Οταν η Αμερική αυτοπυροβολήθηκε…

Οταν η Αμερική αυτοπυροβολήθηκε…

7' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 14 Φεβρουαρίου του 2018, ο 19χρονος Νίκολας Κρουζ, πρώην μαθητής του σχολείου Μάρτζορι Στόουνμαν Ντάγκλας στην Πάρκλαντ της Φλόριντα, εισβάλλει σε αυτό κρατώντας ένα ημιαυτόματο τουφέκι εφόδου AR-15 και σκοτώνει 17 ανθρώπους.

Η επίθεση, μία από τις χειρότερες στις ΗΠΑ, ανήμερα τη γιορτή των ερωτευμένων, θα μπορούσε να ονομαστεί «Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου», όμως αυτό δεν συνέβη διότι τον συγκεκριμένο τίτλο φέρει μια άλλη επίθεση, πριν από 89 χρόνια στο Σικάγο της θρυλικής ποτοαπαγόρευσης.

Ηταν 14 Φεβρουαρίου του 1929, όταν η εκτέλεση πισώπλατα επτά ανδρών της ιρλανδικής συμμορίας North Side αποτέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για την αμερικανική κοινωνία απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα. Ηταν για πολλούς αυτή η αφορμή, μαζί φυσικά με την απόπειρα δολοφονίας, μία μόλις ημέρα μετά, του εκλεγμένου (αλλά χωρίς ακόμη να έχει αναλάβει καθήκοντα) προέδρου Φράνκλιν Ρούσβελτ στις 15 Φεβρουαρίου του 1933 (τότε οι Αμερικανοί πρόεδροι ορκίζονταν τον Μάρτιο), για τη θέσπιση του πρώτου στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών νόμου για την οπλοκατοχή στις 26 Ιουνίου του 1934.

Στο Σικάγο της ποτοαπαγόρευσης οι ήχοι των αυτομάτων όπλων ακούγονταν συχνά. Συχνότερα, όταν ο Αλφόνσο Γκάμπριελ Καπόνε, γιος οικογένειας μεταναστών από το Σαλέρνο, γεννημένος στο Μπρούκλιν στις 17 Ιανουαρίου του 1899, έφτασε στην πόλη στα 19 του χρόνια μαζί με την Ιρλανδή γυναίκα του και το παιδί του ακολουθώντας το αφεντικό του Τζόνι Τόριο για να τεθούν και οι δύο υπό τις οδηγίες του Μπιγκ Τζιμ Κολοσίμο.

Ο «Σημαδεμένος» δεν έχει τη διαλλακτικότητα του αφεντικού του που προσπαθεί να διατηρήσει την ειρήνη, αφήνοντας και τις άλλες συμμορίες να διατηρούν το μερίδιό τους στα κέρδη. Οι δολοφονίες του φέρουν την υπογραφή του, μελετημένες με λεπτομέρεια, εκτελεσμένες με ακρίβεια από έμπιστούς του και πάντα παρουσία μαρτύρων που παθαίνουν αμνησία στις ερωτήσεις της αστυνομίας.

Ο Καπόνε επεκτείνει τη δράση του στα προάστια του Σικάγου· αλκοόλ, τζόγος, πόρνες, κέρδη εκατομμυρίων, είναι αδιαμφισβήτητα ο μεγάλος κυρίαρχος της πόλης. Σύντομα στις εφημερίδες αναφέρεται το όνομά του ως ο ένοχος που ποτέ δεν θα καταδικαστεί, δημοσιότητα που απολαμβάνει και ενισχύει. Απέναντι από τη φρικαλεότητα των δολοφονιών του θέλει να προβάλει μια άλλη προσωπικότητα. Είναι αυτός που απολαμβάνει την όπερα με τα πολυτελή σταυρωτά του κοστούμια, είναι αυτός που στήνει συσσίτια ταΐζοντας εκατοντάδες θύματα του Κραχ.

Η εκτέλεση

Με εντολές του Καπόνε δολοφονήθηκε το 1924 το αφεντικό της συμμορίας Νόρθ Σάιντ, Ντιν Ο’ Μπάνιον, με εντολές του ιδίου δολοφονήθηκε και κάθε επίδοξος διάδοχος. Αυτή τη φορά στόχος ήταν ο νέος αρχηγός ο Τζορτζ «Μπαγκς» Μοράν. Το ραντεβού στις 14 Φεβρουαρίου 1929 νωρίς το πρωί δόθηκε στην αποθήκη της συμμορίας, εξασφαλίζοντας την παρουσία του αρχηγού για την παραλαβή ενός κλεμμένου φορτίου αλκοόλ. Ο Μοράν φεύγει από το ξενοδοχείο του αργά. Στις 10.30, τέσσερις άνδρες, δύο από αυτούς ντυμένοι αστυνομικοί, μπαίνουν στην αποθήκη και στήνουν τους επτά που ήταν παρόντες με το πρόσωπο στον τοίχο. Οι τέσσερις ανοίγουν πυρ με τα πιστόλια τους και δύο υποπολυβόλα Thompson.

Οι επτά νεκροί της αποθήκης της οδού Κλαρκ έκαναν τη διαφορά εν αντιθέσει με τους 700 από την αρχή της ποτοαπαγόρευσης στην πόλη. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ονόμασαν τη δολοφονία η «Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου» και έτσι έμεινε στην ιστορία, ένα έγκλημα για το οποίο δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη.

Το 1932, οι Αμερικανοί εκλέγουν νέο πρόεδρο. Στις 15 Φεβρουαρίου του 1933, ο Φράνκλιν Ντ. Ρούσβελτ, επιστρέφοντας από κρουαζιέρα, μιλά στο πλήθος στο Μαϊάμι καθισμένος στο αυτοκίνητό του εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του. Την ίδια ώρα που η μπάντα παιάνιζε ακούγονται πέντε πυροβολισμοί και τα ουρλιαχτά του πλήθους. Ο ένοπλος Τζιουζέπε Ζανκάρα, μετανάστης από την Ιταλία που μόλις είχε πάρει την αμερικανική ιθαγένεια, τραυματίζει πέντε ανθρώπους, ανάμεσά τους (ειρωνεία ή σύμφωνα με θεωρίες ο πραγματικός στόχος;) τον δήμαρχο του Σικάγου Αντον Τζ. Σέρμακ, ο οποίος φέρει σοβαρό τραύμα στην κοιλιά και αργότερα υποκύπτει.

Ο Ρούσβελτ αποφασίζει να σταματήσει την ανομία, τη διαφθορά και τις εγκληματικές οργανώσεις. Δεν είναι μόνο η θέληση του προέδρου αλλά και η τεράστια αγανάκτηση των πολιτών για τη δράση των εγκληματικών οργανώσεων που την έχουν συνδέσει με τη δύναμη αυτού του νέου υποπολυβόλου Thompson ή όπως το λένε όλοι «Τόμι».

Δέκα πολιτείες, από το 1927 μέχρι το 1934, απαγορεύουν τα υποπολυβόλα, με την κάθε πολιτεία να ορίζει μόνη της το τι είναι αυτόματα και ημιαυτόματα όπλα. Η Μασαχουσέτη το 1927, το Ρόουντ Αϊλαντ την ίδια χρονιά απαγορεύουν «κάθε όπλο που πυροβολεί αυτόματα και κάθε όπλο που ρίχνει μέχρι δώδεκα βολές χωρίς να οπλιστεί ξανά». Το 1933 το Οχάιο, η Μινεσότα, η Βιρτζίνια απαγορεύουν «κάθε όπλο που μπορεί αυτόματα να επαναφορτίζεται έπειτα από κάθε πυροβολισμό ή όσα όπλα πυροβολούν και λειτουργούν με αυτοματισμό ή όποιο όπλο γεμίζει αυτόματα έπειτα από κάθε ρίψη ή μπορεί να ρίξει σε ριπή επτά ή πέντε ή δώδεκα σφαίρες».

Στις 13 Μαρτίου του 1933 το Κογκρέσο αλλάζει την τροπολογία 18 του Συντάγματος που απαγορεύει την κατασκευή και πώληση οινοπνευματωδών, γνωστή ως Volstead Act, κάτι για το οποίο είχε δεσμευθεί προεκλογικά ο πρόεδρος. Στις 18 Μαΐου του 1934, ο Ρούσβελτ με ομιλία του υποστηρίζει το νομοσχέδιο για το έγκλημα. «Οι ομοσπονδιακοί αστυνομικοί αντιμετωπίζουν συνεχώς πυρά από οπλοπολυβόλα κατά την εκδίωξη των εγκληματιών… υποστηρίζω τις προσπάθειες του υπουργείου Δικαιοσύνης να κλείσουν στη φυλακή κάθε μικρό και μεγάλο παραβάτη του νόμου». Στα επίκαιρα της Pathe που προβάλλονταν στους κινηματογράφους, γερουσιαστές των Δημοκρατικών υποστηρίζουν την πλήρη απαγόρευση των υποπολυβόλων. Ενώ στις ακροάσεις για το νομοσχέδιο, ακόμα και ο τότε πρόεδρος της NRA της Εθνικής Ενωσης για την Οπλοκατοχή που υποστήριζε το νομοσχέδιο, Καρλ Φρέντερικ, χρυσός ολυμπιονίκης στη σκοποβολή το 1920, κατέθετε: «Ποτέ δεν πίστεψα στη γενική πρακτική να κουβαλάς όπλο μαζί σου. Εγώ σπάνια φέρω όπλο… Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρξει απαγόρευση και μόνο με άδεια να έχεις όπλο». Σε ερώτηση για το αν το νομοσχέδιο θα επηρεάσει τη Δεύτερη Τροπολογία του Συντάγματος για το δικαίωμα της οπλοκατοχής, απαντά «δεν το έχω σκεφτεί κάτω από αυτό το πρίσμα»!

Μια χαμένη ευκαιρία

Τελικά, το νομοσχέδιο γίνεται νόμος και αντί για την απαγόρευση των υποπολυβόλων, ορίζεται φορολογία 200 δολαρίων (η σημερινή αντιστοιχία είναι περίπου 3.500 δολάρια, ποσό τεράστιο μέσα στην ύφεση) στην κατασκευή αλλά και πώληση αυτών των όπλων καθώς και την καταγραφή όλων των πωλήσεων. Αν και μοιάζει παράδοξο, η φορολογία να εμποδίσει το οργανωμένο έγκλημα, το τότε επιχείρημα βασιζόταν στο ότι αν κάποιος είχε στην κατοχή του παρανόμως ένα τέτοιο όπλο, η ποινή έφτανε τις 35.000 δολάρια (σε σημερινή αντιστοιχία) και ποινή φυλάκισης. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι αιτία σύλληψης του Αλ Καπόνε ήταν η φοροδιαφυγή.

Για τους περισσότερους είναι ένας από τους σημαντικότερους νόμους που έχει περάσει για την οπλοκατοχή και που ισχύει μέχρι και σήμερα (το ποσό των 200 δολαρίων παραμένει αμετάβλητο), για άλλους ήταν μια τεράστια ευκαιρία που χάθηκε. Η NRA έχει εξελιχθεί σε ένα από τα ισχυρότερα λόμπι, ξοδεύοντας εκατομμύρια για να προωθήσει την πολιτική της, οχυρωμένη πίσω από τη Δεύτερη Τροπολογία του Συντάγματος. Για πολλούς, η αναφορά στο Σύνταγμα είναι και ο λόγος που ενώ οι ΗΠΑ βιώνουν το ένα τραγικό συμβάν μαζικών δολοφονιών μετά το άλλο, η πολιτική δράση εξαντλείται σε ευχές και προσευχές.

Στις τακτικές του ραδιοφωνικές εκπομπές «Κουβέντες δίπλα στο τζάκι», όπως τις ονόμαζε, ο πρόεδρος Ρούσβελτ, προσπαθούσε να εξηγήσει στους συμπατριώτες του τις πολιτικές του κινήσεις, κάνοντας κάθε Αμερικανό συνοδοιπόρο στην πορεία αναγέννησης του κράτους. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1934 σε μια τέτοια εκπομπή έκλεισε λέγοντας: «Πάνω από 21 χρόνια πριν, και ενώ οι Θίοντορ Ρούσβελτ και Γούντροου Γουίλσον προσπαθούσαν να διορθώσουν τα κακώς κείμενα στον δημόσιο βίο, ο μεγάλος αρχιδικαστής Γουάιτ (1845-1921) είπε: “Μου φαίνεται εξαιρετικά επικίνδυνη αυτή η συνήθεια που έχει κυριαρχήσει, σύμφωνα με την οποία, ενστάσεις και εναντιώσεις στα επιτεύγματα του Συντάγματος, να το καθιστούν στα μάτια του κόσμου εμπόδιο παρά ανοιχτή λεωφόρο μέσω της οποίας να μπορούμε να απολαύσουμε την πραγματική, γνήσια πρόοδο της χώρας”».

Η «Γραφομηχανή του Σικάγου»

Το υποπολυβόλο Thompson ξεκίνησε να παράγεται μαζικά ως M1921 από την Auto-Ordance Company αλλά στην πραγματικότητα ήταν προϊόν ενός ανθρώπου, του στρατηγού Τζον Τ. Τόμπσον. Εμεινε στην ιστορία επισήμως ως Thompson, αλλά εξαιτίας της χρήσης του από γκάγκστερ την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης τα ονόματά του ήταν πολλά. Το ονόμασαν το «Πιάνο του Σικάγου», «Στυλ Σικάγο», «Γραφομηχανή του Σικάγου» ή απλώς «Τόμι». Είχε κόστος περίπου 200 δολάρια και την περίοδο εκείνη ήταν πολύ εύκολο να το αποκτήσεις. Πολλοί το συγκρίνουν με τα σημερινά AR-15, το όπλο δηλαδή που χρησιμοποιήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου στην επίθεση σε σχολείο της Φλόριντα.

Χρησιμοποιήθηκε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τις συμμαχικές δυνάμεις, αλλά ταξίδεψε και σε κάθε γωνιά του κόσμου σε εμφύλιες διαμάχες και πολέμους από την Ιρλανδία και την Κίνα μέχρι την Αντίσταση και τον Εμφύλιο στην Ελλάδα.

Πηγή: Franklin D. Roosevelt Presidential Library

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή