Αποψη: Ιταλία-Ισπανία, το έργο που ίσως δεν έχουμε ξαναδεί

Αποψη: Ιταλία-Ισπανία, το έργο που ίσως δεν έχουμε ξαναδεί

3' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενώ το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα φαίνεται πως ρέπει προς κάποια σταθεροποίηση τα τελευταία χρόνια, πρόσφατα δύο άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης τράβηξαν πάνω τους την παγκόσμια προσοχή: η Ιταλία και η Ισπανία. Πολλοί έγραψαν ότι η πρόσφατη αλλαγή κυβέρνησης στην Ισπανία ουδόλως έχει να κάνει με την ιταλική περίπτωση, καθώς υπήρξε αντικατάσταση μιας φιλοευρωπαϊκής κυβέρνησης μειοψηφίας υπό το δεξιό Λαϊκό Κόμμα του Μαριάνο Ραχόι με ακόμη μία, πιο αδύναμη αλλά εξίσου φιλοευρωπαϊκή, κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τους κεντροαριστερούς Σοσιαλιστές του Πέδρο Σάντσεθ. Oτι τελέστηκε δηλαδή ακόμα μία αλλαγή φρουράς μεταξύ των δύο αυτών παραδοσιακών κομμάτων.

Και όμως, οι σημερινές συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές από αντίστοιχες εναλλαγές στην εξουσία μεταξύ των δύο αυτών κομμάτων, στο πλαίσιο του πρότερου δικομματικού συστήματος της ισπανικής δημοκρατίας. Ο Σοσιαλιστής Σάντσεθ κατάφερε να διαβεί την πόρτα του πρωθυπουργικού μεγάρου της Μονκλόα μέσω ενός επιδέξιου ελιγμού, έμπλεου πολιτικού οπορτουνισμού, έγκυρης διάγνωσης της κατάστασης και σωστής αίσθησης του πολιτικού timing (που είχε να κάνει κυρίως με τις πρόσφατες καταδικαστικές αποφάσεις της Δικαιοσύνης ως προς τα σκάνδαλα διαφθοράς του Λαϊκού Κόμματος). Για πρώτη φορά στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ισπανίας –καθώς οι άλλες τρεις τέτοιες προτάσεις μομφής δεν είχαν περάσει, με πιο πρόσφατη την περσινή του Ποδέμος–, ο Σάντσεθ κατάφερε να μαζέψει 180 ψήφους (πάνω από το απαιτούμενο κοινοβουλευτικό όριο των 175) από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης (εκτός από τους φιλελεύθερους Ciudadanos κι ένα δύο μικρά περιφερειακά κόμματα) υπέρ της υποψηφιότητάς του, κερδίζοντας έτσι τη δημιουργική πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης του Ραχόι. Σε πείσμα όσων τον είχαν ξεγραμμένο, ο Σάντσεθ κατάφερε να γίνει πρωθυπουργός εκμεταλλευόμενος τη συνταγματική αυτή ιδιαιτερότητα της Ισπανίας, όπου κάθε πρόταση μομφής περιλαμβάνει ταυτόχρονα και υποψηφιότητα νέου πρωθυπουργού.

Πέρα από τη συνταγματική, υπάρχει όμως και η πολιτική εξήγηση για τη μη διάλυση της υπάρχουσας ισπανικής Βουλής. Πέρα από τους Ciudadanos, οι οποίοι προηγούνται με διαφορά στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ενδεχομένως ως αποτέλεσμα της σκληρής γραμμής που υιοθέτησαν στην πρόσφατη καταλανική κρίση, κανένα άλλο κόμμα δεν θέλει ακόμα εκλογές· ούτε το Λαϊκό Κόμμα, ούτε οι Σοσιαλιστές, ούτε το Ποδέμος, ούτε καν τα αυτονομιστικά κόμματα της Καταλωνίας, το καθένα για τους δικούς του λόγους. Πολλοί μάλιστα θεωρούν ότι μια ενδεχόμενη εξομάλυνση της καταλανικής κρίσης, διαμέσου προσέγγισης της νέας ισπανικής κυβέρνησης με τη νεοσύστατη καταλανική κυβέρνηση, θα αναχαιτίσει τον καλπασμό του Αλμπέρτο Ριβέρα, ηγέτη των Ciudadanos, προς την εξουσία.

Πόσο θα αντέξει;

Από την άλλη, όμως, πόσο μπορεί να αντέξει και τι πρωτοβουλίες μπορεί να πάρει μια κυβέρνηση μειοψηφίας 84 βουλευτών (από τους συνολικά 350), με την υπό όρους κοινοβουλευτική στήριξη ενός παράταιρου συνονθυλεύματος κομμάτων που περιλαμβάνει τους Kαταλανούς αυτονομιστές του PDeCAT και του ERC και τους Βάσκους εθνικιστές του PNV; Πέρα από κάποιες συμβολικές κινήσεις επαναπροσέγγισης και αποκλιμάκωσης των σχέσεων μεταξύ Μαδρίτης και Βαρκελώνης, οποιαδήποτε ουσιαστική παραχώρηση του Σάντσεθ στην καταλανική κυβέρνηση θα συνιστούσε ριζική μεταβολή πολιτικής κι ενδεχομένως πολιτική αυτοκτονία.

Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, μια αλλαγή κυβέρνησης δεν θα έπρεπε να συνιστά λόγο ανησυχίας και ασύστολης κινδυνολογίας στο πλαίσιο υγιών και παγιωμένων δημοκρατιών όπως αυτών της Ισπανίας και της Ιταλίας. Γιατί λοιπόν έχει χυθεί τόσο μελάνι στον διεθνή Τύπο για την εφαρμογή απλών συνταγματικών διαδικασιών στην τρίτη και την τέταρτη, αντιστοίχως, μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης; Και γιατί έχει επικρατήσει η τάση να ομαδοποιούμε τα πολιτικά συστήματα διαφορετικών χωρών και να τα βάζουμε στο ίδιο καζάνι;

Η απάντηση για μένα εντοπίζεται στο φαινόμενο της πόλωσης. Οι μακροχρόνιες διεργασίες και οι περιοδικές κρίσεις της παγκοσμιοποίησης έχουν αρχίσει να διαβρώνουν το οικοδόμημα της εθνικής δημοκρατίας στην Ευρώπη μέσω της αποσταθεροποίησης και του κατακερματισμού παγιωμένων κομματικών συστημάτων, τα θεμέλια των οποίων ετέθησαν κατά την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο. Ενώ λοιπόν το ιταλικό πολιτικό σύστημα δείχνει τάσεις έντονης πόλωσης στην ιδεολογική διάσταση εσωστρέφειας/εξωστρέφειας, η Ισπανία φαίνεται εγκλωβισμένη σε μια υπαρξιακή κρίση ως προς την εδαφική της ακεραιότητα. Το ισπανικό κομματικό σύστημα έχει κατακερματιστεί σε παλιά και νέα κόμματα κι έχει πολωθεί στον άξονα κέντρου/περιφέρειας. Εκεί που η Ευρώπη αποτελούσε το αγκυροβόλι για την παγίωση της νεότευκτης ισπανικής δημοκρατίας στη δεκαετία του ’80, η πρόσφατη κρίση του ευρώ και η εμβάθυνση της κοινής αγοράς έχουν επιτείνει από τη μια τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των ισπανικών περιφερειών κι έχουν δημιουργήσει από την άλλη πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση αντικρουόμενων εθνικισμών και την περιχαράκωση αλληλοαποκλειόμενων ταυτοτήτων.

«Αναπόδραστο τρίλημμα»

Συμπερασματικά, λοιπόν, οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ισπανία και την Ιταλία δεν αποτελούν απλώς πολυπαιγμένα ιντερλούδια στο θέατρο της πολιτικής, αλλά την πρώιμη έκφανση μιας επερχόμενης νέας τάξης πραγμάτων στο πλαίσιο του «αναπόδραστου τριλήμματος» του Ρόντρικ, δηλαδή της αδυναμίας συνύπαρξης μεταξύ παγκοσμιοποίησης, δημοκρατίας και εθνικής κυριαρχίας.

* Ο κ. Νικήτας Κωνσταντινίδης ([email protected]) είναι επίκουρος καθηγητής του Instituto d’ Empresa της Μαδρίτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή