Οι «χαμένοι» θησαυροί του Φεστιβάλ Αθηνών

Οι «χαμένοι» θησαυροί του Φεστιβάλ Αθηνών

5' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εξήντα χρόνια Φεστιβάλ Αθηνών. Εξι δεκαετίες γεμάτες με ξεχωριστές στιγμές. Παραστάσεις και συναυλίες που συχνά στάθηκαν αφετηρία για τη γνωριμία με σημαντικά έργα. Βραδιές με κορυφαίους ερμηνευτές, που δεν προσέφεραν μόνο αισθητική απόλαυση αλλά πολλές φορές στάθηκαν αφορμή για μια διαφορετική ματιά στα έργα, για παραπέρα αναζήτηση.

Τι έμεινε από όλα αυτά; Οσοι τα βίωσαν πιθανώς διατηρούν την ανάμνηση μιας ξεχωριστής εμπειρίας, που «έγραψε» μέσα τους. Ζουν ακόμα όσοι άκουσαν από τις κερκίδες του Ηρωδείου τον Κάραγιαν να διευθύνει. Οχι ένα, αλλά τρία καλοκαίρια.

Οσοι είχαν ακούσει τον Δημήτρη Μητρόπουλο, τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, τον Γιόζεφ Κριπς και τον Καρλ Μπεμ, τον Ερνέστ Ανσερμέ και τον σερ Τζον Μπαρμπιρόλι. Οσοι είχαν απολαύσει την Αστριντ Βάρναϊ ως Ιοκάστη στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Ορφ και είχαν ακούσει τον Κάρλος Κλάιμπερ να διευθύνει την «Αντιγόνη» του ίδιου συνθέτη. Οσοι είχαν χαρεί τη Λεονί Ρίζανεκ ως Σαλώμη του Ρίχαρντ Στράους σε σκηνοθεσία Βίλαντ Βάγκνερ και την Ινγκε Μπορκ, τη διασημότερη Ηλέκτρα της εποχής της, σε ακριβώς αυτό τον ρόλο της ομότιτλης όπερας του Στράους. Τα θυμούνται. Οι υπόλοιποι;

Κενά μνήμης

Αποτελεί κοινό μυστικό ότι στη χώρα μας οι περισσότεροι ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς ενδιαφέρονται ελάχιστα για την ανάδειξη της ιστορίας και του έργου τους. Τη στιγμή που, σε ό,τι αφορά τη μουσική, αντίστοιχοι οργανισμοί άλλων χωρών συνεργάζονται με τις κρατικές ραδιοφωνίες και εκδίδουν σημαντικές συναυλίες και βραδιές όπερας, στην Ελλάδα αποφασίζεται με δυσκολία ακόμα και η έκδοση φωτογραφικού λευκώματος.

Και όμως: τα τεκμήρια δεν λείπουν. Απλά, προς το παρόν, φαίνεται να τα αξιοποιούν άλλοι. Μένει αναπάντητο το ερώτημα πώς φτάνουν στα χέρια ξένων δισκογραφικών εταιρειών και εάν έχουν εξασφαλιστεί τα δικαιώματα. Οπως συχνά, στη μικρή μας Αθήνα και στην ακόμα μικρότερη ΕΡΤ, ακούγονται αρκετά. Ομως οι νομικές ευθύνες είναι το λιγότερο. Η ουσία είναι ότι εξακολουθούμε να αγνοούμε την πολιτιστική κληρονομιά, όση έχει διασωθεί, και συνεπώς δεν μπορούμε να την αξιοποιήσουμε κερδίζοντας από αυτή γνώση, κύρος και –γιατί όχι;– χρήμα.

Ενδειξη ότι τα «ανεπίσημα» ηχητικά τεκμήρια διατηρούν αμείωτο το διεθνές καλλιτεχνικό και εμπορικό ενδιαφέρον τους, αποτελεί το γεγονός ότι κατά διαστήματα εμφανίζονται νέες ηχογραφήσεις και ότι οι ήδη γνωστές περνούν από το ένα μέσο στο επόμενο, από δίσκους βινυλίου σε cd, αλλά και από τον κατάλογο μιας εταιρείας σε αυτόν μιας άλλης. Πρόχειρα, αναφέρει κανείς τουλάχιστον τρεις τέτοιες «πειρατικές» και μία ημι-επίσημη ηχογράφηση: έναν «Ιδομενέα» του Μότσαρτ από το 1955, εναρκτήρια χρονιά του Φεστιβάλ, έναν «Φιντέλιο» του Μπετόβεν ηχογραφημένο το 1957, το περίφημο ρεσιτάλ της Μαρίας Κάλλας που δόθηκε την ίδια χρονιά και το 1961 την παγκόσμια πρώτη της όπερας «Ναυσικά» της Γκλάνβιλ-Χικς με πρωταγωνίστρια την Τερέζα Στράτας κατά τη μοναδική της εμφάνιση στην Ελλάδα. Καθένα από τα τέσσερα είναι για τους δικούς του λόγους ανεπανάληπτο.

Οσα σώθηκαν

Ο «Ιδομενέας», καταγραφή παράστασης της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, δόθηκε στο Ηρώδειο στις 17 Σεπτεμβρίου 1955 ενώ η ηχογράφηση κυκλοφόρησε για πρώτη φορά μόλις το 2006. Διευθύνει ο διάσημος Ρουμάνος αρχιμουσικός Γιονέλ Περλέα, τακτικός προσκεκλημένος στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα, από τη Σκάλα του Μιλάνου ώς τη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης. Η ηχογράφηση ξεχωρίζει κυρίως για τη σπάνια παρουσία της διάσημης Αμερικανίδας υψιφώνου Ελινορ Στίμπερ στον ρόλο της Ιλιας, τη γεμάτη φλόγα ερμηνεία της Μαρίας Κερεστετζή στον ρόλο της Ηλέκτρας και τον νεότατο Κώστα Πασχάλη στον μικρό ρόλο του Αρβάκη. Το συγκεκριμένο έργο, που προφανώς επελέγη με κριτήριο το αρχαιοελληνικό του θέμα, προκαλούσε εκείνη την εποχή ακόμη αμηχανία, κυρίως επειδή ο ρόλος του Ινταμάντε έχει γραφεί από τον Μότσαρτ για ευνούχο τραγουδιστή (καστράτο). Συνήθης λύση ήταν να ερμηνεύεται από φωνή τενόρου, με συνέπεια ο ρόλος του Ιδομενέα, πατέρα του Ινταμάντε, παρότι γραμμένος για τενόρο να προσφέρεται σε βαρύτονο, ώστε να διατηρείται ο «ρεαλιστικός» συσχετισμός ανάμεσα στους δύο άνδρες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τον γιο ανέλαβε ο τενόρος Ντέιβιντ Λόιντ και τον πατέρα ο βαρύτονος Κωνσταντίνος Εγκο (λφόπουλος), τραγουδιστής με διεθνή παρουσία και συμπρωταγωνιστής της Μαρίας Κάλλας στο εξωτερικό. Εκτός από αυτή την παραχώρηση στην αισθητική της εποχής, σημειώνει κανείς εκτενείς περικοπές που πλήττουν την παρτιτούρα, τακτική εξίσου συνηθισμένη εκείνα τα χρόνια.

Στον «Φιντέλιο» του 1957, επίσης της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, πρωταγωνιστούσε η Μάρτα Μεντλ, σπουδαία βαγκνερική τραγουδίστρια και μία από τις διασημότερες ερμηνεύτριες της Λεονόρας/Φιντέλιο μεταπολεμικά. Αποτελούσε και αυτό ένα από τα χαρακτηριστικά του Φεστιβάλ: έφερνε τους καλλιτέχνες στην ακμή τους και για ρόλους για τους οποίους ξεχώριζαν. Την ορχήστρα διευθύνει ο επιφανής Γιάσα Χόρενσταϊν. Στην παράσταση, που καταγράφηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1957, τον Φλόρεσταν ερμηνεύει ο Ιταλός δραματικός τενόρος Τζουζέπε Τζαμπιέρι, ενώ στον ρόλο της Μαρτσελίνε ακούγεται η Ζωή Βλαχοπούλου, η οποία είχε αποδώσει τον ίδιο ρόλο πλάι στην Κάλλας στο Ηρώδειο τον Αύγουστο του 1944. Τότε, η παράσταση είχε προκαλέσει αμηχανία στα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, καθώς το ενθουσιασμένο κοινό φώναξε «Λευτεριά!» μετά το «χορωδιακό των φυλακισμένων».

Για το ρεσιτάλ της Κάλλας, το πιο διάσημο από τα «ανεπίσημα» τεκμήρια του Φεστιβάλ, δεν χρειάζεται ίσως άλλο σχόλιο, παρά μόνο η υπενθύμιση πως η ντίβα επέλεξε για ακόμη μία φορά να φανερώσει το εύρος του ρεπερτορίου της, ερμηνεύοντας την ίδια βραδιά αποσπάσματα από ιταλικές, γερμανικές και γαλλικές όπερες, τοποθετώντας πλάι πλάι την ονειρική Λουτσία του Ντονιτσέτι, την εύθραυστη Οφηλία από τον «Αμλετ» του Τομά και την εκστατική Ιζόλδη του Βάγκνερ.

Πόσα υπάρχουν ακόμη άραγε;

Η «Ναυσικά» της Πέγκι Γκλάνβιλ-Χικς, συνθέτριας γεννημένης στη Μελβούρνη, αποτελεί τεκμήριο της μοναδικής εμφάνισης της Τερέζας Στράτας στην Ελλάδα. Ηταν μόλις 23 ετών, στην αυγή της τεράστιας διεθνούς σταδιοδρομίας της και η νιότη της ακτινοβολούσε: «Η λαχταριστή, τεχνικώς άψογη φωνή της κυριάρχησε πάνω στις τεράστιες δυσκολίες του ρόλου, φτάνοντας στα ύψη του ντο και του ρε με αιθέρια εκφραστική χάρη και, όπου το απαιτούσε η δραματική στιγμή, με συναρπαστική ένταση», έγραφε ο Μίνως Δούνιας στην «Καθημερινή» (22.8.1961). Η ηχογράφηση, που πραγματοποιήθηκε λίγο μετά την πρεμιέρα, το επιβεβαιώνει. Απέναντί της, στον ρόλο του Αίθωνα, ακούγεται ο τότε επίσης ανερχόμενος βαρύτονος Τζον Μοδινός.

Αραγε, ποιος γνωρίζει πόσα αναξιοποίητα τεκμήρια υπάρχουν ακόμη; Μήπως τα ρεσιτάλ του Ρίχτερ και του Οϊστραχ ή, πιο πρόσφατα, το «Ρέκβιεμ» του Βέρντι υπό τον Αμπάντο στην Επίδαυρο και η «Κάρμεν» με Μπάλτσα και Καρέρας στο Ηρώδειο; Μακρύς ο κατάλογος. Οτι οι ηχογραφήσεις θα μπορούσαν να συνεισφέρουν πολλαπλά στο κύρος –και στα έσοδα– του φεστιβάλ είναι προφανές. Ο τρόπος να γίνει αυτό, βρίσκεται. Αρκεί να αισθάνεται κανείς υπερήφανος για την κληρονομιά του και πρόθυμος να την υπερασπιστεί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή