Φυγάδες στην Αλβανία του Χότζα

Φυγάδες στην Αλβανία του Χότζα

3' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις αρχές Μαΐου του 1949 ένα πολωνικό πλοίο που μετέφερε εφόδια για τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας άραξε στο Δυρράχιο. Οι αλβανικές αρχές του καθεστώτος Ενβέρ Χότζα προσπάθησαν να οικειοποιηθούν για τις δικές τους ανάγκες μέρος της βοήθειας. Ο υπ’ αριθμ. 2 του ΚΚΕ, Β. Μπαρτζιώτας, «εκλιπαρούσε τον Μεχμέτ Σέχου, υπουργό Εσωτερικών και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, αλλά η αλβανική πλευρά προέβαλε σειρά εμποδίων και κωλυμάτων, επικαλούμενη ως αιτία καθυστέρησης μηχανική βλάβη στο πλοίο».

Κάπως έτσι αρχίζει η μεταπολεμική σχέση Αλβανών και Ελλήνων κομμουνιστών που καθορίζει στη συνέχεια τη θέση των Ελλήνων προσφύγων στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα. Αυτή την αδύνατη συνύπαρξη σκιαγραφεί με πολλές αναφορές σε αδημοσίευτο υλικό ο ιστορικός Σταύρος Ντάγιος στο βιβλίο του «Ελληνες πρόσφυγες στην Αλβανία 1945-1990», καθιστώντας το βιβλίο μοναδικό ανάγνωσμα.

Ο συγγραφέας δεν καταγράφει μόνο τα διαφωνούντα κομματικά μέλη που δεν αναγνωρίζουν την αλβανική ορθοδοξία αλλά ακόμα και την κομματική καθοδήγηση σε μια χώρα που είναι σε ακήρυκτο πόλεμο με τη Σοβιετική Ενωση και θεωρεί εξ ορισμού ύποπτο το ΚΚΕ και την τοπική του οργάνωση. Τι και αν κάποια από τα μέλη του αναλαμβάνουν, σύμφωνα με τις ελληνικές υπηρεσίες ασφαλείας, να στήσουν ασυρμάτους και δίκτυα πληροφοριών στην Ελλάδα με αλβανική υποστήριξη, κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του ’50; Μάλιστα, στη δίκη του Λευτέρη Βουτσά που δρούσε στην Αλβανία και απελάθηκε από εκεί, οι ελληνικές αρχές ενέπλεξαν και τον μετέπειτα διευθυντή της «Κ» Αντώνη Καρκαγιάννη ως ενεχόμενο σε αδικήματα που στρέφονται «κατά της ασφάλειας των ενόπλων δυνάμεων…».

Ενα ιδιαίτερο κεφάλαιο στο βιβλίο του Ντάγιου είναι η σχέση όσων ζούσαν στην Αλβανία με τις αρχές ασφαλείας. Στην Αλβανία υπήρχαν, εκτός από μέλη και συμπαθούντες του ΚΚΕ, 560 κτηνοτρόφοι (η πλειονότητά τους επαναπατρίστηκε με χιλιάδες ζώα), 116 αυτόμολοι του Ελληνικού Στρατού, ακόμα και απαχθέντες ή ποινικοί που είχαν φύγει από την Ελλάδα.

Οι αυτόμολοι κατά κανόνα κλείνονταν σε στρατόπεδα για «μοναρχοφασίστες» στα οποία, όμως, όπως αποκαλύπτει ο Ντάγιος, φιλοξενούνταν «για παραδειγματισμό», όπως επίσης και «δημοκράτες που είχαν υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα». Ο Ντάγιος γράφει ότι στους αρχικούς σχεδιασμούς των Αλβανών ήταν ο διαχωρισμός «δημοκρατών» και «μοναρχοφασιστών», αλλά σε μια φτωχή χώρα όπως η Αλβανία μία πενταετία μετά το τέλος του πολέμου αυτό αποδείχθηκε πρακτικά αδύνατο.

Σε μια αναφορά της κρατικής διεύθυνσης ασφαλείας ομολογείται ότι: «Οι Αρχές μας τους προσέβαλαν, τους βασάνιζαν για την παραμικρή διολίσθηση, ενώ αντιθέτως, παρείχαν διευκολύνσεις σε όσους εκδήλωναν καλή συμπεριφορά και σε όσους είχαν αναλάβει την εσωτερική οργάνωση των εγκλείστων, και αυτοί, με τη σειρά τους, τιμωρούσαν ανεξέλεγκτα τους ανυπάκουους με πλημμελείς τρόπους, περικόπτοντας τη σίτιση, βασανίζοντας ή διαπομπεύοντάς τους δημοσίως… Η αντιμετώπισή τους από υλικής και ηθικής πλευράς δεν ήταν καλή, αφού η σίτιση ήταν ελάχιστη και για τον λόγο αυτό αναγκάζονταν να καταφύγουν σε κατανάλωση χόρτων, χελωνών, βατράχων. Ολοι τους κοιμόντουσαν σε αχυροκαλύβες, οι οποίες έσταζαν νερό, δεν είχαν επαρκή ένδυση, δεν τους παρεχόταν ιατρική περίθαλψη, δεν είχαν συνθήκες υγιεινής… Ολοι ήταν φορτωμένοι ασθένειες…».

Απελπισία

Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και οι τρόποι αυτοκτονίας είχαν μια βαθιά απελπισία: «Ο στρατιώτης Πασσάς από τον Πειραιά έμπηξε δύο καρφιά στην καρδιά και αυτοκτόνησε…», ενώ «ο Χαράλαμπος Διανέλλης, μάγειρας, αυτοκτόνησε χτυπώντας το κεφάλι του με βαρίδια ζυγαριάς…».

Αυτές οι συνθήκες οδηγούσαν σε κοινές απόπειρες «δημοκρατών» και «μοναρχοφασιστών» να το σκάσουν από την τεράστια φυλακή που ήταν η Αλβανία με πολύ μικρή επιτυχία (μόνο δύο τα κατάφεραν). Μέσα στις φυλακές οι Αλβανοί στρατολόγησαν 61 πληροφοριοδότες απειλώντας τους –με τι άλλο;– με «εξαφάνιση». Πολλοί  ήταν αυτόμολοι που ενέδιδαν στον βωμό της ψυχικής και σωματικής επιβίωσης.

Ισως οι πιο ελεύθεροι από τις ομάδες των Ελλήνων στη χοτζική Αλβανία του Ντάγιου να ήταν οι κτηνοτρόφοι. Πήγαιναν όπου ήθελαν (σχεδόν) με τα ζώα τους, παραβίαζαν τους κανόνες, με αποτέλεσμα να τους κατηγορήσουν οι αλβανικές αρχές για «κατασκοπεία υπέρ της Ελλάδος», ενώ άλλοι πωλούσαν τα γαλακτοκομικά τους προϊόντα ζητώντας να πληρωθούν σε χρυσό. Αυτοί εξεγέρθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και στην πλειοψηφία τους επαναπατρίστηκαν στην Ελλάδα.

​​Σταύρος Γ. Ντάγιος, Ελληνες πρόσφυγες στην Αλβανία 1945-1990, εκδ. Literatus, Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 368.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή