Με ξεχωριστό τρόπο μπήκε η (προ)τελευταία εβδομάδα του χρόνου για τους Αργεντινούς. Εδώ και ένα χρόνο, άλλωστε, η 18η Δεκεμβρίου έχει αποκτήσει χαρακτήρα εθνικής εορτής για μια βασανισμένη χώρα όπου το ποδόσφαιρο ξεπερνάει τα (ήδη ανυπολόγιστα) όρια της θρησκείας.
Ο Λιονέλ Μέσι, ο Μωυσής που οδήγησε την Αλμπισελέστε και τα 50 εκατ. των συμπατριωτών του στην (ποδοσφαιρική) Γη της Επαγγελίας, 36 χρόνια αφότου τα είχε καταφέρει για τελευταία φορά ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, θα φυλάει για πάντα σε ξεχωριστό μέρος της καρδιάς του τη συγκεκριμένη ημερομηνία.
«Ενας χρόνος από την πιο όμορφη τρέλα της καριέρας μου. Αξέχαστες αναμνήσεις που θα μείνουν για όλη τη ζωή. Ευτυχισμένη επέτειος σε όλους!» ήταν το μήνυμα του Αργεντινού σούπερ σταρ στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, διανθισμένο με ανέκδοτες φωτογραφίες από τον θρίαμβο στην Ντόχα του Κατάρ.
Σε μία από αυτές, με την ιδιότητα του αρχηγού, σηκώνει πρώτος το βαρύτιμο τρόπαιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου, φορώντας τον μαύρο μανδύα με χρυσές λεπτομέρειες που του έκανε δώρο ο πρίγκιπας (σεΐχης) Ταμίμ μπιν Χαμάντ Αλ Θανί.
Η ενδυμασία, που έδειχνε τόσο παράταιρη στο συγκεκριμένο ποδοσφαιρικό σκηνικό, ονομάζεται Bisht και είναι μια παραδοσιακή φορεσιά που υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια στον αραβικό κόσμο και τη φορούσαν οι βασιλιάδες και οι πολεμιστές μετά από νίκες σε μεγάλες μάχες.
Μέσα στο γήπεδο, ο Μέσι ήταν ο μεγάλος θριαμβευτής. Εξω από αυτό, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, οι καθημερινοί θριαμβευτές στο Κατάρ, ακόμα και αν δεν νιώθουν τέτοιοι, είναι οι εργάτες του Τρίτου Κόσμου που, ένα χρόνο μετά τη μεγάλη γιορτή, εξακολουθούν να παλεύουν για να επιβιώσουν στα ξένα.
Ενάμιση χρόνο πριν από τη σέντρα, η αγγλική εφημερίδα «The Guardian» ανέφερε ότι, μεταξύ του 2010 και του 2020, 6.500 μετανάστες εργάτες από την Ινδία, το Μπαγκλαντές, το Νεπάλ, το Πακιστάν και τη Σρι Λάνκα βρήκαν τραγικό θάνατο στο Κατάρ, κατά τη διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή των γηπέδων και των υποδομών, που στοίχισαν συνολικά στο ζάπλουτο αραβικό κράτος πάνω από 220 δισ. δολάρια.
Οι αριθμοί των νεκρών σόκαραν (και σοκάρουν), ξεσήκωσαν τη Διεθνή Αμνηστία και άλλες οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και έδωσαν ακόμα πιο ισχυρά επιχειρήματα σε όσους ήταν από την αρχή αντίθετοι στην ανάθεση της παγκόσμιας ποδοσφαιρικής γιορτής σε μια χώρα που κατηγορείται, μεταξύ άλλων, για συστηματική καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άθλιες συνθήκες εργασίας για τους μετανάστες.
Ενα χρόνο μετά το τέλος της γιορτής, με τη χρυσόσκονη να έχει κατακάτσει προ πολλού, τα προβλήματα παραμένουν για τους μετανάστες εργάτες, οι οποίοι αποτελούν το 90% του πληθυσμού της χώρας (!) και έχτισαν τα οκτώ μεγαλοπρεπή γήπεδα, χιλιάδες δρόμους και δεκάδες κτίρια φιλοξενίας.
Αυτές τις ημέρες, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από την επιτυχία της Αργεντινής, κάνουν πρεμιέρα σε διάφορες πλατφόρμες ντοκιμαντέρ που ανατρέχουν σε εκείνες τις εορταστικές στιγμές. Πώς ζουν, όμως, την ίδια ώρα οι εργάτες την καθημερινότητά τους ένα χρόνο μετά το Μουντιάλ;
Ο Αμπαγιανάντα (τυχαίο το όνομα) βρίσκεται στο Κατάρ από το 2011 και προέρχεται από ένα μικρό χωριό του Νεπάλ, στα 1.200 μέτρα των Ιμαλαΐων. Οταν έφτασε στην Ντόχα, ανακάλυψε ότι το συμβόλαιό του προέβλεπε 200 καταριανά ριάλ, περί τα 50 ευρώ. Λιγότερα απ’ όσα περίμενε και είχε συμφωνήσει.
Εργάζεται στην κατασκευή σκαλωσιών και σκοπεύει να μείνει ακόμα τέσσερα χρόνια στη χώρα, παρότι δεν περνάει καλά. «Κάνω οποιαδήποτε δουλειά μου ζητούν και δεν μπορώ να πω όχι. Οταν είσαι εργάτης, υποχρεούσαι να το κάνεις. Αν δεν δουλέψω, δεν θα πληρωθώ και πρέπει να φροντίσω την οικογένειά μου» εξηγεί ο Αμπαγιανάντα,
Μετακινείται κάθε δύο με τέσσερις μήνες, καθώς η εταιρεία του πηγαίνει σε διάφορα πρότζεκτ, έστω και αν τώρα αυτά δεν είναι όσα πριν από το Μουντιάλ. Οι εργάτες δεν πληρώνονται στην ώρα τους και πολλοί απολύονται.
«Ανησυχώ. Προς το παρόν, τουλάχιστον, έχω ακόμα οκτάωρες βάρδιες και τον βασικό μου μισθό» συνεχίζει ο εργάτης από το Νεπάλ, ο οποίος δεν μπορεί ακόμα να γυρίσει σπίτι του, καθώς δεν έχει καταφέρει να μαζέψει τα χρήματα που θα του επέτρεπαν να στηρίξει την οικογένειά του και να πραγματοποιήσει τα (όποια) όνειρα είχε για μια καλύτερη ζωή.
«Πηγαίναμε σε αγορές και εκθέσεις, περνούσαμε πολύ καλά. Θέλω να κλάψω όταν μου λένε ότι τους λείπω και εγώ. Εμείς οι κάτοικοι του Νεπάλ γιορτάζουμε μαζί στο Κατάρ, αλλά δεν είναι το ίδιο» λέει για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, έχοντας δουλέψει σε εταιρείες που προσέχουν τους εργάτες τους, αλλά και σε άλλες που πρέπει να περιμένεις ώρα για να κάνεις μπάνιο, δεν παρέχουν κρύο αλλά ζεστό νερό (σε θερμοκρασίες που αγγίζουν τους 50 βαθμούς), ούτε καν ψυγείο για να διατηρηθεί το φαγητό των εργατών.
«Δουλεύουμε σαν γαϊδούρια. Δεν μας επιτρέπουν ξεκούραση τις καυτές μέρες του καλοκαιριού. Μας μαλώνουν όταν δεν πετυχαίνουμε εγκαίρως τον στόχο που έχουν θέσει. Αν πάρουμε μία ημέρα ρεπό, μας αφαιρούν μισθό δύο ημερών. Αν τολμήσουμε να πάρουμε μια ανάσα για ένα λεπτό στη διάρκεια μίας ημέρας σκληρής δουλειάς, συνηθίζουν να μας λένε: “Πήγαινε στο Νεπάλ αν θέλεις να ξεκουραστείς”», η συγκλονιστική του περιγραφή.
Κάποτε, ο Αμπαγιανάντα υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας ξυλοδαρμού ενός εργάτη από επιστάτη επειδή δεν ολοκλήρωσε εγκαίρως τη δουλειά. «Εμείς οι μετανάστες εργάτες βοηθήσαμε να χτίσουμε το Κατάρ, βοηθήσαμε το Κατάρ να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, πολλοί από εμάς πεθάναμε στη διαδρομή, αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα πράγματα έγιναν καλύτερα για εμάς» συμπληρώνει με παράπονο για μια κυβέρνηση που εξακολουθεί να αδιαφορεί για τα δικαιώματα των εργατών, για τη διαρκή εκμετάλλευση από τα αφεντικά.
«Πριν από το Μουντιάλ, το Κατάρ ήταν υπό πίεση από την παγκόσμια κοινή γνώμη και έπρεπε να νοιαστεί για τα δικαιώματα των εργατών. Τώρα που το τουρνουά ολοκληρώθηκε, δεν νοιάζεται για εμάς. Απλώς μας στέλνουν πίσω στη χώρα μας» καταλήγει μια μαρτυρία όπως χιλιάδες άλλες για μια πραγματικότητα που, όσο και αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να καλύψει το μαύρο, χρυσοποίκιλτο Bisht.