Η μεγάλη κρίση στο Κονγκό

6' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Σεπτέμβριο του 1961, ο Σουηδός Dag Hammarskjöld, δεύτερος γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ταξίδεψε για τέταρτη φορά στο –πρόσφατα τότε– ανεξάρτητο Κονγκό προκειμένου να διαπραγματευθεί μια εκεχειρία ανάμεσα στους αντάρτες του Μόιζε Τσόμπε στην επαρχία της Κατάνγκας και στις δυνάμεις του ΟΗΕ. Το αεροσκάφος που τον μετέφερε κατέπεσε στη Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια) και όλοι οι επιβάτες του σκοτώθηκαν. Υπάρχουν ενδείξεις πως το αεροσκάφος καταρρίφθηκε. Ενας Σουηδός συγγραφέας υποστήριξε, το 2011, ότι ο Hammarskjöld υπήρξε θύμα μιας συνωμοσίας στην οποία συμμετείχαν εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στην εξόρυξη χαλκού στην Κατάνγκα, όπως η βελγική Union Minière. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν, δήλωσε ότι «τον σκότωσαν ενώ ήταν κοντά στο να πετύχει κάτι». Καθώς τελευταία προέκυψαν νέα στοιχεία, τον Μάρτιο του 2015, ο νυν γ.γ. του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν, ανέθεσε σε μια ανεξάρτητη επιτροπή εμπειρογνωμόνων την επανεξέταση των συνθηκών του πρόωρου θανάτου του.

Ο θάνατος του Hammarskjöld δεν είναι το μοναδικό μυστήριο της κρίσης στο Κονγκό (1960-61). Ενα άλλο μυστήριο αφορά τον ρόλο της CIA και της βελγικής κυβέρνησης στην εκτέλεση του πρώτου εκλεγμένου πρωθυπουργού της χώρας, Πατρίς Λουμούμπα. Ο Λουμούμπα ήταν μέλος μιας πολύ μικρής μεσαίας τάξης του Βελγικού Κονγκό – των evolués. Η άνοδός του στην εξουσία ήταν μετεωρική: μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια εξελίχθηκε από υπάλληλος ταχυδρομείου σε ηγέτη μιας χώρας με την έκταση της Δυτικής Ευρώπης. Πριν αναλάβει τα ηνία της χώρας φυλακίστηκε δύο φορές – την πρώτη για υπεξαίρεση και τη δεύτερη για τις πολιτικές του δραστηριότητες. Το 1958 ίδρυσε με άλλους evolués ένα πολιτικό κόμμα, το Εθνικό Κίνημα του Κονγκό (MNC), που κέρδισε τις πρώτες εκλογές που διεξήχθησαν λίγο πριν από την παραχώρηση της ανεξαρτησίας. Η νίκη του δεν ήταν τυχαία: το MNC ήταν ίσως το μοναδικό πολιτικό κόμμα το οποίο δεν βασιζόταν σε μια συγκεκριμένη φυλή (εθνότητα).

Από «ιδιοκτησία» του Βέλγου βασιλιά στην ανεξαρτησία

Το Κονγκό ήταν βελγική κτήση. Πριν από την αποικιοκρατία ήταν «προσωπική ιδιοκτησία» του βασιλιά Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου. Η κτηνωδία των δυνάμεων του βασιλιά, που υποχρέωναν τους ιθαγενείς να συλλέγουν καουτσούκ, ήταν τέτοια που έχει υποστηριχθεί ότι περίπου οκτώ εκατομμύρια Κονγκολέζοι έχασαν τη ζωή τους. Το 1908, ο βασιλιάς, αντιμέτωπος με τις μαζικές αντιδράσεις για τον «τρόμο του καουτσούκ», υποχρεώθηκε να παραχωρήσει το Κονγκό στη βελγική κυβέρνηση. Οι συνθήκες βελτιώθηκαν σημαντικά, αλλά το 1960 η χώρα είχε μόνον τριάντα αποφοίτους πανεπιστημίου. Αντιμέτωπη με τα αιτήματα των ιθαγενών, οι Βρυξέλλες εμφανίστηκαν πρόθυμες να παραχωρήσουν την ανεξαρτησία στην αποικία, αλλά με αντάλλαγμα οι βασικοί πυλώνες του αποικιακού κράτους –η γραφειοκρατία, ο στρατός και η οικονομία– να παραμείνουν σε βελγικά χέρια.

Στους εορτασμούς για την ανεξαρτησία, παρουσία του βασιλιά και του πρωθυπουργού του Βελγίου, ο Λουμούμπα έβγαλε μια ομιλία όπου καταδίκαζε τη βελγική αποικιοκρατία με πολύ σκληρούς χαρακτηρισμούς. «Νous ne sommes plus vos singes», είπε ο Λουμούμπα στον βασιλιά Baudouin στο Palais de Nation στις Βρυξέλλες – «Δεν είμαστε πλέον οι μαϊμούδες σας».

Ανταρσία στον στρατό

Λόγω των χαμηλών αμοιβών και των περιορισμένων προοπτικών ανέλιξης, οι ιθαγενείς του στρατού –στον οποίο ήταν επικεφαλής 1.100 Βέλγοι αξιωματικοί– στασίασαν. Ο Βέλγος διοικητής της Force Publique, στρατηγός Emile Jannsens, ζήτησε «απόλυτη πειθαρχία», γράφοντας σε ένα μαυροπίνακα: «Πριν από την ανεξαρτησία = Μετά την ανεξαρτησία». Ο Λουμούμπα κατηγόρησε τους Βέλγους αξιωματικούς για εξέγερση, απέπεμψε τον Jannsens και διόρισε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου έναν από τους βοηθούς του, τον επιλοχία Τζόζεφ Μομπούτου. Παρά αυτές τις αλλαγές, η ανταρσία των ιθαγενών του στρατού επεκτάθηκε με επιθέσεις σε Βέλγους ιερείς και βιασμούς μοναχών. Πανικόβλητοι, χιλιάδες λευκοί εγκατέλειψαν τη χώρα. Ο Λουμούμπα ήταν πεπεισμένος πως το Βέλγιο θα επιχειρούσε να ανακτήσει την εξουσία. Διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την πρώην μητρόπολη και δήλωσε ότι ήταν πλέον σε πόλεμο.

Η κρίση προκαλεί κατάρρευση της χώρας

Στις 11 Ιουλίου η κρίση κλιμακώθηκε. Επειτα από συνεννόηση με το Βέλγιο και την υποστήριξη βελγικών μεταλλευτικών εταιρειών, ο διοικητής της Κατάνγκας, Μόιζε Τσόμπε, ανακήρυξε την ανεξαρτησία της επαρχίας που, λόγω του πλούσιου υπεδάφους της, ήταν η πλουσιότερη του Κονγκό. Βελγικές στρατιωτικές δυνάμεις αφόπλισαν και απέλασαν τους στρατιώτες της Force Publique και άρχισαν να εκπαιδεύουν μια τοπική πολιτοφυλακή. Ωστόσο οι Βρυξέλλες απέφυγαν να αναγνωρίσουν την Κατάνγκα ως ανεξάρτητο κράτος. Ο κύριος σκοπός των Βέλγων ήταν να απομονώσουν την επαρχία από το χάος που κατέκλυζε το υπόλοιπο Κονγκό και να προστατεύσουν τις δυτικές επενδύσεις. Απελπισμένος, ο Λουμούμπα απευθύνθηκε στα Ηνωμένα Εθνη, ζητώντας βοήθεια. Ο Hammarskjöld έδρασε με απίστευτη ταχύτητα: μέσα σε λίγες ημέρες ο ΟΗΕ οργάνωσε και απέστειλε την πρώτη ειρηνευτική δύναμη στην ιστορία του Οργανισμού, μια δύναμη αποτελούμενη κυρίως από Αφρικανούς. Ο Λουμούμπα όμως πίεσε τα Ηνωμένα Εθνη να εκδιώξουν τις βελγικές δυνάμεις. Ο επικεφαλής της δύναμης του ΟΗΕ, Λουίς Μπούντσε, ένας Αφροαμερικανός που το 1949 είχε κερδίσει το Νομπέλ Ειρήνης, ανέφερε ότι «ο Λουμούμπα ήταν τρελός και αντιδρούσε σαν παιδί». Στις 17 Ιουλίου ο Λουμούμπα εξέδωσε τελεσίγραφο, όπου απειλούσε ότι αν ο ΟΗΕ δεν απομάκρυνε όλες τις βελγικές δυνάμεις από το Κονγκό εντός 48 ωρών, θα προσκαλούσε τη Σοβιετική Ενωση να επέμβει.

Αυτό έφερε το Κονγκό στο επίκεντρο του Ψυχρού Πολέμου. Στις 22 Ιουλίου, σε μια συνάντηση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ στην Ουάσιγκτον, ο επικεφαλής της CIA, Αλεν Ντάλες, περιέγραψε τον Λουμούμπα ως «Κάστρο ή κάτι χειρότερο» και προσέθεσε ότι «είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι έχει εξαγοραστεί από τους κομμουνιστές». Ακολούθησε επίσκεψη του Λουμούμπα στην Ουάσιγκτον, η οποία απέτυχε πλήρως να αλλάξει την εικόνα. Αμερικανοί αξιωματούχοι περιέγραψαν τον πρωθυπουργό του Κονγκό ως «μια ανορθολογική, σχεδόν ψυχωσική προσωπικότητα».

Τελικά οι βελγικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από το Κονγκό. Οι διαμάχες του Λουμούμπα όμως με τον ΟΗΕ συνεχίστηκαν με αιτήματα για υποστήριξη, απειλές και τελεσίγραφα. Ο Hammarskjöld φοβήθηκε πως ο Λουμούμπα θα καταστρέψει όχι μόνο το Κονγκό αλλά και τον ίδιο τον ΟΗΕ.

Στις 15 Αυγούστου, αντιμετωπίζοντας ένα άλλο αποσχιστικό κίνημα στα ανατολικά της χώρας, στο νότιο Κασάι, μια επαρχία πλούσια σε διαμάντια, ο Λουμούμπα πήρε τη μοιραία απόφαση να ζητήσει από τη Σοβιετική Ενωση άμεση βοήθεια. Σε μια συνάντηση στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, ο Αϊζενχάουερ ζήτησε από τη CIA να «εξαλείψει» (eliminate) τον Λουμούμπα. Στο μεταξύ, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο νότιο Κασάι οδήγησαν σε μαζικές σφαγές και σε ένα κύμα 250.000 προσφύγων. Ο Hammarskjöld περιέγραψε τα γεγονότα ως «έχοντα τα χαρακτηριστικά γενοκτονίας». Με την υποστήριξη της CIA και σε συνεννόηση με αξιωματούχους του ΟΗΕ, ο 29χρονος αρχηγός του στρατού, πρώην προστατευόμενος του Λουμούμπα, συνταγματάρχης Μομπούτου κατέλαβε την εξουσία. Μία από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η απέλαση όλων των Ρώσων και Τσέχων αξιωματούχων από τη χώρα.

Η απόδραση και δολοφονία του Λουμούμπα

Ο Λουμούμπα τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Πήρε όμως τη μοιραία απόφαση να αποδράσει. Ωστόσο, συνελήφθη από στρατιώτες πιστούς στον Μομπούτου και στάλθηκε πρώτα στη Λεοπολντβίλ (σημερινή Κινσάσα) όπου εμφανίστηκε μπροστά σε δημοσιογράφους και διπλωμάτες αλυσοδεμένος πίσω από ένα φορτηγό, αιμορραγώντας και χωρίς τα γυαλιά του. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη βίλα του Μομπούτου, όπου νεαροί στρατιώτες συνέχισαν να τον βασανίζουν μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες. Ο Βέλγος υπουργός Αφρικανικών Υποθέσεων έγραψε στον Τσόμπε, στην Κατάνγκα, να δεχθεί τον Λουμούμπα χωρίς καθυστέρηση. Επρόκειτο για θανατική καταδίκη. Επειτα από κάποιο δισταγμό, ο Τσόμπε δέχθηκε. Ο Λουμούμπα μεταφέρθηκε αεροπορικώς στην Ελίζαμπεθβίλ (σημερινό Λουμουμπάσι). Κατά τη διάρκεια της διαδρομής βασανίστηκε για πολλοστή φορά. Λίγο αργότερα εκτελέστηκε από ένα απόσπασμα με επικεφαλής ένα Βέλγο μισθοφόρο παρουσία του Τσόμπε. Το πτώμα τοποθετήθηκε σε οξύ από τα γειτονικά βελγικά ορυχεία και ό,τι απέμεινε ρίχτηκε στη φωτιά. Ηταν ένα φρικτό τέλος για έναν εκλεγμένο πρωθυπουργό – εν μέρει θύμα της έλλειψης κατανόησης των διεθνών ισορροπιών του Ψυχρού Πολέμου.

* Ο κ. Αστέρης Χουλιάρας είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή