Ενα άγνωστο και άλυτο μυστήριο με πολλά γκολ

Ενα άγνωστο και άλυτο μυστήριο με πολλά γκολ

5' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ποιος θα με πίστευε αν έλεγα ότι έχω πετύχει πέντε φορές περισσότερα γκολ από τον Πελέ;». Η απάντηση είναι κανείς, γιατί είναι πρακτικά αδύνατο. Ποιος, όμως, θα τολμούσε να καυχηθεί κάτι τέτοιο; Ισως, κάποιος που πραγματικά πίστευε ότι έχει πετύχει περίπου 5.000 γκολ στην καριέρα του, ή τουλάχιστον έναν αριθμό ικανό να ανταγωνιστεί μεγάλους σκόρερ, όπως ο Πελέ, ο Μίλερ, ο Φρίντενραϊχ. Η ιστορία των κορυφαίων σκόρερ στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, είναι αρκετά περίπλοκη. Τα στατιστικά στοιχεία μπήκαν τις τελευταίες δεκαετίες στη ζωή μας, ενώ για παίκτες που αγωνίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Ακόμη και για τον Πελέ, λέγεται ότι στο συνολικό αριθμό των γκολ που του έχουν πιστωθεί (1.389), έχουν συνυπολογιστεί και μερικά στις… προπονήσεις. Και πάλι, όμως, ο Βραζιλιάνος «μύθος» υπολείπεται περίπου εκατό τερμάτων, από έναν παίκτη που δεν φθάνει ούτε στο ελάχιστο τη φήμη του: τον Γιόζεφ Μπίτσαν.

Ο Μπίτσαν γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1913 στη Βιέννη από Τσέχους γονείς. Ο πατέρας του, Φράντισεκ, ήταν ποδοσφαιριστής και η μητέρα του, Λουντμίλα, δούλευε στην κουζίνα εστιατορίου. Το 1921, σε ηλικία 30 ετών ο Φράντισεκ Μπίτσαν απεβίωσε, με τον θάνατό του να οφείλεται σε τραυματισμό στο νεφρό, κατά τη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Αυτό το γεγονός θα μπορούσε να λειτουργήσει ανασταλτικά στην επιθυμία του 8χρονου Γιόζεφ που ήθελε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του. Κάθε άλλο, όμως, ο μικρός από την ηλικία των 15 ετών άρχισε να παίζει σε μικρές ερασιτεχνικές ομάδες και στα 18 του πραγματοποίησε την πρώτη του μεταγραφή. Το 1931 η Ραπίντ Βιέννης, του έδωσε 150 σελίνια και τον ενέταξε στο δυναμικό της και δύο χρόνια αργότερα του έδωσε 600 σελίνια για να συνεχίσει να φοράει τη φανέλα της. Ο Μπίτσαν είχε ξεφύγει πια από τη φτώχεια του, ζούσε αξιοπρεπώς και δεν ανησυχούσε για το αν θα έπαιζε ξυπόλητος όπως έκανε πιτσιρικάς. Ολοι μιλούσαν για έναν χαρισματικό νεαρό, με τρομερή ευχέρεια στο σκοράρισμα και απίστευτη ταχύτητα. Λέγεται ότι έτρεχε τα 100 μέτρα σε 10,8 δευτερόλεπτα, επίδοση που τον κατέτασσε εκείνη την εποχή ανάμεσα στους κορυφαίους σπρίντερ παγκοσμίως.

Από το 1933, στα 20 του χρόνια, χρίστηκε διεθνής με την Αυστρία και αποτέλεσε μέλος μιας εκπληκτικής ομάδας, της «βούντερ τιμ» (ομάδα-θαύμα). Η Αυστρία, πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 αλλά ήταν μάλλον αδύνατο να κατακτήσει το τρόπαιο από τη στιγμή που η διοργάνωση γινόταν στην Ιταλία του Μουσολίνι. Η «βούντερ τιμ» συνάντησε τους οικοδεσπότες στον ημιτελικό και λύγισε από τα εμπόδια που συνεχώς της έβαζε ο Σουηδός διαιτητής Ιβαν Εκλιντ.

Το 1937, λίγο πριν από την προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία, πήρε την απόφαση να αγωνιστεί στην Τσεχοσλοβακία και συγκεκριμένα στη Σλάβια Πράγας, στην οποία έμεινε για ένδεκα χρόνια. Μετακομίζοντας στη γενέτειρα των γονιών του, πήρε και την τσεχοσλοβακική υπηκοότητα, αποκτώντας το δικαίωμα να αγωνιστεί και στην Εθνική της χώρας. Ωστόσο, στάθηκε άτυχος αφού η επιλογή του αυτή, του στέρησε τη συμμετοχή από ένα δεύτερο Μουντιάλ. Ενα τυπογραφικό λάθος στο διαβατήριό του, ήταν ικανό να τον κρατήσει μακριά από τα γήπεδα της Γαλλίας για τη διοργάνωση του 1938.

Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρέμεινε στη Σλάβια, χτίζοντας με αμέτρητα γκολ τον μύθο του.

Μία άνιση πολιτική μάχη

Λίγο μετά τη λήξη του Πολέμου, ο Μπίτσαν δέχθηκε δελεαστικότατη πρόταση από τη Γιουβέντους. Πήρε την απόφαση, όμως, να παραμείνει στη Σλάβια, αφού φοβόταν πως μετά την κατάρρευση του φασισμού στην Ιταλία θα επικρατούσε κομμουνιστικό καθεστώς. Τελικά, οι υπολογισμοί του αποδείχθηκαν εντελώς λανθασμένοι, αφού κομμουνιστικό καθεστώς επεβλήθη στην Τσεχοσλοβακία και όχι στην Ιταλία. Εκεί, άρχισε μια μικρή «οδύσσεια» για τον Μπίτσαν, αφού αρνήθηκε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο προπαγάνδας. Αμέσως, άρχισαν να διαδίδονται ψευδείς φήμες για εκείνον προκειμένου να χάσει το έρεισμά του στον κόσμο.

Το 1950, ως κίνηση καλής θελήσεως, ο Μπίτσαν δέχθηκε να φύγει από τη Σλάβια και να αγωνιστεί για τη Βιτκόβιτσε που ήταν ομάδα φιλική του καθεστώτος. Ωστόσο, κι εκεί δεν τον εγκατέλειψαν τα προβλήματα με το κράτος, αφού ο ίδιος αρνούνταν να πάρει μέρος σε κάθε είδους εκδήλωση της κυβέρνησης. Το 1952 μεταγράφηκε στη Χράντετς Κράλοβε και την 1η Μαΐου 1953 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τόσο την πόλη, όσο και την ομάδα. Επέστρεψε στη Σλάβια που πλέον είχε μετονομαστεί σε Ντιναμό Πράγας και το 1955, σε ηλικία 42 ετών εγκατέλειψε την ενεργό δράση. Ηταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία παίκτης του πρωταθλήματος αλλά παρέμεινε μέχρι το τέλος εξίσου παραγωγικός, όπως μαρτυρούν και τα 22 του γκολ σε 29 εμφανίσεις με την Ντιναμό. Ο Μπίτσαν το 1939 έγινε μέλος και τρίτης Εθνικής ομάδας, αυτής του «Προτεκτοράτου της Βοημίας και της Μοραβίας» και μάλιστα στον μοναδικό του αγώνα, κόντρα στη Γερμανία, σημείωσε χατ τρικ στο τελικό 4-4.

Η ζωή του χωρίς το ποδόσφαιρο δεν ήταν η ίδια. Προσπάθησε να ξεκινήσει προπονητική καριέρα του, αλλά η διαμάχη του με το καθεστώς λειτουργούσε με αρνητικό τρόπο.

Τα δύσκολα χρόνια μέχρι την αναγνώριση

Μετά την «Ανοιξη της Πράγας», το 1968, ζήτησε και πήρε άδεια να εργαστεί στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Βέλγιο. Εκεί, ανέλαβε μια μικρή ομάδα την Τόνγκερεν και μέσα σε δύο χρόνια κατάφερε να σημειώσει δύο ανόδους κατηγοριών. Επιστρέφοντας το 1972, στην πατρίδα του θεωρούσε πως θα λάμβανε την απαιτούμενη αναγνώριση για την ποδοσφαιρική του συνεισφορά. Μάταια, όμως, αφού τόσο ο ίδιος όσο και τα κατορθώματά του, έμοιαζαν να έχουν ξεχαστεί. Εφθασε να δουλεύει ως εργάτης σε σιδηροδρομικό σταθμό, προκειμένου να εξασφαλίζει τα προς το ζην. Οι εποχές που κυκλοφορούσε σε κοσμικά στέκια είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. «Χάσαμε όλους τους φίλους μας. Το τηλέφωνό μας σταμάτησε να χτυπά. Κανείς δεν μας υποστήριξε» είχε αναφέρει η σύζυγός του, Γιάρμιλα.

Η αναγνώριση στο πρόσωπό του ήρθε σταδιακά, ώσπου τον Ιανουάριο του 2000 η Διεθνής Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS) του απένειμε το βραβείο της «Χρυσής Μπάλας», αναγνωρίζοντάς τον ως τον κορυφαίο σκόρερ του περασμένου αιώνα. Ο Μπίτσαν νωρίτερα είχε αρνηθεί να παραλάβει ένα ακόμη βραβείο από την IFFHS, υποστηρίζοντας πως του είχε «κλέψει» γκολ τα οποία σημείωσε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

O ακριβής αριθμός των τερμάτων που σημείωσε θα παραμείνει και στην περίπτωσή του ένα άλυτο μυστήριο. Είναι 1.468 σε 918 παιχνίδια, όπως αναφέρει ο διεθνής, ερασιτεχνικός οργανισμός αφιερωμένος στη συλλογή στατιστικών (RSSSF), είναι περισσότερα όπως υποστήριζε ο ίδιος, είναι όσα έχουν καταγραφεί με επίσημα στοιχεία, δηλαδή περίπου 700; Οσα κι αν είναι, ο Γιόζεφ Μπίτσαν που άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 88 ετών στις 12 Δεκεμβρίου 2001, ήταν, είναι και θα παραμείνει ένας πραγματικός μύθος του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Εστω και χωρίς την απαιτούμενη αναγνώριση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή