Το φαίνεσθαι έχει μεγάλη σημασία στην πολιτική. Στο τέλος όμως αυτό που μετράει περισσότερο είναι οι αριθμοί. Στο Brexit, όπως και σε όλα τα άλλα, η Τερέζα Μέι ανέκαθεν φερόταν ως πρωθυπουργός με μια σαφή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ένα ενωμένο κόμμα και μια συμφιλιωμένη χώρα πίσω της.
Η πραγματικότητα είναι πως δεν διαθέτει τίποτα από τα τρία και η πρόσφατη κοινοβουλευτική της ήττα στη Βουλή των Κοινοτήτων το αποδεικνύει. Αυτό αναφέρει σε άρθρο του στην εφημερίδα «Γκάρντιαν» ο Μάρτιν Κετλ, ο οποίος «αρνείται να αποδεχθεί ότι το Brexit είναι μη αναστρέψιμο», όπως είναι και ο τίτλος του άρθρου του. Η πρωθυπουργία της Μέι είναι καταδικασμένη να καθορίζεται από δύο αντικρουόμενες εντολές: την πρώτη, για την έξοδο της χώρας της από την Ε.Ε., δεν την ήθελε αλλά την κληρονόμησε. Τη δεύτερη, μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία μετά το δημοψήφισμα, την επιθυμούσε, αλλά το εκλογικό σώμα τής την αρνήθηκε. Αυτή η απόκλιση μεταξύ των δύο αποτελεσμάτων εξακολουθεί να διαμορφώνει τα πάντα γύρω από την κυβέρνησή της.
Δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητό, κατά τον Κετλ, ότι η Μέι προκήρυξε τις εκλογές του 2017 για να εξασφαλίσει μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία μετά το δημοψήφισμα και να οδηγήσει τη χώρα στο σκληρό Brexit, για το οποίο είχε δεσμευτεί από το φθινόπωρο του 2016. Χρειαζόταν αυτήν την πλειοψηφία, αυτό τουλάχιστον έπεισε τον εαυτό της, για να υποχρεώσει τους φιλοευρωπαίους Τόρις να ψηφίσουν υπέρ του μανιφέστου και κατά των πιστεύω τους, υποστηρίζοντας τη δική της εκδοχή περί Brexit.
Η επίδραση της αποτυχίας
Αν είχε πετύχει, η πολιτική στη Βρετανία θα ήταν πολύ διαφορετική. Η αποτυχία της όμως άλλαξε τα πάντα, παρόλο που η Μέι εξακολουθεί να παριστάνει και ίσως όντως πιστεύει το ανάποδο. Το αποτέλεσμα είναι ένα κενό αβεβαιότητας ανάμεσα στο δημοψήφισμα του 2016 για το Brexit και την απώλεια της πλειοψηφίας φέτος. Αυτό το χάσμα είναι η πολιτική αχίλλειος πτέρνα όχι μόνο της Μέι, αλλά και του ίδιου του Brexit. Ετσι είναι πολύ πιο εύκολο για τους βουλευτές όλων των κομμάτων, κυρίως όμως για τους αντάρτες των Συντηρητικών, να αντιταχθούν σε ένα σκληρό Brexit, πτυχές του Brexit, ακόμη και στο Brexit καθεαυτό.