Το άδικο των υποκλοπών

2' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα προσωπικά δεδομένα υπήρξαν επί μακρόν το «καινούργιο κοσκινάκι», που το δικαιικό μας σύστημα δεν ήξερε πού να κρεμάσει. Ετσι το κρέμαγε παντού, και στις αρχές της περασμένης δεκαετίας όλα «ιδιωτικοποιήθηκαν». Ζήσαμε έναν ανταγωνισμό μεταξύ των νομικών για το ποιος θα ανακαλύψει περισσότερες πτυχές του «ιδιωτικού βίου» ώστε να προστατευθούν. Για παράδειγμα: Το να παίζει τυχερά παίγνια σε δημόσιο χώρο ένας βουλευτής (και μάλιστα πρόεδρος της επιτροπής για τον τζόγο) θεωρήθηκε ιδιωτική του υπόθεση που δεν μπορεί να μαγνητοσκοπηθεί· υπήρξε το αίτημα των «αόρατων διαδηλωτών», και για χάρη τους κλείνουν ακόμη και οι κάμερες της Τροχαίας στους δημόσιους δρόμους για να μην καταγραφούν εκείνοι που δημοσίως διαδηλώνουν για κάτι· οι φορολογούμενοι δεν μπορούσαμε να μάθουμε ποιους και με πόσα μισθοδοτούμε σε επιτελικές θέσεις του Δημοσίου κ.λπ. Η προστασία ήταν τόσο αυστηρή, που ούτε οικειοθελώς μπορούσαμε να δώσουμε κάποια από τα «προσωπικά μας στοιχεία». Το 2004 το ΠΑΣΟΚ τιμωρήθηκε με πρόστιμο από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, διότι στην πρώτη άμεση εκλογή προέδρου από τη βάση οι ψηφοφόροι έδιναν στο κόμμα το «ευαίσθητο προσωπικό τους δεδομένο», που ήταν το όνομά τους!

Βεβαίως, στην Ελλάδα οι μόδες έρχονται και παρέρχονται, το ίδιο και οι νόμοι. Εκεί που ένας δημόσιος χώρος εθεωρείτο αυτομάτως «ιδιωτικός» εάν σε αυτόν περνούσε κάποιο άτομο, τώρα το υπουργείο Δικαιοσύνης περνάει τροπολογία σύμφωνα με την οποία «επιτρέπεται στο πλαίσιο εκδίκασης πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, η αξιοποίηση μέσων που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών (σ.σ.: υποκλοπές) εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης, κατά τις κείμενες διατάξεις».

Η διάταξη, όπως τεκμηρίωσε ο καθηγητής Σπύρος Βλαχόπουλος, είναι προδήλως αντισυνταγματική, αφού «το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος είναι απολύτως σαφές: Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί (…) κατά παράβαση των ατομικών δικαιωμάτων του απορρήτου της επικοινωνίας, της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων» («Σύνταγμα και παράνομα αποδεικτικά στοιχεία», «Καθημερινή», 24.11.2019).

Η τροπολογία όμως αποτελεί και μια ανηλεή επίθεση στην κοινή λογική. Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειώσουμε ότι το Σύνταγμα είναι διακήρυξη αρχών και δεν ισχύει η γκραουτσομαρξιστική θεωρία «αυτές είναι οι αρχές μας κι αν δεν βολεύουν έχουμε κι άλλες». Δεύτερον: Τι παραπάνω έχουν τα οικονομικά εγκλήματα από τα εγκλήματα π.χ. κατά της ζωής ώστε μόνο στην πρώτη περίπτωση να κλείνουμε θεσμικώς τα μάτια στην παρανομία της απόκτησης αποδεικτικών στοιχείων; Τρίτον: Αν οι υποκλοπές δεν αποδώσουν τα αναμενόμενα, μήπως να σκεφτούμε και τη χρήση αποδεικτικών μέσων από βασανιστήρια; Ετσι κι αλλιώς, «αξιοποίηση πληροφοριών που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις» είναι και αυτά.

Το σοβαρότερο πρόβλημα, όμως, είναι πως η νομοθέτηση γίνεται στο πόδι και ανάλογα με τη συγκυρία ή τη μόδα της εποχής. Σε αυτήν τη χώρα δεν έχουμε ορίσει ακόμη τι είναι ιδιωτικό και πρέπει να προστατευθεί, γι’ αυτό και –όπως έγραψε ο κ. Βλαχόπουλος– «οι συνεχείς αμφιταλαντεύσεις του νομοθέτη σε τόσο σοβαρά ζητήματα ποινικού δικαίου και ατομικών δικαιωμάτων είναι κάτι που δύσκολα συμβιβάζεται με την επιβαλλόμενη ασφάλεια του δικαίου».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή