Τα του εισαγγελέα στον εισαγγελέα

Τα του εισαγγελέα στον εισαγγελέα

2' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Κανείς δεν κατάλαβε γιατί έκανε αυτόν τον κακό χαμό στη Βουλή η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου, σχετικά με τη συζήτηση και την ψηφοφορία για την άρση ασυλίας του κ. Αδ. Γεωργιάδη. Ο εικασίες που ακούγονται στους διαδρόμους της Βουλής είναι στη σφαίρα της ψυχολογίας και γι’ αυτό δεν μπορούν να τεκμηριωθούν. Το θέμα πάντως είναι ότι η νέα κοινοβουλευτική περίοδος ξεκίνησε με το ζερβό. Για μια τυπική διαδικασία, όπως ήταν η άρση της ασυλίας, η κ. Κωνσταντοπούλου πυροδότησε ανώφελη κι αναίτια ένταση -ποιος θα το περίμενε;- και παρ’ ολίγον θα έκανε ρυθμιστές της λειτουργίας της Βουλής δικαστικούς λειτουργούς που μπορεί να αποφασίζουν κατά τον α΄ ή β΄ τρόπο για την άδεια στους υπόδικους βουλευτές της Χρυσής Αυγής.

Συνεπώς είχε απόλυτο δίκιο ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος επεσήμανε στην πρόεδρο της Βουλής ότι «η άποψή σας είναι κραυγαλέα αντιθεσμική, αντίθετη στο Σύνταγμα και παραβιάζει κατά τρόπο βάναυσο την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Επιχειρήσατε με την άποψη που διατυπώσατε να υπαγορεύσετε κατά τρόπο αθέμιτο θεσμικά την πολιτική σας βούληση στον αρμόδιο Εισαγγελέα, δηλαδή σε έναν ανεξάρτητο ισόβιο δικαστικό λειτουργό που κρίνει δικανικά. Εσείς παραβιάσατε κατά τρόπο ασύστολο την αρχή της διάκρισης των εξουσιών».

Βεβαίως ο κ. Βενιζέλος -και οι άλλοι βουλευτές που συντάχθηκαν με την άποψή του- θα υπογράμμιζαν το δίκιο τους, αν η Βουλή αμέσως μετά τον καυγά δεν παραβίαζε κι αυτή την ίδια αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Το γεγονός ότι το σώμα συζήτησε τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και αποφάσισε να μην αρθεί η ασυλία του κ. Γεωργιάδη, επί της ουσίας υποκατέστησε ως μη όφειλε τη δικαιοσύνη.

Διαβάζοντας τα πρακτικά της συζήτησης, μπορούμε να εικάσουμε με περισσή ασφάλεια ότι η μήνυση κατά του κ. Γεωργιάδη ήταν αβάσιμη. Οπως επεσήμαναν πολλοί αγορητές -και της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης- ο μηνυτής είχε στόχο την προβολή του σε βάρος ενός προβεβλημένου πολιτικού στελέχους. Ομως η τεκμηρίωση των παραπάνω εικασιών έπρεπε να γίνει στο δικαστήριο και όχι στη Βουλή. Δηλαδή, αν η υπόθεση έπρεπε να πάει στο αρχείο, αυτό έπρεπε να το κάνει ο εισαγγελέας κι αν αυτός έκρινε εσφαλμένα, δεν ήταν δουλειά της Βουλής να τον «διορθώσει». Συζητώντας τα πραγματικά γεγονότα, η νομοθετική εξουσία τσαλαβούτησε ως μη όφειλε στα χωράφια της δικαστικής εξουσίας. Μόνη δουλειά της Βουλής (σύμφωνα με το άρθρο 61 του Συντάγματος: «ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων») είναι να κρίνει αν η μήνυση αφορά τα καθήκοντα του βουλευτή. Στην περίπτωση του κ. Γεωργιάδη η υπόθεση, ακόμη και αβάσιμη, δεν αφορούσε την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.

Η απόφαση της Βουλής ήταν σε βάρος του Συντάγματος και καθαρά συντεχνιακή. Οπως είπε και ο κ. Γεωργιάδης, η δική του άρση ασυλίας «θα ήταν σαν να ανοίγαμε ένα παράθυρο και οποιοσδήποτε θα ήθελε να αποκτήσει δημοσιότητα, να κάνει μήνυση σε έναν βουλευτή ή έναν υπουργό για να τον βγάλουν τα κανάλια. Κατά τη γνώμη μου, κάτι τέτοιο δεν πρέπει να το κάνουμε γιατί θα ανοίξουμε μια κερκόπορτα».

Τελικώς η κερκόπορτα έκλεισε, αλλά η πληγή στο Σύνταγμα παραμένει ορθάνοιχτη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή