Κάθοδος στην Κόλαση του Κονγκό

Κάθοδος στην Κόλαση του Κονγκό

2' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΚΙΝΣΑΣΑ. «Αυτή είναι η ιστορία μιας αποτυχίας». Με τις λέξεις αυτές ξεκινά το «Ημερολόγιο του Κονγκό» από τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, που πριν από 50 χρόνια κατέφθανε στη χώρα, σε μια θνησιγενή προσπάθεια εξαγωγής του επαναστατικού πολέμου στην Αφρική.

Ο Τσε αποβιβάζεται στις όχθες της λίμνης Τανγκανίκα, στη σημερινή Λαοκρατική Δημοκρατία του Κονγκό, στις 24/04/1965, συνοδευόμενος από δώδεκα μαύρους Κουβανούς. Η περιοχή βρίσκεται υπό τον έλεγχο των ανταρτών «Σίμπα» (λιοντάρι, στα σουαχίλι), των οποίων ηγετικό στέλεχος είναι ο κατοπινός πρόεδρος της χώρας, Λοράν-Ντεζιρέ Καμπιλά, και πατέρας του σημερινού προέδρου Ζοζέφ Καμπιλά.

Ο Τσε, ειδικός μυστικός απεσταλμένος του Φιντέλ Κάστρο, έχει ζητήσει ο ίδιος την αποστολή αυτή, έχοντας κουραστεί από τις πολιτικές δυσκολίες και τη ρουτίνα του χαρτοφυλακίου των Οικονομικών, που κατέχει στη νεόκοπη, ακόμη, κουβανική δημοκρατία. Ο πρώην ιατρός από την Αργεντινή φιλοδοξεί να μετατρέψει την αχανή χώρα, πρώην Βελγικό Κονγκό, σε εφαλτήριο του πολέμου κατά του «αμερικανικού ιμπεριαλισμού» και της «νεο-αποικιοκρατίας». Παρότι το νεαρό κράτος του Κονγκό είναι ανεξάρτητο για μόλις πέντε χρόνια, η χώρα σπαράσσεται από εμφύλιο.

Την ανεξαρτησία του 1960 ακολουθούν λίγους μήνες αργότερα στάση του στρατού, η προσπάθεια της επαρχίας της Κατάνγκα (στο μέγεθος της Ισπανίας, που διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα κοβαλτίου και ουρανίου στη χώρα) να αποσχισθεί και η στρατιωτική επέμβαση της πρώην αποικιακής δύναμης, του Βελγίου.

Ο πρωθυπουργός, Πατρίς Λουμούμπα, ζητεί τη βοήθεια των ΗΠΑ, αρνούμενος ωστόσο να μετριάσει την αντικαπιταλιστική του ρητορική. Η άρνηση της Ουάσιγκτον να βοηθήσει τον πείθει να στραφεί στη Μόσχα, πυροδοτώντας το μένος των ΗΠΑ.

Ο Λουμούμπα δολοφονείται στις αρχές του 1961, σύμφωνα με σχέδιο της CIA, όπως πρόσφατα αποκάλυψε ο πρώην πράκτορας, Λάρι Ντέβλιν.

Ο Τσε και οι Κουβανοί του φιλοδοξούν να βοηθήσουν το μαοϊκό, μαρξιστικό αντάρτικο των «Σίμπα» να επεκτείνει την επιρροή του. Οι προσπάθειες των Κουβανών, όμως, αποδεικνύονται φρούδες. Το επαναστατικό πάθος των ανταρτών είναι ευκαιριακό και εύκολα αντιστρέψιμο. Οι άνδρες του αντάρτικου πιστεύουν σε ανιμιστικές δοξασίες, όπως ότι η κατανάλωση μαγικών φίλτρων τούς καθιστά αλεξίσφαιρους και αδιαφορούν για τον διαλεκτικό υλισμό, τον οποίο ο Τσε προσπαθεί να τους διδάξει.

Τα στρατόπεδά τους φιλοξενούν γυναικόπαιδα και όλοι επιμένουν να χορεύουν και να πίνουν τα βράδια, αγνοώντας τις επιταγές ενός αντάρτικου. Οι αντάρτες «Σίμπα» αρνούνται να σκάψουν χαρακώματα, θεωρώντας τα «άνανδρα». Ο Τσε δεν έχει αποκαλύψει στους Κονγκολέζους συντρόφους του την αληθινή του ταυτότητα, έχοντας ξυρίσει το εμβληματικό του μούσι και επιλέγοντας το ψευδώνυμο «Τατού».

Παρά την παρουσία των καλά εκπαιδευμένων Κουβανών και τις λίγες στρατιωτικές νίκες που πετυχαίνει το αντάρτικο χάρη σε αυτούς, η αποστολή του Τσε αποδεικνύεται γρήγορα αποτυχημένη ή «μία κάθοδος στην κόλαση», όπως γράφει ο ίδιος στο ημερολόγιό του.

Τον Οκτώβριο, έξι μήνες μετά την άφιξή του στο Κονγκό, ο Τσε γράφει στον Κάστρο: «Τα όπλα δεν λείπουν εδώ, αφού μπορώ να πω ότι υπάρχουν μάλλον περισσότεροι ένοπλοι άνδρες απ’ ό,τι χρειάζεται. Αυτό που λείπει είναι οι στρατιώτες».

Το τέλος δεν αργεί να έρθει. Τα προπύργια των ανταρτών πέφτουν το ένα μετά το άλλο στα χέρια των δυνάμεων του στρατού και εξαιτίας των βομβαρδισμών από αέρος με αεροσκάφη τα οποία πετούν Δυτικοί μισθοφόροι πιλότοι.

Ο Τσε και οι Κουβανοί εγκαταλείπουν τη χώρα στις 21 Νοεμβρίου και τρεις ημέρες αργότερα, ο μέχρι τότε αρχηγός του στρατού, Μομπούτου, καταλαμβάνει την εξουσία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή