Γιατί ξαφνικά τόση νοσταλγία;

Γιατί ξαφνικά τόση νοσταλγία;

2' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση πως η Αθήνα είναι μια πόλη που έχει μάθει να ζει τα Χριστούγεννα μέσα από τη γεύση ενός μελομακάρονου ή ενός κουραμπιέ, αλλά αυτός ο τόσο φιλήδονος συνειρμός αδικεί την πρωτεύουσα. Κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια πότε άρχισαν οι οικογένειες να αγοράζουν αληθινά έλατα για τα σπίτια τους – θα υπάρχουν ασφαλώς στοιχεία και κάποιος ίσως να έχει ήδη κάνει αυτή την έρευνα, αλλά η δική μου πρώτη ανάμνηση από τα αθηναϊκά Χριστούγεννα είναι η μυρωδιά από το έλατο μέσα στο σπίτι. Εκείνα τα αχάραγα πρωινά, μέσα στο σιωπηλό διαμέρισμα, όπου όλα έμοιαζαν να κοιμούνται εκτός από τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, η μυρωδιά από το έλατο απλωνόταν και τρύπωνε παντού: πράσινη, βελούδινη και άγρια, έφερνε ριπές παγωμένης Ευρώπης στο αθηναϊκό σπίτι, όπου η ζέστη του καλοριφέρ επιτάχυνε τον μαρασμό του δέντρου.

Ωστόσο, αυτή η αίσθηση δεν ήταν σπάνια. Ηταν κοινή ανάμεσα στους συμμαθητές, ήταν ένα τελετουργικό που χανόταν πίσω και κανείς δεν ενδιαφερόταν να μάθει το πώς και το πότε. Τα έλατα στην Αθήνα, στις υπαίθριες αγορές, γίνονταν από παλιά στοιχεία εφήμερης αρχιτεκτονικής και μεταμόρφωναν γκρίζα πεζοδρόμια ή συνοικιακές πλατείες. Ηταν πράσινα και ζωηρά το πρωί, μαύρα και μυστηριώδη το βράδυ, όταν οι πωλητές άναβαν αυτοσχέδιες φωτιές για να ζεσταθούν και έβλεπες μέσα στη νύχτα τις πορτοκαλί φλόγες που θύμιζαν εξερευνητές σε στέπες του Βορρά. Ολα στην Αθήνα ήταν μικρά, στα μέτρα του αστού των λεωφόρων και των δρόμων της γειτονιάς, αλλά όλοι ήξεραν ότι μια βόλτα στο Σύνταγμα, στη Βουκουρεστίου και στα μεγάλα ξενοδοχεία θα τους αποκάλυπτε τη λάμψη μιας πρωτεύουσας. Στις βιτρίνες της Πανελληνίου Αγοράς ή του Τσοκά τα παιδιά χαζεύαμε, αλλά στις αίθουσες του King’s George στο Σύνταγμα ή του King’s Palace στην Πανεπιστημίου και Κριεζώτου (που είχε την ατμοσφαιρική ελληνική απόδοση «Βασιλέων Μέλαθρον») έβλεπε κανείς πόσο καλοντυμένοι μπορούσαν να είναι ορισμένοι Αθηναίοι. Ομορφο κόσμο έβλεπες πάντα και στο Χίλτον ή στο Παλλάς, στη Μεγάλη Βρεταννία και στο Ζonar’s ή στον διπλανό του, Φλόκα. Ηταν το αστικό κομμάτι που θεωρούσε αυτονόητη την ευρωπαϊκή ζωή της Αθήνας.

Αλλά για το ευρύ κοινό, οι βιτρίνες των πολυκαταστημάτων, που ήταν μαζεμένα γύρω από τα Χαυτεία, ήταν ο μεγάλος μαγνήτης. Αναβε σαν γιορτινός φανός όλη η περιοχή από το Μινιόν στην Πατησίων έως τον Δραγώνα στην πλατεία Κοτζιά, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Λαμπρόπουλο και τον Κατράντζο και λίγο πιο πάνω το Ατενέ στη Σταδίου. Ηταν εκεί όπου συναντούσε κανείς πυκνά πλήθη. Δύσκολο να το μεταφέρεις ως αίσθηση σε έναν σύγχρονο, νέο Αθηναίο, ότι δηλαδή από το Ρεξ και κάτω ήταν όλη η Ελλάδα, από επαρχίες και αθηναϊκές γειτονιές, φορτωμένη πακέτα. Ο,τι μπορούσε ο καθένας.

Η φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα από τα φωταγωγημένα Χαυτεία του 1960, με τη Σταδίου πηγμένη στα αυτοκίνητα, με τα πεζοδρόμια ξέχειλα και τις βιτρίνες φορτωμένες, έγινε viral πριν από δυο-τρία χρόνια, όταν ξεπήδησε από τα αρχεία του Μουσείου Μπενάκη στα κοινωνικά δίκτυα. Πλημμύρισε νοσταλγία το Facebook, αλλά όλη η συζήτηση ήταν και είναι για το τότε και το τώρα.

Εύκολο να εξωραΐσει κανείς όσα έφυγαν με ολοένα και λιγότερους μάρτυρες προς διάψευση ή επιβεβαίωση, αλλά η αλήθεια είναι ότι πολύ λείπει η Αθήνα εκείνη, που είχε διάθεση να βάλει τα καλά της και που οι βιτρίνες της ήταν μια διαρκής κατάφαση για τη ζωή. Αστική ή λαϊκή, η Αθήνα τραβούσε μπροστά και τα Χριστούγεννα έφερναν και έναν αέρα προσδοκίας. Το αύριο που περίμενε στη γωνία θα ήταν καλύτερο… τουλάχιστον για τους περισσότερους. drakoulaki

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή