Πολιτικό λέγειν και πράττειν

Πολιτικό λέγειν και πράττειν

5' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δ​​εν ήταν αρκούντως περιγραφικός στο άρθρο του για το πολιτικό έγκλημα ο υπουργός Δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ερμηνευτικά προβλήματα. «Για να καταγράψουν η κοινωνία αλλά και το θεσμικό σύστημα», έγραψε ο κ. Νικόλαος Παρασκευόπουλος, «τον πολιτικό χαρακτήρα (σ.σ.: κάποιας παράνομης πράξης) αυτός θα πρέπει βέβαια να είναι φανερός και πρωταρχικός. Δηλαδή το πολιτικό αίτημα να είναι βαρύνον, ενώ οι προσβολές ατομικών αγαθών (μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για έγκλημα) να είναι ελαχιστοποιημένες όσο γίνεται… Αν ο διαδηλωτής, προβάλλοντας τα κοινωνικοπολιτικά του αιτήματα, προβαίνει σε πράξεις που θίγουν ελαφρά μόνο την έννομη τάξη (απείθεια, διατάραξη κοινής ειρήνης, διατάραξη συγκοινωνιών, αντίσταση αλλά με μέριμνα να μη θιγεί ατομικά το όργανο της τάξης), τότε ο πολιτικός χαρακτήρας μένει εναργής» («Δημοκρατία και πολιτικό έγκλημα», «Καθημερινή» 13.12.2015).

Ο υπουργός Δικαιοσύνης δεν αναφέρει τίποτε για γρονθοκοπήματα βουλευτών που τρώνε σε εστιατόρια των Εξαρχείων. Εκ της επιταγής του να υπάρξει «μέριμνα να μη θιγεί ατομικά το όργανο της τάξης» (να μην π.χ. προπηλακιστεί) εικάζουμε ότι ο κ. Παρασκευόπουλος δεν θεωρεί πολιτικού χαρακτήρα τη γρονθοκόπηση του κ. Βασίλη Οικονόμου σε εστιατόριο των Εξαρχείων. Είναι όμως πολιτικού χαρακτήρα το «πέσιμο» στον κ. Γιάνη Βαρουφάκη με βρισιές και απειλές σε άλλο εστιατόριο της περιοχής επειδή δεν υπήρξε χειροδικία; Πάντως, οι απειλές και στους δύο ήταν κοινές, «να μην ξαναπατήσουν στα Εξάρχεια», και δεν γνωρίζουμε πόσο έπιασαν. Με δεδομένο ότι και οι δύο συμμορίες πρόβαλαν τα «κοινωνικοπολιτικά τους αιτήματα» (να μη μιάνουν πολιτικοί τον «ιερό» χώρο των Εξαρχείων) οι «ακτιβιστές» κατά Βαρουφάκη πρέπει να αθωωθούν, αφού προέβησαν «σε πράξεις που έθιξαν ελαφρά μόνο την έννομη τάξη», ασχέτως αν ενόχλησαν ένα ζευγάρι ανυπεράσπιστων ανθρώπων οι οποίοι απλώς πήγαν να φάνε κάπου. Το «άβατο» των Εξαρχείων, δηλαδή, μπορεί να θεσμοθετηθεί διά της πλαγίας. Κανείς δεν θα τολμάει να πατήσει, διότι μπορεί να αντιμετωπίσουν… πράξεις «που θίγουν ελαφρά μόνο την έννομη τάξη και συνεπώς διατηρούν εναργή τον πολιτικό τους χαρακτήρα».

Σχετικισμός

Υπάρχει ένα επιπλέον πρόβλημα. Για κάποιους –δυστυχώς, ακόμη και για δικαστές– οι τραμπουκισμοί «θίγουν ελαφρά μόνο την έννομη τάξη», ειδικά αν συγκριθούν με τη… «βία των μνημονίων». Επομένως, αν εμφιλοχωρήσει ο σχετικισμός στην απονομή της Δικαιοσύνης –και με δεδομένο αυτό που παραδέχεται ο κ. Παρασκευόπουλος, «μια αναγωγή στα πολιτικά κίνητρα προϋποθέτει δυσαπόδεικτες αναφορές στο φρόνημα και στην ιδεολογία, απρόσφορες για την ποινική διαδικασία»– όλα είναι πιθανά. Ακόμη και να αθωωθούν συνδικαλιστές που σκοντάφτουν με σφιγμένες αγωνιστικά τις γροθιές πάνω σε ξένους διπλωμάτες. Ισχύει αυτό που είχε πει ο Αμερικανός πολιτικός Λίντον Τζόνσον: «Δεν πρέπει να εξετάζουμε τη νομοθεσία υπό το πρίσμα των καλών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί σωστά, αλλά υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί λάθος». Και ένα νομοθέτημα τόσο θολό και ασαφές (αφού όπως παραδέχεται και ο κ. Παρασκευόπουλος «προϋποθέτει δυσαπόδεικτες αναφορές στο φρόνημα και στην ιδεολογία, απρόσφορες για την ποινική διαδικασία») είναι σίγουρο ότι τις περισσότερες φορές θα εφαρμοστεί λάθος.

Οταν εξαρθρώθηκαν οι τρομοκρατικές οργανώσεις «17 Νοέμβρη» και ΕΛΑ, φούντωσε μεγάλη συζήτηση στην Ελλάδα περί πολιτικού εγκλήματος. Τα εξ ευωνύμων επιχειρήματα ήταν από απλοϊκά (π.χ. οι δολοφονίες της 17Ν είχαν πολιτικό κίνητρο, συνεπώς ήταν πολιτικά εγκλήματα, άρα έπρεπε να εκδικαστούν διαφορετικά απ’ ό,τι τα εγκλήματα του ποινικού δικαίου) και μέχρι αστεία (π.χ. «έλα μωρέ τώρα! Τι έκανε ο ΕΛΑ; Απλώς βόμβες έβαζε»). Υπήρχε βέβαια και οι γνωστές στρεψοδικίες της Αριστεράς· οι ίδιοι άνθρωποι που έσκουζαν ότι η επιχείρηση εξάρθρωσης της τρομοκρατίας είχε σκοπό «να συκοφαντήσει την Αριστερά», από την άλλη υποστήριζαν ότι οι δολοφονίες «ήταν πολιτικά εγκλήματα»· προφανώς, αγνώστου πολιτικής ταυτότητας! Υπό το πρίσμα της ιστορίας, το άρθρο του κ. Παρασκευόπουλου στην «Καθημερινή» μπορεί να θεωρηθεί πρόοδος στην αριστερή σκέψη, αφού ρητώς αναφέρει ότι «μια ανθρωποκτονία, με αυτήν την έννοια, ποτέ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτικό έγκλημα, αφού ο δράστης δεν έχει φροντίσει οι άδικες συνέπειες της δραστηριότητάς του να είναι οι ηπιότερες δυνατές. Το ίδιο ισχύει και με την επικίνδυνη πρόκληση μιας έκρηξης ή με τη ρίψη μιας μολότοφ σε μια διαδήλωση».

Το πρόβλημα όμως είναι πως το αντιδημοκρατικό σκεπτικό παραμένει το ίδιο, παρά τις εκπτώσεις του κ. Παρασκευόπουλου σε ό,τι αφορά το μέγεθος της προσβολής της έννομης τάξης. Στη δημοκρατία δεν υπάρχει «ολίγον έννομη τάξη». Η παράβαση είναι προσβολή σε όσα θέλει η πλειοψηφία, π.χ. αδιατάρακτη κοινή ειρήνη, αδιατάρακτες συγκοινωνίες κ.ά. Είναι επιβολή της θέλησης των λίγων στους πολλούς, ασχέτως εάν οι λίγοι λένε ότι παραβιάζουν τον νόμο για το καλό των πολλών. Ακόμη και στις περιπτώσεις δημόσιας ανυπακοής, οι παραβάτες δέχονται την ισχύ του νόμου αφού δέχονται να τιμωρηθούν για την ανυπακοή τους ώστε να μεγιστοποιήσουν το μήνυμα της διαμαρτυρίας. Δεν παραβιάζουν αέρα πατέρα τον νόμο και μάλιστα ατιμώρητα.

Λόγος και πράξη

Υπάρχει όμως και κάτι περισσότερο, που πρέπει να προσέξουμε: Η κυβέρνηση από τη μία ποινικοποιεί τον απεχθή πολιτικό λόγο και από την άλλη αποποινικοποιεί πράξεις που –ενδεχομένως– έχουν πολιτικά κίνητρα. Δηλαδή ο ρατσιστής δεν «διεκδικεί κάτι που αφορά το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο»; Σύμφωνοι! Είναι απεχθές και βασικά παράλογο αυτό που διεκδικεί, αλλά ποιος θα πείσει ότι δεν αφορά το κοινωνικό σύνολο; Ποιος αξιολογεί ότι η έργω παράβαση του ενός είναι θεμιτή, αλλά ο λόγος του άλλου είναι ποινικό αδίκημα; Και με δεδομένο ότι απαγορεύονται πλέον τα «συσσίτια μόνο για Ελληνες», η εκ νέου διοργάνωσή τους από τη Χρυσή Αυγή δεν θα ενέπιπτε στο σχήμα που περιγράφει ο κ. Παρασκευόπουλος και το οποίο προβλέπει ότι «αν ο διαδηλωτής, προβάλλοντας τα κοινωνικοπολιτικά του αιτήματα, προβαίνει σε πράξεις που θίγουν ελαφρά μόνο την έννομη τάξη (απείθεια, διατάραξη κοινής ειρήνης, διατάραξη συγκοινωνιών, αντίσταση αλλά με μέριμνα να μη θιγεί ατομικά το όργανο της τάξης), τότε ο πολιτικός χαρακτήρας μένει εναργής»;

Αν και είναι προτιμότερο να διαδηλώνει κάποιος για τις συντάξεις, από το να διαδηλώνει υπέρ της καθαρότητας της φυλής, αυτό όμως δεν παύει να είναι πολιτική επιλογή. Διά δύο νομοθετικών παρεμβάσεων, ο κ. Παρασκευόπουλος μάς λέει ότι οι πολιτικές πεποιθήσεις κάποιων είναι τόσο καλές που στο όνομά τους μπορεί κάποιος να προσβάλλει στην πράξη άλλα έννομα αγαθά (κοινή ειρήνη, δικαίωμα μετακίνησης κ.λπ.), ενώ οι πολιτικές πεποιθήσεις κάποιων άλλων είναι τόσο κακές που δεν μπορούν ούτε καν να τις διαλαλήσουν. Ο πρώτος διαπράττει «πολιτικό» έγκλημα και πρέπει να αθωωθεί, ο δεύτερος διαπράττει πολιτικό «έγκλημα» και πρέπει να τιμωρηθεί. Φοβόμαστε πως αν αυτός ο νομοθετικός παραλογισμός ολοκληρωθεί, ο κατήφορος δεν θα ’χει τέρμα. Ηδη, διά της ποινικοποιήσεως του λόγου σέρνεται στα δικαστήρια ένας επιφανής ιστορικός. Διά της αποποινικοποιήσεως (και τυπικώς) πράξεων που προσβάλλουν έννομα δικαιώματα τρίτων, ανοίγει η πόρτα της ζούγκλας, η οποία φυσικά θα βαπτιστεί «πολιτική» έτσι ώστε να αθωωθεί…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή