Το ασταμάτητο «θωρηκτό» που σκόραρε κατά ριπάς

Το ασταμάτητο «θωρηκτό» που σκόραρε κατά ριπάς

5' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κάποιοι, λένε, ότι κάποτε υπήρξε ένας παίκτης που έβαζε κατά μέσο όρο 1,6 γκολ ανά παιχνίδι. Λένε, επίσης, ότι μια φορά σκόραρε εννέα γκολ σε έναν αγώνα και άλλη μία οκτώ. Το όνομά του δεν το γνωρίζουν πολλοί, η ιστορία του έχει αρκετά κενά και τα επιτεύγματά του μπορούν να αμφισβητηθούν.

Ονομάζεται Φερνάντο Πεϊροτέο, Πορτογάλος γεννημένος στην Ανγκόλα και ακόμη και σήμερα μνημονεύεται από τους φιλάθλους της Σπόρτινγκ Λισσαβώνας, τη φανέλα της οποίας δεν αποχωρίστηκε ποτέ.

Γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου 1918 στην πόλη Ουμπάτα της Ανγκόλας που τότε ήταν πορτογαλική αποικία. Εκεί, πραγματοποίησε και τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στην Σπόρτινγκ Λουάντα, όπου άρχισε να φανερώνει δείγματα του ταλέντου του. Είχε το προσόν της δύναμης αλλά όχι και της τεχνικής.

Σε ηλικία 19 ετών, το 1937, μετακόμισε στη Λισσαβώνα και η Σπόρτιγνκ, έχοντας ακούσει τα καλά λόγια που τον συνόδευαν, έσπευσε να τον δοκιμάσει. Προπονητής ήταν ο Ούγγρος Γιόζεφ Σαμπό, ο οποίος αμέσως κατάλαβε ότι έχει ένα διαμάντι στα χέρια του. Τον ανέλαβε προσωπικά και σε μία εποχή, που οι παίκτες έκαναν δύο με τρεις προπονήσεις την εβδομάδα, εκείνος έκανε τουλάχιστον τέσσερις. Καθόταν στο γήπεδο και έκανε τα πάντα. Σουτ, σπριντ, βάρη, ενώ λέγεται ότι έτρεχε περίπου 50 χιλιόμετρα την εβδομάδα, με σκοπό να βελτιώσει τη φυσική του κατάσταση. Επίσης, είχε λάβει ένα πρόγραμμα ατομικής γυμναστικής (τύπου σουηδικής), με το οποίο βελτίωσε την τεχνική του και την ευλυγισία του. Ο Πεϊροτέο δούλευε σαν επαγγελματίας και τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Πριν καν αγωνιστεί με τη φανέλα της Σπόρτινγκ, η φήμη του είχε διαδοθεί στις πορτογαλικές ομάδες. Προτού, μάλιστα, πέσουν οι υπογραφές με τα «λιοντάρια», τον είχε προσεγγίσει ένας παράγοντας της Πόρτο και του είχε προτείνει σχεδόν τα διπλάσια χρήματα. O Πεϊροτέο αρνήθηκε την προσφορά, λέγοντας ότι έχει ήδη υπογράψει στη Σπόρτινγκ. Στην πραγματικότητα δεν είχε υπογράψει, είχε απλώς δώσει τον λόγο του και αυτό για τον νεαρό Πορτογάλο ήταν πιο ισχυρό και από την υπογραφή του.

Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στις 12 Σεπτεμβρίου 1937 κόντρα στην Μπενφίκα και σημείωσε δύο γκολ στη νίκη της ομάδας του με 5-3. Ηταν η αρχή μιας ερωτικής σχέσης με τα δίχτυα που είχε ως… πρώτη ερωμένη την Μπενφίκα. Τη συνάντησε 55 φορές και σκόραρε 64 γκολ. Οχι ότι και η Πόρτο έμεινε παραπονεμένη, αφού σε 32 αγώνες εναντίον της, βρήκε τον δρόμο προς τα δίχτυα 33 φορές. Ο συνολικός αριθμός των γκολ του είναι αδιευκρίνιστος. Τα στοιχεία δείχνουν 635 τέρματα σε 393 εμφανίσεις με τη Σπόρτινγκ Λισσαβώνας και 15 σε 20 αγώνες με την Εθνική Πορτογαλίας. Τα στατιστικά του είναι εξωπραγματικά αλλά σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο Πεϊροτέο μπορούσε να τα είχε σημειώσει.

Στη Σπόρτινγκ έσμιξε με τους Αλμπανο Περέιρα, Ζέσους Κορέια, Ζοσέ Τραβάσος και Μάνουελ Βάσκες και μαζί, οι πέντε τους, ονομάστηκαν τα «Πέντε Βιολιά». Μάλιστα, την περίοδο 1940-41 σκόραραν μαζί 57 γκολ σε μόλις 30 παιχνίδια. Τα «λιοντάρια» κυριαρχούσαν τότε στο πορτογαλικό ποδόσφαιρο, το οποίο βέβαια δεν είχε τη φήμη που έχει τώρα. Οπως και η Εθνική Πορτογαλίας που έδωσε το «παρών» για πρώτη φορά σε μεγάλη διοργάνωση, το 1966 στο Μουντιάλ της Αγγλίας, καθοδηγούμενη από τον Εουσέμπιο. Το ντεμπούτο του Πεϊροτέο με την Εθνική έγινε στις 24 Απριλίου 1938 σε φιλικό με τη Γερμανία στη Φρανκφούρτη, το οποίο έληξε, με γκολ δικό του, 1-1 και θεωρήθηκε μέγιστη επιτυχία.

Η ήρεμη δύναμη των γηπέδων

Το ύψος του ήταν 1,87 και τα κιλά του περίπου 90. Ηταν ένα «θωρηκτό» για την εποχή, και το δυνατότερο του χαρακτηριστικό ήταν το ισχυρό του σουτ. Πολλά από τα γκολ του τα σημείωσε από τα 30 μέτρα, αιφνιδιάζοντας τους τερματοφύλακες που δεν περίμεναν σουτ με τόση δύναμη και από τόση απόσταση. Επαιρνε καλές τοποθετήσεις στην περιοχή, συνήθως εκτόπιζε με τον όγκο του τους αμυντικούς και σκόραρε συχνά και με το κεφάλι.

Ο χαρακτήρας του περιγράφεται ως ήπιος και ευγενικός εντός και εκτός γηπέδων. Ακόμη και στις σκληρές του μάχες με τους αντιπάλους, φρόντιζε να συγκρατεί τα νεύρα του. Δεν ήταν όμως όλοι τόσο ήπιοι στην οικογένεια Πεϊροτέο. Σε μία αναμέτρηση με την Μπενφίκα, ο αμυντικός των «αετών» Γκασπάρ Πίντο προσπαθούσε να τον συγκρατήσει με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο. Τα φάουλ ήταν σκληρά και πολλές φορές αντιαθλητικά, με τον παίκτη της Σπόρτινγκ να μην αντιδρά στα χτυπήματα. Ο πόνος της μάνας, όμως, είναι μεγαλύτερος. Επειτα από ένα ακόμη δυνατό χτύπημα προς το «σπλάχνο» της, η μητέρα του όρμηξε από τις κερκίδες στον Πίντο με σκοπό να τον γρονθοκοπήσει. Και προφανώς θα το έκανε αν δεν την συγκρατούσε ο γιος της.

Ανάμεσα στα επιτεύγματά του, ξεχωριστή θέση έχουν δύο αγώνες. Ο πρώτος την περίοδο 1941-42, όταν σκόραρε εννέα φορές κόντρα στη Λέσα (σκορ 11-2) και ο δεύτερος τη σεζόν 1947-48, όταν κόντρα στην Μποαβίστα έβαλε… μόλις οκτώ γκολ, στη νίκη με 12-1. Σε τρεις περιπτώσεις σημείωσε από έξι γκολ, σε 12 από πέντε και σε 17 από τέσσερα! Σε 187 αγώνες πρωταθλήματος το κοντέρ σταμάτησε στα 331 γκολ. Ο Εουσέμπιο σταμάτησε στα 319, σε 301 αγώνες.

Δυστυχώς στην εποχή του δεν υπήρχαν τα ευρωπαϊκά κύπελλα, με αποτέλεσμα τόσο ο Πεϊροτέο όσο και οι υπόλοιποι εκείνης της πολύ καλής ομάδας της Σπόρτινγκ να μην λάβουν την απαιτούμενη αναγνώριση.

Με τα γκολ δεν μπόρεσε να ξεπληρώσει τα χρέη

Μετά τη λήξη του Β΄ Π.Π., το 1945, ο Πεϊροτέο βρισκόταν στην ιδανική ηλικία και οι επιδόσεις του συνεχώς και γίνονταν καλύτερες. Παράλληλα, προσπάθησε να επεκταθεί και εκτός του ποδοσφαίρου, χωρίς όμως ανάλογη επιτυχία. Με τα χρήματα που κέρδιζε άνοιξε μαγαζί αθλητικών ειδών, το οποίο όμως σύντομα του δημιούργησε πολλά χρέη.

Σε ηλικία μόλις 31 ετών πήρε την απόφαση να αποσυρθεί, με σκοπό να απαλλαγεί από τον οικονομικό βραχνά. Τότε, όταν κάποιος σπουδαίος ποδοσφαιριστής αποφάσιζε να βάλει τέλος στην καριέρα του, η διοίκηση της ομάδας διοργάνωνε έναν αγώνα προς τιμήν του, με σκοπό να μαζέψει ένα αρκετά μεγάλο ποσό και να του το δώσει ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προσφορά του. Ο Πεϊροτέο πίστεψε πως αυτό ήταν ο μοναδικός τρόπος να αποπληρώσει το χρέος του. Παρότι έσπευσαν αρκετές ομάδες και του πρόσφεραν καλά συμβόλαια για να τον εντάξουν στο ρόστερ τους, εκείνος αρνήθηκε μη θέλοντας να αγωνιστεί σε άλλη ομάδα πλην της Σπόρτινγκ Λισσαβώνας. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1949, κόντρα στην Ατλέτικο Μαδρίτης, είπε το μεγάλο και συγκινητικό αντίο.

Οντως, το χρέος ξεπληρώθηκε, αλλά στην πορεία δημιουργήθηκε κι άλλο. Γύρισε, εις μάτην, στην Ανγκόλα πιστεύοντας ότι εκεί θα μπορούσε να έχει καλύτερη τύχη. Επέστρεψε στην Πορτογαλία το 1961 και ανέλαβε για μόλις δύο αγώνες την Εθνική για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 1962 και ήταν αυτός μάλιστα που έδωσε το χρίσμα του διεθνούς στον μεγάλο Εουσέμπιο. Σημείωσε ισάριθμες ήττες από Λουξεμβούργο (4-2) και Αγγλία (2-0).

H μοίρα τελικά δεν στάθηκε καλή μαζί του. Αγωνιζόμενος σε ένα παιχνίδι βετεράνων κόντρα στην Μπαρτσελόνα, τραυματίστηκε στο πόδι του και χρειάστηκε επέμβαση. Η εγχείρηση δεν εξελίχθηκε ομαλά και λίγο αργότερα του το ακρωτηρίασαν. Πέθανε σε ηλικία 60 ετών στις 28 Νοεμβρίου 1978 από καρδιακή προσβολή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή