Μόνο που είναι λιγάκι αψίκορος. • Φουντώνει κάπως εύκολα • -τόσα που έχει περάσει μετανάστης σε μια χώρα σαν τη δική μας. • Που την αγαπάει και σαν δική του πια, • αφού έχει σπουδάσει τη γλώσσα μας στο πανεπιστήμιο, • έχει δεκάχρονη θυγατέρα από την Ελληνίδα γυναίκα του • και ζει εδώ πολλά χρόνια.•
Νεότατος ακόμα ο Αιγύπτιος δάσκαλός μου των αραβικών • αλλά έχει γευτεί πολλή καταφρόνια. • Και δεν κρατιέται πια «να μη βάζει στη θέση του τον αγενή που του μιλάει στον ενικό επειδή είναι μετανάστης». •
Του παρατηρώ ότι το ίδιο «άνετοι» είναι πλέον οι Ελληνες απευθυνόμενοι και στους ομοεθνείς τους. • Κι αν έχεις το κουράγιο να αντιδράσεις, • το λιγότερο είναι η αποστομωτική απάντηση • «Εγώ μιλάω στη δημοτική». •
Φίλος θυμήθηκε το άλλο άνετο • -«Α, εγώ δεν τα πάω καλά με την ορθογραφία»- • παιδί κι αυτό, είπε, της «αυταρέσκειας της αμορφωσιάς», • που λέει κι ο Δημοσθένης Κούρτοβικ (στα Νέα), όπως έγραφα προ καιρού. • Κι επειδή αυτή η «αυταρέσκεια» εμένα κάτι μου κάνει • (κι ύστερα λέω «αψίκορο» τον καημένο τον Εμάντ) • επιτρέψτε μου να επικαλεστώ ένα σχόλιό μου που είχε δημοσιευθεί ήδη προ 15ετίας στην «Κ» (17.7.1999 σελ. «Απόψεις»). •
«–Α, ξέρετε, εγώ με την ορθογραφία δεν τα πήγαινα ποτέ καλά! •
Το είπε και ξεμπέρδεψε. • Τίναξε και το μαλλί πίσω, • σαν να έλεγε πως τη συνάδελφο εκεί στη γωνία δεν την πάει, δεν έχουν σχέση, • επομένως μην τις συσχετίζετε, εντάξει; • Κάτι προσωπικό δηλαδή, εντελώς άσχετο με τη δουλειά. •
Οχι πως αυτή η φράση δεν ακουγόταν ανέκαθεν. • Αλλά τουλάχιστον, • όταν ο τολμηρός έπαιρνε την απόφαση να πει κάτι τέτοιο, • και ιδίως στον χώρο της δουλειάς του, • και μάλιστα όταν αυτή η δουλειά είχε σχέση με το γράψιμο, • λεγόταν με έναν τόνο απολογητικό συνήθως, • με ένα κοκκίνισμα μερικές φορές, • με έναν τόνο που είχε συνείδηση μιας σοβαρής αδυναμίας και που ζητά κατανόηση. • Ακόμη κι όταν διατυπωνόταν σε τόνους ανάλαφρους ή δήθεν δεν-με-μέλει, • δεν ήταν δύσκολο να διακρίνεις από κάτω μια κάποια ντροπή, μια συστολή. •
Τώρα πολλοί, • ακόμη και από αυτούς που η δουλειά τους απαιτεί γράψιμο, • δεν ξέρουν τι σημαίνει αυτό που δεν ξέρουν, που δεν έμαθαν, που δεν τους ενδιαφέρει να μάθουν • και που, κατά τα φαινόμενα, ποτέ δεν θα μάθουν. •
Ελεγε προ ημερών συνάδελφος, ο οποίος, • λόγω της θέσης του στην εφημερίδα που εργάζεται, • έρχεται σε επαφή με τα «χειρόγραφα» πολλών νέων συντακτών, • ότι σπάνια βρίσκεις πια μέτριο, έστω, γνώστη ορθογραφίας ανάμεσά τους. • Φυσικά, αυτό δεν αφορά τους νέους συντάκτες μόνο. • Οπου και να στραφείς, αδράχνεις απτή την ανορθογραφία, • την αδυναμία να συνταχθούν πέντε κουβέντες στη σειρά, • την ακυριολεξία, • το γρύλισμα ενίοτε μιας γλώσσας που θυμίζει ελληνικά. • Με κορυφαίους του χορού βέβαια τηλεοράσεις και ραδιόφωνα • -εκεί όπου η ανορθογραφία κυριολεκτικά βγάζει γλώσσα. •
–Δεν ξέρω ορθογραφία και σκασίλα μου! •
Ο άνετος που το λέει πιστεύει πως πρόκειται για κάτι που δεν θα έχει καμία απολύτως επίπτωση στο επάγγελμα ή τη ζωή του. • Οχι μόνο γιατί τα συστήματα αυτόματης ορθογραφίας στα κομπιούτερ τον έχουν απαλλάξει από τις σχετικές σπαζοκεφαλιές, • αλλά γιατί δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι η ανορθογραφία, • το να μην έχεις «παιδευτεί» για να μάθεις σωστά τη γλώσσα σου, • είναι σαν τους ελαφρούς εκείνους πυρετούς που υποδηλώνουν σοβαρότατες ασθένειες • -στο πώς μιλάς, • πώς διατυπώνεις τις σκέψεις σου, • ακόμη και πώς σκέπτεσαι».
(Το Υποβολείο θα λείψει τις δύο επόμενες Κυριακές -όψιμη χρήση της θερινής του ανάπαυλας).