Ενας «απίστευτος πλούτος»…

Ενας «απίστευτος πλούτος»…

3' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αρχίνησε χειλάκι μου, και συ γλώσσα ’πηρέτα,

και συ καημένε λογισμέ, όσα

κι αν ξεύρεις, πε’ τα.»

Με αυτό το δημοτικό δίστιχο ως μότο, ο Παντελής Μπουκάλας άρχισε –με τη γενναία απόφαση των εκδόσεων Αγρα– να παραδίδει στο κοινό την, κάτω από τον γενικό τίτλο «Πιάνω γραφή να γράψω… Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι», σειρά των 16 προγραμματισμένων «δοκιμηγημάτων» του, όπως παιγνιωδώς κάπου τα ονομάζει. Πρώτος τόμος και πρώτο δοκίμιο: «Οταν το ρήμα γίνεται όνομα: Η “Αγαπώ” και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών». Πώς διαμορφώνεται στο λόγιο και λαϊκό γλωσσικό εργαστήριο από το ρήμα σε όνομα, το «λιτότερο αλλά και πληρέστερο», αυτή η «Αγαπώ» και ο σύστοιχός της ο «Αγαπώς», μας το λέει ο Μπουκάλας σ’ αυτό το πρώτο του εκτενές δοκίμιο.

Τυπωμένη την πρωτοσυναντάμε το 1584 στον τόμο του Μαρτίνου Κρούσιου «Turcograeciae» που εκδόθηκε στη Βασιλεία. Την είχε καταγράψει (εικάζεται κάπου μεταξύ Κύπρου και Πελοποννήσου ή πάνω σε καράβι) και του την προσέφερε ο Καθαρίνος ο Γλυκύς. Την αποκατέστησε ο Μανούσακας: «Η δώστε μου την αγαπώ…». Αυτήν θαυμάζει ο ανώνυμος ποιητής: «Απάντησα την ηγαπώ από λουτρού λουσμένη». Αυτήν, άλλος, βλέπει και δεν μπορεί να την ξεχάσει: «Μάτια μου και ματάκια μου, προδότες του κορμιού μου, / εσείς που την εφέρετε, την αγαπώ, στο νου μου». Κι αυτή, αλλά κι ο «Αγαπώς» τρελαίνει κόσμο όπου μιλιέται η ελληνική· στην Ηπειρο, στον Πόντο, στην Κύπρο, στην Κρήτη, στην Ιωνία, στο Αιγαίο και στο Ιόνιο. Και περνούν μετά στον Κορνάρο, τον Χορτάτση, τον Μόρμορη, τον Σολωμό

(«Ο Κρητικός»: «μιν ιδετε τιν ιγαπο τιν ομορφία τυ πρότυ» – μόνο στα Αυτόγραφα), τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, τον Βάρναλη· αλλά μάλλον όχι στον Παλαμά, που όμως την γνώριζε. Με βάση τα πολλά παραδείγματα από τη δημοτική και την προσωπική ποίηση που παραθέτει για την «Αγαπώ» και τον «Αγαπώ», ο Μπουκάλας υπογραμμίζει ότι «έχουμε να κάνουμε με γενικευμένη χρήση και όχι με ένα εύρημα-μετεωρίτη». Και αυτό δικαιολογεί, νομίζω, τη σύνθεση ενός ολόκληρου δοκιμίου 425 σελίδων, από τις 583 αυτού του πρώτου τόμου.

Πρόκειται, στο προγραμματισμένο σύνολό της, για την περίπου ολοκληρωμένη, επίμοχθη εργασία 25 έως τώρα ετών στην οποία ο μελετητής αποδύθηκε από την παιδιόθεν βίωση, στον γενέθλιο τόπο την Παλαιοκατούνα, του τρισυπόστατου (λόγος, μέλος, χορός) δημοτικού τραγουδιού. Τον «απίστευτο αποκαλυπτικό πλούτο» του οποίου θέλει να μας μεταπροσφέρει. Ως άνθρωπος που έζησε και ζει το δημοτικό τραγούδι – έστω και αν η φορά του βίου του δεν τον οδηγεί πια στην όρχηση. Ως ποιητής που αντλεί και από αυτό, όπως άντλησαν ο Παλαμάς, ο Μαλακάσης, ο Σικελιανός, ο Μόντης, ο Γκάτσος. Ως μελετητής που γνωρίζει και εκτιμά πως ο Σολωμός, ο Καρυωτάκης, ο Σεφέρης «έσκυψαν στο δημοτικό για να εδραστούν και να κατακτήσουν το ύψος τους». Ως αισθητής που το ξεκαθαρίζει από τα δημοτικοφανή υποπροϊόντα. Ως γραμματικός που ανιχνεύει και αποσπά από αυτό ψήγματα γλωσσικού χρυσού. Ως αμφισβητίας που αμφιβάλει, σε κάποιες περιπτώσεις, για τον αν είναι κάποιοι στίχοι του κρίκοι της συνέχειας. Ως πολίτης που διακρίνει την κάποτε εθνοκαπηλική χρήση του. Τέλος, ως αφηγητής που γνωρίζει να λέει «όσα κι αν ξεύρει» ο λογισμός του.

Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του ερασιτέχνη-αυτοδίδακτο που «δίχως τον εξοπλισμό που προσφέρει η εκπαιδευτική διαδικασία, ακολουθεί ανάποδη διαδρομή και “βρίσκει” πράγματα ήδη ειπωμένα». Αυτά τα ήδη ειπωμένα –στον πρώτο ώς τώρα τόμο– ανασυνδέονται και αναδιατάσσονται δημιουργικά σε ένα νέο σύνολο που διαμορφώνεται από την ασκημένη για δεκαετίες κριτική σκέψη του, την καταφανή οικείωσή του με την ελληνική γραμματεία (αρχαία, μεσαιωνική και νέα) και τις ευρείες αναφορές στο σώμα των σχετικών με το θέμα του νεώτερων μελετών.

Εχοντας τη χάρη της γραφής, ο Μπουκάλας μετατρέπει το κείμενό του σε απολαυστικό «δοκιμήγημα», περνώντας, ώρες ώρες, αφηγηματικά και με χιούμορ από τη μία λεξικογραφική αναφορά στην άλλη, ενώ το πρωτογενές υλικό της δημοτικής ποίησης –αντλημένο από 180 συλλογές και 50 έργα γενικότερου λαογραφικού ενδιαφέροντος– κυλά σαν γάργαρο νερό στον πρώτο εκδομένο τόμο. Υπάρχουν σελίδες ολόκληρες ή ακόμα δυο και τρεις μαζί, όπου η αφήγηση, με ζωοδότη ποταμό πάντα το δημοτικό τραγούδι, ξεδρομίζει σε ποταμάκια όπου βρίσκει κανείς μικρές μελέτες από το θεματικό εύρος της όλης ελληνικής γραμματείας και ιδιαίτερα της ποίησης· μάλιστα κάποιες από αυτές «σκανδαλώδεις» εν τη αθυροστομία τους με στίχους όπως «κουκουροβικινατόρες, φουκτοκωλυτρύπατοι», γευστικότατες με πλήθος ψάρια, τουρσιά, κρέατα και ομελέτες με… ανεμώνες ή ακόμα ξεκαρδιστικές πολυσύνθετες λέξεις, όπως η μεγαλύτερη της γραμματείας μας από τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη με 172 γράμματα. Ετσι, διαβάζονται χωρίς δυσφορία ακόμα και οι 135 πυκνοτυπωμένες σελίδες σημειώσεων.

Στον πρόλογό του ο Μπουκάλας ομολογεί: «Τα δημοτικά τραγούδια, τυπωμένα ή τραγουδισμένα, τα πλησιάζω πάντοτε αισθηματικά…». Τώρα, ο ίδιος αποδεικνύεται, πράξει, ο «Αγαπώς» της δημοτικής μας ποίησης. Οπως το δημοτικό τραγούδι αγαπά τις γυναίκες για τις οποίες ο Μπουκάλας κατέγραψε περίπου 180 επίθετα, από τη «μοσχοκανελοκόκαλη» ώς τη «ζαχαρογλωσσάτη».

Ας έχει δύναμη και πάθος γι’ αυτόν τον μεγάλο έρωτα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή