Δημοσίευση και Δικαιοσύνη

4' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ «The Post», που παρουσιάζει τις κρίσιμες ημέρες του 1971 όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπαθούσε να απαγορεύσει στις εφημερίδες New York Times και Washington Post να δημοσιεύσουν απόρρητη έκθεση που αποκάλυπτε ότι το υπουργείο Αμύνης θεωρούσε το Βιετνάμ χαμένη υπόθεση, δικαίως χαιρετίστηκε ως ωδή στην ελευθερία του Τύπου. Θα μπορούσε, όμως, να ερμηνευθεί και για κάτι άλλο, που περνάει σχεδόν ασχολίαστο στην ταινία – ένα εγκώμιο για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, αλλά και άλλων δικαστηρίων, που έκριναν ότι δεν υφίστατο λόγος να απαγορευθεί η δημοσίευση των λεγόμενων «αρχείων του Πενταγώνου». Η ταινία έχει ιδιαίτερη σημασία για τη δική μας εποχή, όπου ο Τύπος βρίσκεται σε μάχη επιβίωσης την ίδια στιγμή που είναι πιο αναγκαίος από ποτέ. Την ίδια ώρα, δείχνει ότι ο σημερινός κόσμος είναι πολύ διαφορετικός απ’ αυτόν του 1971 και του 1974, όταν οι αποκαλύψεις της Washington Post για το σκάνδαλο Ουότεργκεϊτ οδήγησαν σε παραίτηση τον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον. Σήμερα, αυστηρότεροι νόμοι, στρατευμένα δικαστήρια, διαπλεκόμενοι ιδιοκτήτες και ο κατακερματισμός της επιρροής του λεγόμενου «παραδοσιακού» Τύπου καθιστούν το έργο των δημοσιογράφων –τη δημοσίευση– πιο δύσκολο.

«Το θέμα της δημοσιοποίησης των “αρχείων του Πενταγώνου” μπορεί να ήταν πιο σημαντικό (από το Ουότεργκεϊτ), από την άποψη του να μην αφήνουμε την κυβέρνηση να δρα χωρίς έλεγχο», είπε ο θρυλικός διευθυντής της Washington Post, Μπεν Μπράντλι, σε συνέντευξη με την «Κ» το 2004. Η δημοσίευση των αρχείων, όπου πρωτοστάτησαν οι New York Times και ακολούθησε η Washington Post, και η έρευνα του Ουότεργκεϊτ, που αποκάλυψε τα αθέμιτα μέσα με τα οποία ο Νίξον διαχειριζόταν την εξουσία, καθόρισαν τον ρόλο του Τύπου ως ελεγκτή των εξουσιών – της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής. Ο Μπράντλι (τον οποίο υποδύεται ο Τομ Χανκς) πρωταγωνιστεί στην ταινία του Σπίλμπεργκ, μαζί με την Κάθριν Γκράχαμ (Μέριλ Στριπ), ιδιοκτήτρια και εκδότρια της Washington Post. Η ταινία έχει σχολιαστεί, δικαίως, για το γεγονός ότι υποβαθμίζει τον ρόλο που έπαιξαν οι New York Times στη δημοσίευση των «αρχείων του Πενταγώνου» και στην υποστήριξη του δικαιώματος αυτού προς το Ανώτατο Δικαστήριο. Σημαντική είναι η δήλωση του Μπράντλι μετά τόσα χρόνια, ότι η υπόθεση στην οποία ο ίδιος και η εφημερίδα του ήσαν συμπρωταγωνιστές ήταν σημαντικότερη από την υπόθεση Ουότεργκεϊτ, όπου και ο Μπράντλι και η εφημερίδα του δοξάστηκαν.

Οι υποθέσεις των «αρχείων του Πενταγώνου» και του Ουότεργκεϊτ απέδειξαν ότι το σύστημα θεσμικών ισορροπιών λειτούργησε όπως το είχαν οραματιστεί οι ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο δρόμος δεν ήταν εύκολος, ούτε αυτονόητος. Στην περίπτωση των αρχείων, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε με 6-3 ψήφους, με έντονες διαφωνίες μεταξύ των δικαστών. Αναγνώρισε ότι η δημοσίευση απόρρητων εγγράφων θα μπορούσε να βλάψει την εθνική ασφάλεια, σημειώνοντας όμως ότι στην περίπτωση αυτή η κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει ότι αυτό θα συνέβαινε. Στην περίπτωση Ουότεργκεϊτ, ειδικός ανακριτής, που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης, αποπέμφθηκε από τον Νίξον, μια υπέρβαση που οδήγησε ευθέως στην αναγκαστική παραίτηση του προέδρου.

Σήμερα ο ένοικος του Λευκού Οίκου, Ντόναλντ Τραμπ, βρίσκεται και αυτός σε συνεχή διαμάχη με τον Τύπο, ενώ ειδικός ανακριτής διερευνά το ενδεχόμενο ρωσικής ανάμειξης στην εκλογική εκστρατεία του 2016. Ο Σπίλμπεργκ ανέβαλε την ολοκλήρωση μιας άλλης ταινίας για να καταπιαστεί αμέσως με την «The Post». «Υπήρχε μια επείγουσα ανάγκη για αυτή την ταινία λόγω του κλίματος της σημερινής κυβέρνησης, που βομβαρδίζει τον Τύπο και αποκαλεί την αλήθεια ψέμα όταν δεν τη βολεύει», είπε ο σκηνοθέτης σε συνέντευξη στον χθεσινό Guardian. «Απεχθάνομαι τη φράση “εναλλακτικά δεδομένα”, επειδή πιστεύω σε μόνο μία αλήθεια, την αντικειμενική». Εδώ σημειώνουμε τη δεύτερη διαφορά με την εποχή του απογείου της ισχύος του Τύπου: σήμερα δεν είναι δεδομένο ούτε ότι τα δικαστήρια θα υποστηρίξουν το δικαίωμα στη δημοσίευση, καθώς το νομικό οπλοστάσιο υπέρ της εξουσίας είναι ενισχυμένο, ούτε ότι οι πολίτες νοιάζονται όσο παλαιότερα για την αλήθεια. Είτε αρέσει στους ανθρώπους που εμπιστεύονται τον Τύπο είτε όχι, η διασπορά των πηγών ενημέρωσης που δεν ελέγχονται και ένα καθεστώς μεροληψίας έχουν ως αποτέλεσμα ολοένα περισσότεροι να μην πιστεύουν την αλήθεια όταν αυτή δεν συμπίπτει με τα πιστεύω τους. Αυτό δείχνει και η περίπτωση Τραμπ – μπορεί να παίζει με το τι είναι ψευδές και τι αληθές χωρίς αυτό να πείθει τους οπαδούς του να τον εγκαταλείψουν.

Οι σημερινές απειλές κατά του Τύπου έμοιαζαν μακρινές –παρότι ο κίνδυνος φαινόταν στον ορίζοντα– όταν είχα την τύχη να πάρω συνέντευξη από τον Μπιλ Κέλερ για το περιοδικό «Κ» το 2003, που μόλις είχε αναλάβει διευθυντής των New York Times. «Κατά τη γνώμη μου, η απειλή από τη μεροληψία είναι μικρότερη απ’ αυτήν της ροπής προς την υπεραπλούστευση», είπε. «Φοβάμαι μήπως η δημοσιογραφία παραιτηθεί από το βασικό καθήκον της, που είναι να εξηγεί την πολυπλοκότητα των γεγονότων, της πολιτικής και των αποφάσεων». Η εποχή μας δείχνει ότι και όταν ο Τύπος εκπληρώνει το καθήκον του, ελλοχεύει ο κίνδυνος οι υπόλοιποι θεσμοί, ίσως και οι πολίτες, να μην ενδιαφέρονται όσο θα έπρεπε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή