Κατάλαβα πολύ καλά για ποιον λόγο ο Γιώργος Λάνθιμος, στη μέρα της μεγάλης του γιορτής και της μεγάλης του χαράς παίρνοντας τον λόγο στις Χρυσές Σφαίρες και κρατώντας το βραβείο, ευχαρίστησε τον Μπρους Σπρίνγκστιν που βρισκόταν στην αίθουσα, ως τον ήρωα που τον διαμόρφωσε όσο κανένας άλλος ομότεχνός του, ως προσωπικότητα. Εχει συμβεί και σε πάρα πολλούς από όσους τον αγαπάμε και τον ακολουθούμε στην Ελλάδα. Εχει συμβεί και σε μένα!
Τόσο ώστε να τον θεωρώ έναν δικό μου άνθρωπο που τα τραγούδια του και η στάση του με διαμόρφωσαν ως χαρακτήρα και ως προσωπικότητα. Ο Σπρίνγκστιν δεν υπήρξε ποτέ star, ήταν πάντα ένας ήρωας και μάλιστα λαϊκός. Με τη συνέπειά του κατάφερε να παραμείνει ζωντανός, σημαντικός και χρήσιμος για αυτούς που τον παρακολουθούν καλλιτεχνικά και όχι μόνο. Αυτό που δεν είχαμε προβλέψει ποτέ όσοι τον ακούμε από την εφηβεία μας ήταν ότι ο Boss του αμερικάνικου ροκ εν ρολ θα εξελισσόταν, θα άλλαζε, θα παρατηρούσε τον εαυτό του και τη συμπεριφορά του και θα πάλευε να τα διορθώσει. Δεν υπήρξε ποτέ star και όταν συμπεριφέρθηκε σαν τέτοιος το πλήρωσε ακριβά. Στις περίφημες συζητήσεις του πριν από δύο χρόνια με τον Μπαράκ Ομπάμα που ανέβηκαν και σαν podcast στις πλατφόρμες και έγιναν και βιβλίο, εξομολογήθηκε στον φίλο του και ταυτόχρονα σε ολόκληρο τον κόσμο ότι η πιο δυστυχισμένη περίοδος της ζωής του ήταν η πιο επιτυχημένη εμπορικά. Ενιωσε απομακρυσμένος από τον εαυτό του και την ουσία του, την περίοδο που βίωνε τη μεγαλύτερη επιτυχία του, μετά την τεράστια παγκόσμια αποδοχή του Born in the USA το 1984. Οταν διέλυσε την E-street band, έδιωξε από γύρω του τους ανθρώπους που μεγάλωσε μαζί τους στην παραλία του New Jersey, παντρεύτηκε την Τζούλιαν Φίλιπς, ένα μοντέλο και έφυγε μαζί της για την Καλιφόρνια. Βέβαια, όπως παρακολουθήσαμε αργότερα, όλα αυτά τα διόρθωσε, τα άλλαξε και επέστρεψε στο κέντρο του, στην ουσία του, στην πηγή της ζωής του. Για όσους έχουμε μεγαλώσει με τα τραγούδια του, μάθαμε τη ζωή μέσα από αυτά, όπως έμαθε και αυτός πριν από μας, και το έκανε στίχο και τραγούδι στο No Surrender. Μάθαμε πιο πολλά και πιο σημαντικά από όσα μπόρεσε να μας μάθει το σχολείο και το εκπαιδευτικό σύστημα. Μάθαμε για τις σημαντικές αξίες στη ζωή. Την αλληλεγγύη και το κοινό καλό, την αγάπη και την κατανόηση, την προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλει κανείς για να παραμείνει συνεπής με τα ιδανικά του αλλά και τη δουλειά που πρέπει να κάνει κανείς στον εαυτό του. Την πίστη στους αγαπημένους μας και σε όσους μας στέκονται και είναι πάντα εκεί. Τη χαρά και την αξία του ταξιδιού. Τη δύναμη να σηκώνεσαι κάθε φορά που πέφτεις και να ξεκινάς από την αρχή. Το παράδοξο είναι ότι παρότι στην Ελλάδα οι λαϊκοί ήρωες είναι αγαπητοί, ιδιαίτερα μάλιστα όταν προέρχονται από την εργατική τάξη, ο Σπρίνγκστιν παρά την επιτυχία και την αναγνώριση που έχει και εδώ, δεν έχει καταφέρει να γοητεύσει μαζικά το ελληνικό ροκ κοινό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι από την τελευταία φορά που βρέθηκε εδώ το 1988 με τη συναυλία της Διεθνούς Αμνηστίας δεν έχει επιστρέψει στην Αθήνα για μια μεγάλη συναυλία. Αντίθετα, σχεδόν κάθε χρόνο βρίσκεται για περιοδείες στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις και πρωτεύουσες.
Αυτές τις μέρες στα μάτια μου ο Γιώργος Λάνθιμος έγινε ένας απρόσμενος φίλος που ίσως και μπορεί να βοηθήσει μια μερίδα του κοινού να κατανοήσει και να εκτιμήσει λίγο παραπάνω το πόσο σημαντικός είναι ο Σπρίνγκστιν για τη μουσική. Τον Μπρους που ποτέ δεν ήταν τρέντι, χιπ ή απλά in αλλά για πάρα πολλούς είναι ο πιο σημαντικός και αληθινός καλλιτέχνης στην ιστορία της αμερικανικής ροκ μουσικής. Μέχρι τότε, μέχρι δηλαδή να μπορέσουμε να τον δούμε και στην Ελλάδα με τη συμμετοχή του ελληνικού κοινού στη μεγάλη του γιορτή που είναι οι τρίωρες πέρα από κάθε περιγραφή συναυλίες του, το ραντεβού δίνεται το καλοκαίρι, από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο, στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις…
Η τυραννία της αξίας
Για τον Μάικλ Σάντελ, τον καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας, δεν είναι καθόλου περίεργο που οι άνθρωποι έχουμε χάσει την ικανότητά μας να συζητάμε τα μεγάλα δημόσια ζητήματα και να ακούμε ο ένας τον άλλον. Ολο αυτό είναι αποτέλεσμα 40 χρόνων παγκοσμιοποίησης καθοδηγούμενων από την αγορά που έχουν οξύνει τόσο πολύ τις ανισότητες εισοδήματος και πλούτου ώστε να έχουμε οδηγηθεί σε ξεχωριστούς τρόπους ζωής. Για τον Μάικλ Σάντελ εύποροι και φτωχοί πολύ απλά σπανίως διασταυρώνονται στη διάρκεια της ημέρας και αυτοί που βρίσκονται στην κορυφή δύσκολα αντιστέκονται στη σκέψη ότι αξίζουν την επιτυχία τους, όπως αξίζουν τελικά τη θέση τους και εκείνοι που βρίσκονται στον πάτο.
Το ζητούμενο βέβαια για τον ίδιο δεν είναι η τέλεια ισότητα αλλά το πώς πολίτες από διάφορα κοινωνικά στρώματα συναντιούνται σε κοινούς χώρους και στη δημόσια σφαίρα. Μόνο έτσι μαθαίνουμε λέει να συζητάμε και να αποδεχόμαστε τις διαφορές μας. Στο βιβλίο του «Η τυραννία της αξίας – Τι έχει απογίνει το κοινό καλό;» που κυκλοφόρησε πριν από περίπου ενάμιση χρόνο από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Μιχάλη Μητσού, ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας, ο οποίος με τον τρόπο που παρασύρει και μαγνητίζει στις ομιλίες του το κοινό θυμίζει και λίγο ροκ σταρ, λέει πάρα πολλά για τις σύγχρονες κοινωνίες. Λέει για παράδειγμα ότι αυτό που βλέπουμε με την επανάκαμψη του λαϊκισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική δεν είναι τίποτα άλλο από μια επανάσταση ενάντια στην τυραννία της αξίας και ότι ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού συστήματος έχει προδώσει μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης. Το ενδιαφέρον και σ’ αυτό το βιβλίο του Μάικλ Σάντελ όπως και στα προηγούμενα –τα «Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα» και «Δικαιοσύνη: Τι είναι το σωστό;» που επίσης κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις– είναι ότι δεν του είναι αρκετό να παρατηρεί και να κριτικάρει όσα συμβαίνουν ακαδημαϊκά. Προχωράει παρακάτω και προτείνει πώς μπορούν όσοι έχουν χάσει το τρένο της ζωής να επιβιβαστούν ξανά σ’ αυτό νιώθοντας χρήσιμοι και δημιουργικοί. «Σε όσους δεν κατορθώσουν να αποκτήσουν μεγάλο πλούτο είτε ζηλευτές θέσεις, θα πρέπει η ισότητα των συνθηκών να τους επιτρέπει να ζήσουν ευπρεπώς και αξιοπρεπώς σε δουλειές που χαίρουν κοινωνικής εκτίμησης αναπτύσσοντας και ασκώντας τις ικανότητές τους, συμμετέχοντας σε μια ευρέως διαδεδομένη κουλτούρα της μάθησης και συζητώντας και συναποφασίζοντας με τους συμπολίτες τους για τις δημόσιες υποθέσεις».
Το απλό είναι και το πιο δύσκολο, συνηθίζουμε να λέμε.