Μάνος Καραγιάννης: Στρατηγική ανάσχεσης έναντι της Τουρκίας

Μάνος Καραγιάννης: Στρατηγική ανάσχεσης έναντι της Τουρκίας

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η δημόσια συζήτηση για την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση δείχνει να εξαντλείται στη νομική και μόνο διάσταση του προβλήματος. Δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητό ότι η έξαρση του τουρκικού αναθεωρητισμού οφείλεται σε τεκτονικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο εσωτερικό της χώρας. Ο πρόεδρος Ερντογάν ηγείται πλέον ενός ευρέος συνασπισμού πολιτικών δυνάμεων που ενστερνίζονται το όραμα της μεγάλης Τουρκίας. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν εκλείψει οι φωνές μετριοπάθειας στον πολιτικό, επιχειρηματικό και ακαδημαϊκό κόσμο της γειτονικής χώρας. Η κατάρρευση του κεμαλισμού δημιούργησε ένα ιδεολογικό κενό, το οποίο καλύπτεται από το νοσταλγικό όραμα της επανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Oσο και να ακούγεται αναχρονιστικό, η Τουρκία αναζητεί ζωτικό χώρο προς Δυσμάς.

Ταυτόχρονα, η σταδιακή απαγκίστρωση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή, η δίνη εσωστρέφειας που πλήττει την Ευρωπαϊκή Eνωση και η ταχεία βελτίωση των ρωσοτουρκικών σχέσεων επιτρέπουν στην Aγκυρα να έχει μεγαλύτερη αυτονομία κινήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Σήμερα, το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι τα μάλλον ασαφή όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Αυτό που πραγματικά η τουρκική ηγεσία θέλει να βάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, μέσω των «γκρίζων ζωνών» και της αποστρατιωτικοποίησης νήσων. Εξάλλου, οι υπερπτήσεις τουρκικών αεροσκαφών σε κατοικημένα νησιά συνιστούν έμπρακτη αμφισβήτηση του νομικού καθεστώτος.

Το ερώτημα που προκύπτει, έπειτα από όλες αυτές τις διαπιστώσεις, αφορά την ενδεδειγμένη ελληνική στρατηγική. Η πρόταση για νομική διευθέτηση των διμερών διαφορών βασίζεται στην ισχυρή πεποίθηση ότι τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα για τη χώρα μας στο μέλλον. Αυτό το επιχείρημα, όμως, δεν βρίσκει αναφορά στη διεθνή βιβλιογραφία. Η νεότερη και σύγχρονη ιστορία βρίθει παραδειγμάτων που αποδεικνύουν ότι η εθνική ισχύς δεν είναι απλά το άθροισμα ορισμένων δεικτών. Αν ήταν έτσι, τότε τα σύνορα της Ελλάδας θα έφταναν ακόμα στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού. Η προσφυγή στη Χάγη δεν είναι εφικτή, όσο η Aγκυρα δεν σέβεται τις Συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων. Αν η τουρκική ηγεσία επιθυμούσε ειλικρινώς την ειρηνική συνύπαρξη, θα μπορούσε να συναινέσει στην υπογραφή ενός συμφώνου φιλίας και μη επίθεσης, όπως είχε προτείνει παλαιότερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Κάτι τέτοιο θα καταλάγιαζε τους ελληνικούς φόβους για τις πραγματικές τουρκικές προθέσεις. Αντ’ αυτού, η τουρκική ηγεσία ασκεί καθημερινά στρατιωτική πίεση για να εκβιάσει την υποχώρηση της Αθήνας από τις πάγιες θέσεις της.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η στρατηγική της ανάσχεσης (containment) είναι η καλύτερη λύση για την Ελλάδα. Δεν είμαστε η μόνη χώρα που έχει δίπλα της έναν αναθεωρητικό γείτονα. Τη συγκεκριμένη στρατηγική έχουν εφαρμόσει με μεγάλη επιτυχία μια πλειάδα χωρών, όπως οι ΗΠΑ εναντίον της ΕΣΣΔ, η Νότια Κορέα εναντίον της Βόρειας και η Αρμενία εναντίον του Αζερμπαϊτζάν. Η Αθήνα επιδίωξε την ανάσχεση της Τουρκίας την περίοδο 1964-1967 με την αποστολή της Ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο και την περίοδο 1993-1995 με την εκπόνηση του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος. Επίσης, η Ελλάδα τότε έκανε διπλωματικά ανοίγματα σε χώρες που μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες για την τουρκική εξωτερική πολιτική.

Η συγκεκριμένη στρατηγική έχει λοιπόν δύο βασικούς πυλώνες: τον διπλωματικό και τον αμυντικό. Η υλοποίηση μιας νέας πολυεπίπεδης εξωτερικής πολιτικής πρέπει να περιλαμβάνει την εμβάθυνση των υφιστάμενων περιφερειακών συνεργασιών, την πρόσδεση στο άρμα μιας μεγάλης ναυτικής δύναμης (π.χ. Γαλλία) και την αναζήτηση νέων συμμάχων στον αραβικό/μουσουλμανικό κόσμο. Ταυτόχρονα, η Αθήνα είναι απαραίτητο να εξομαλύνει τη σχέση της με τη Μόσχα, χωρίς να πέφτει στην παγίδα ψευδεπίγραφων διλημμάτων. Η Ελλάδα πρέπει να είναι πάντοτε παρούσα για να εκμεταλλεύεται τα λάθη της άλλης πλευράς στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια, στη Μαύρη Θάλασσα και οπουδήποτε αλλού οι περιστάσεις το απαιτούν. Αυτό συνεπάγεται αναβάθμιση της διπλωματικής υπηρεσίας και άνοιγμα πρεσβειών ή προξενείων σε χώρες γεωπολιτικού ενδιαφέροντος.

Η τιθάσευση της τουρκικής επιθετικότητας επιτάσσει ακόμα την υιοθέτηση μιας νέας αντίληψης για την εθνική άμυνα και την ασφάλεια. Είναι επιτακτική ανάγκη να ενισχυθούν το Πολεμικό Ναυτικό και η Πολεμική Αεροπορία με προηγμένα στρατιωτικά συστήματα που θα δίνουν ποιοτικό πλεονέκτημα στην ελληνική πλευρά. Παράλληλα, πρέπει να προχωρήσει η επαγγελματοποίηση του Στρατού Ξηράς με πρόσληψη μεγάλου αριθμού μόνιμου προσωπικού. Η μικρή στρατιωτική θητεία είναι τροχοπέδη για τη μαχητική ισχύ των Ενόπλων Δυνάμεων. Μια χώρα που βρίσκεται αντιμέτωπη με απειλή τέτοιου μεγέθους δεν μπορεί παρά να επενδύσει στην αμυντική βιομηχανία. Πάντως, δεν χρειάζεται η Ελλάδα να μετατραπεί σε «ένοπλο έθνος». Μπορεί όμως να οικοδομήσει μια αξιόπιστη αποτροπή με έμφαση στην επιθετική άμυνα (offensive defence), που θα προκαλεί αβεβαιότητα στον αντίπαλο για την τελική έκβαση μιας αναμέτρησης.

Σε κάθε περίπτωση, αποκλειστικός μας σκοπός πρέπει να είναι η αλλαγή της τουρκικής συμπεριφοράς έναντι της Ελλάδας. Δεν είναι αυτοσκοπός ο οιονεί ανταγωνισμός μεταξύ των δύο χωρών. Η ανάσχεση της Τουρκίας είναι ένας ανηφορικός δρόμος, όπου κάθε βήμα απαιτεί σχεδιασμό και αποφασιστικότητα. Χρειάζεται μια εθνική προσπάθεια που θα διαπερνά κομματικές γραμμές και θα υπερβαίνει προσωπικές σκοπιμότητες. Οι τουρκικές διεκδικήσεις ακουμπούν τον σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας και απειλούν την υπόσταση του έθνους. Για αυτό τον λόγο, πέτρα πάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς να μην υποχωρήσουμε.

* Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Αμυντικών Σπουδών του King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή