπαψε να είναι πρωθυπουργός το 1979. Αλλά οι πολιτικοί ηγέτες στη Βρετανία, όπως και οι επικεφαλής σε όλους τους χώρους, έχουν γίνει νεότεροι έκτοτε. Οπως ακριβώς ο Μπλερ, έτσι και ο Ντέιβιντ Κάμερον και πιθανώς ο Μίλιμπαντ θα έχουν δεκαετίες να «γεμίσουν» όταν θα έχει ολοκληρωθεί η θητεία τους στην εξουσία. Μια καλά πληροφορημένη πηγή των Νέων Εργατικών επικαλείται πρόσωπο που ξέρει τον Τόνι πολύ καλά – και μετέφερε σε κοινό φίλο τους ότι είναι ιδιαίτερα δυστυχής. «Είναι σαν να ζει μέσα στην προσποίηση. Οι πλούσιοι είναι βαρετοί. Αυτό που του έχει συμβεί έχει στοιχεία τραγωδίας».

Αλλοι παρατηρητές του βλέπουν την πορεία του διαφορετικά. «Δεν νομίζω ότι ποτέ τον απασχολούσε ιδιαίτερα τι σκέφτεται ο κόσμος γι’ αυτόν», λέει ο Μακ Κίμπιν. Το σπίτι του στην Connaught Square είναι ακριβώς δίπλα στην αραβοκρατούμενη Edgware Road, τη στιγμή που οι θέσεις του για τη Μέση Ανατολή θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν κύμα οργής – το λιγότερο. Σαν να μην έφτανε αυτό, το επιχειρηματικό του αρχηγείο είναι ακριβώς απέναντι από την αμερικανική πρεσβεία στην Grosvnenor Square, λες και θέλει να πικάρει όσους ισχυρίζονται ότι υπήρξε το «σκυλάκι» των ΗΠΑ.

Πριν από μερικές εβδομάδες, ο Μπλερ έτρωγε με την οικογένειά του και κάποιους φίλους σε εστιατόριο του Λονδίνου, όταν ένας μπάρμαν ο οποίος εργαζόταν εκεί, εμπνεόμενος από την ιστοσελίδα arrestblair.org, αποπειράθηκε την πολιτική του σύλληψη για «έγκλημα ενανίον της ειρήνης» που διεπράχθη με την επίθεση εναντίον του Ιράκ. Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ της Daily Mail, o Μπλερ επιχείρησε να τον μεταπείσει με επιχειρήματα, μέχρι τη στιγμή που ένας από τους γιους του κάλεσε την ασφάλεια. Ιδιωτικώς, ο πρώην πρωθυπουργός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που κατατρέχεται από ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες, αλλά δημοσίως είναι ένας ευέλικτος παίκτης. Θα είναι αρκετό;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή