Η τελευταία ιστορία

1' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η προτελευταία ιστορία που έχουμε να διηγούμαστε για το εξοχικό του παππού και της γιαγιάς συνέβη τον φετινό Μάιο. Μαύρα μεσάνυχτα, ο Οττο, ο σκύλος μας, είχε αποφασίσει να το παίξει κυνηγός με έναν σκαντζόχοιρο που είχε εντοπίσει στον κήπο. Τον είχε κλείσει στο στόμα του και είχε αρχίσει να τρέχει με το θήραμά του γύρω από το σπίτι. Μπροστά ο Οττο με τον σκαντζόχοιρο, πίσω εμείς με μια σκούπα στο χέρι μήπως καταφέρουμε να αποσπάσουμε το ζωντανό από τα δόντια του πριν γίνει κανένα κακό. Με συντονισμένες ενέργειες, κάποια στιγμή καταφέρνουμε να φτύσει ο Οττο τον σκαντζόχοιρο που είχε μετατραπεί σε μπάλα και με μια αστραπιαία κίνηση γκολφ με μπαστούνι τη σκούπα, να τον στείλω έξω από την καγκελόπορτα, στην ασφάλεια του ήσυχου δρόμου. Με την άκρη του ματιού, τον είδα να συνέρχεται και να φεύγει «τρέχοντας». Λογικά θα δοκίμασε την τύχη του σε κάποιο άλλο εξοχικό, κάποιου άλλου παππού και κάποιας άλλης γιαγιάς. Με ανακουφίζει να σκέφτομαι ότι, με αφορμή αυτή την περιπέτεια, ο σκαντζόχοιρος γλίτωσε τις φλόγες που σε λίγους μήνες θα κατάπιναν τον κήπο μας.

Το πρωί της 24ης Ιουλίου, αυτό που περισσότερο πόναγε, μετά την εικόνα, ήταν η ησυχία. Εκεί που τα τζιτζίκια κανονικά σε ξεκούφαιναν, τώρα δεν ακουγόταν τίποτα. Ενα πουλί μόνο έκατσε σε ένα χαμηλό –καμένο– κλαδί και έκρωξε βραχνά, απόκοσμα – ίσως πάλι όλα να ακούγονται απόκοσμα χωρίς τα ακόρντα του περιβάλλοντός τους. Αλλη ζωή δεν έμοιαζε να φιλοξενεί η αυλή: τα πεύκα που μέτραγε ο παππούς, οι ελιές που φύτεψε ο πατέρας, τα γιασεμιά της γιαγιάς, η ροδιά, οι λεμονιές και οι ροδακινιές που φροντίζει η μητέρα, το μποστάνι, οι γλάστρες, τα αρωματικά, είχαν όλα γίνει στάχτη. Κάποια στιγμή ξεπρόβαλε από μια γωνιά του κήπου μια χελώνα. Είχε καψαλιστεί το καβούκι της, μα ήταν ζωντανή. Πιανόμασταν από τις ανεπαίσθητες κινήσεις ζωντανών πλασμάτων όπως πιάνεσαι από το ισχνό αεράκι που αντιλαμβάνονται οι υποδοχείς του ιδρωμένου κορμιού σε συνθήκες πνιγηρού καύσωνα. Με ευγνωμοσύνη. Ξέρουμε ότι ο κήπος θα ξαναπρασινίσει. Δεν ξέρουμε αν ποτέ θα κατέβει ο λυγμός για τα ανείπωτα που συνέβησαν παραδίπλα, στο Μάτι.

Η τελευταία ιστορία από το εξοχικό του παππού και της γιαγιάς είναι φανταστική: όταν οι φλόγες έφτασαν στον κήπο, τα δέντρα μας ύψωσαν ανάστημα, πάλεψαν, προστάτευσαν το σπίτι και έγιναν ασπίδα για τον υπόλοιπο οικισμό. Γι’ αυτό, λέει η ιστορία, η φωτιά σταμάτησε σε εμάς και δεν πήγε παρακάτω.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή