Η κρίση στο Φεστιβάλ Δράμας

Η κρίση στο Φεστιβάλ Δράμας

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ανεβαίνοντας στα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας στη Δράμα για το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, το οποίο διοργανώνεται κάθε χρόνο τέτοιο καιρό στη μακεδονική πόλη, ήμουν υποψιασμένος για το περιεχόμενο των ταινιών που θα βλέπαμε τουλάχιστον από τους Ελληνες διαγωνιζόμενους. Σενάρια τοποθετημένα μέσα στο περιβάλλον της κρίσης, κοινωνικός προβληματισμός, ισχυρά πολιτικά και ανθρωπιστικά μηνύματα. Και δικαίως· οι νέοι, ως επί το πλείστον, δημιουργοί των ταινιών μικρού μήκους παραδοσιακά αφουγκράζονται τον παλμό των τριγύρω εξελίξεων και τον μεταφέρουν –με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία– στην οθόνη. Οφείλω να ομολογήσω πως ο τελικός απολογισμός μάλλον με εξέπληξε θετικά.

«Πραγματικό» καδράρισμα

Οι περισσότερες από τις αξιόλογες ταινίες του φετινού ελληνικού διαγωνιστικού τμήματος ήταν μεν προσανατολισμένες (πολύ φυσιολογικά) στην ευρύτερη θεματική της κρίσης, εξέταζαν ωστόσο το ζήτημα με ματιά πιο ώριμη και κυρίως στοχευμένη, είτε σε συγκεκριμένες πτυχές είτε στο ευρύτερο καδράρισμα της σύγχρονης πραγματικότητας. Από τα καλύτερα παραδείγματα της παραπάνω προσέγγισης αποτελεί το «Euroman» του διαμένοντος στη Δανία Γαβριήλ Τζάφκα. Η ταινία, η οποία απέσπασε και το δεύτερο βραβείο του φεστιβάλ, μας ξεναγεί στην καθημερινότητα ενός ανερχόμενου μπίσνεσμαν του δυτικού κόσμου. Με συνεχόμενες, έντονα στυλιζαρισμένες σεκάνς –συνέντευξη για δουλειά, ραντεβού μέσω Facebook, κούρεμα πολυτελείας κ.ά.– ο Τζάφκας επιτυγχάνει να ζουμάρει στο επιφανειακό και το «σάπιο» μιας κάστας που φαινομενικά ευημερεί, υπονοώντας πολύ περισσότερα από αυτά που δείχνει ο φακός. Η τελική σκηνή είναι αντιπροσωπευτική· ο Euroman αξίζει μόνο όσα μπορούν να αγοράσουν τα λεφτά του.

Ενα άλλο σοβαρό πρόβλημα του σύγχρονου ανθρώπου εξερευνά ο επίσης «ξενιτεμένος» Νίκος Τσεμπερόπουλος με το «Simon Says». Ο γιος του γνωστού σκηνοθέτη Γιώργου Τσεμπερόπουλου προσεγγίζει το θέμα της αποξένωσης μέσα από την ιστορία ενός μοναχικού ανθρώπου, ο οποίος εισβάλλει στο σπίτι κάποιου ζευγαριού και υπό την απειλή όπλου, τους αναγκάζει να περάσουν ένα «φιλικό» βράδυ μαζί του. Κι αν οι προηγούμενες δύο ιστορίες αφορούν το παρόν που υπάρχει γύρω μας, μια άλλη, αυτή της Ιφιγένειας Κοτσώνη, μας μεταφέρει στο μέλλον. Ο «Σπόρος» είναι τοποθετημένος σε μια α λα «Blade Runner» δυστοπική Αθήνα, όπου ένας γιγαντιαίος πύργος δεσπόζει δίπλα στον Βράχο της Ακρόπολης, φτάνοντας ώς τα σύννεφα. Εκεί κάποιοι προνομιούχοι γευματίζουν σε πανάκριβα εστιατόρια, εντελώς αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Ο τελευταίος ελέγχεται απόλυτα από τις αυταρχικές «δυνάμεις ασφαλείας» που θα συλλάβουν μια νεαρή «ντίλερ» λαχανικών, η καλλιέργεια των οποίων απαγορεύεται αυστηρά. Αστυνομική/κρατική αυθαιρεσία, οικολογία και μελλοντολογικός εφιάλτης περνούν μπροστά από τον φακό, με τεχνική αρτιότητα που αναγνωρίστηκε αναλόγως και στα βραβεία του φεστιβάλ.

Σε ελληνικό τοπίο

Τρεις ακόμα ταινίες εστιάζουν σε κοινωνικά ζητήματα, τοποθετημένες ωστόσο αυτή τη φορά στο γνώριμο ελληνικό τοπίο. Η «Joanna» του Παναγιώτη Φαφούτη παρακολουθεί μια μεσήλικη γυναίκα (Υβόννη Μαλτέζου), η οποία ντυμένη νύφη διασχίζει την πόλη, καταλήγοντας στο λιμάνι του Πειραιά. Εκεί στέκεται μπροστά στο καράβι που φτάνει σαν να περιμένει την αγάπη της. Με εκπληκτική απλότητα και τη συνοδεία του όμορφου σκορ της Μαριέττας Φαφούτη, το φιλμ λύνει το αίνιγμά του στο τέλος, διασκευάζοντας ιδανικά έναν παλιό αστικό μύθο. Από την πόλη στην ελληνική επαρχία και το «4 Μαρτίου» του Δημήτρη Νάκου, όπου μια νεαρή Ουκρανή βρίσκεται μπλεγμένη ανάμεσα στα προσωπικά της προβλήματα και τα στεγανά της μικρής κοινωνίας. Η «Κατηφόρα», τέλος, του Στέλιου Καμμίτση ασχολείται με το θέμα των διακρίσεων και της ομοφοβίας με έξυπνο και χιουμοριστικό τρόπο. Η υπέροχη Λυδία Φωτοπούλου βρίσκει χημεία με τον Λουκιανό Μοσχονά σε έναν σπαρταριστό διάλογο, που περνάει από πολλές στροφές (κυριολεκτικές και μεταφορικές) για να το πάρει τελικά «αλλιώς». Στις 6 ταινίες που παρουσιάστηκαν παραπάνω θα μπορούσαν να προστεθούν 2-3 ακόμη. Ενα πάντως μοιάζει βέβαιο: το ελληνικό σινεμά είναι ώριμο, συνειδητοποιημένο και με μέλλον.

Αλλης οπτικής

Ειδική μνεία αξίζουν δύο από τα φιλμ της Δράμας, τα οποία δεν εντάσσονται (αυστηρά τουλάχιστον) στην κατηγορία του κοινωνικού προβληματισμού. Το «Σύκο» του Νικόλα Κολοβού, το οποίο κέρδισε και το πρώτο βραβείο του φεστιβάλ, μιλάει με τρυφερό και συνάμα χιουμοριστικό τρόπο για το τέλος-θάνατο. Ενας ηλικιωμένος άντρας κάπου στην επαρχία περνάει μια μικρή οδύσσεια, προκειμένου να ικανοποιήσει την τελευταία επιθυμία της ετοιμοθάνατης συζύγου του: να της βρει ένα σύκο. Καθώς ο χρόνος τελειώνει και οι δυνάμεις της φύσης φαίνεται να συνωμοτούν ενταντίον του, ο πρωταγωνιστής βρίσκει τη δύναμη να τραβήξει μπροστά οδηγούμενος από τη θέληση μιας αγάπης-χρέους, τόσο ισχυρής που αψηφά τα πάντα. Στον αντίποδα του βραβευμένου «Σύκου» βρίσκεται ο μάλλον αδικημένος «Ανάδρομος». Το φιλμ του Βασίλειου Κεκάτου μας μεταφέρει σε ένα σκηνικό βγαλμένο από ταινία του Σορεντίνο. Μια γυναίκα παγιδευμένη στον πολυτελή βίο της παίρνει μια ανορθόδοξη απόφαση, προκειμένου να δραπετεύσει – ή απλώς να σπάσει το βαρετό της καθημερινότητας. Οι καλύτερες ταινίες του φεστιβάλ θα προβληθούν στο Τριανόν, 29/10 – 4/11.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή