Γιατί δεν απευθυνόμαστε συχνότερα μ’ ερωτικές επιστολές, εξομολογήσεις, μικρά, χαζά ποιήματα σε μέρη, αναρωτιόμουν περπατώντας μες στη λιακάδα, ένα ήσυχο μεσημέρι, καθημερινής, κάπου κοντά στο Νιάρχος; Είχε αυτό το φως Φεβρουαρίου που έχει η Αττική και από τα σπίτια μύριζε φαγητό. Γενικώς ήταν ήσυχα και συγκινητικά με τον πιο απλό τρόπο. Και σκεφτόμουν πόσο περίεργο είναι να μένεις σ’ ένα μέρος και να το μισείς, να βγάζεις ψυχοσωματικό απ’ την απέχθεια γι’ αυτό ακριβώς το μέρος, αλλά να το υπομένεις.
Λίγο – πολύ σκεφτόμουν ότι τα μέρη είναι οι πραγματικοί μας σύντροφοι, μας φέρονται καλά ή άσχημα, μας αρέσουν ή τα βαριόμαστε, κι αν τα ερωτευτούμε δεν χρειάζεται πραγματικά να πειστεί κανείς άλλος για το συναίσθημά μας. Ισως αυτό κάνει ακόμη πιο μάταιο το εγχείρημα μιας ερωτικής επιστολής που απευθύνεται σε κάποιο μέρος. Χώρια που ο καθένας/η καθεμία έχει τα δικά του/της μέρη που τα ’χει ερωτευτεί κι ούτε που θα πατούσε στα μέρη που ερωτεύονται οι άλλοι. Αλλά, και πάλι, υπάρχουν τόσοι που απλώς απεχθάνονται τη ζωή τους στη γειτονιά τους και δεν σηκώνονται να φύγουν, για διάφορους λόγους. Ετσι, για αλλαγή, εγώ αγαπώ τη γειτονιά μου, για διάφορους λόγους που δεν χρειάζεται να συμμεριστεί κανείς, αλλά θα ήθελα να τους πω.
Το αγαπημένο μου στην Καλλιθέα είναι τα οπωροφόρα και οι ελιές. Οσο πιο κοντά πας προς τη θάλασσα μυρίζει κιόλας, εννοώ μυρίζει θαλασσινό νερό. Κι αυτό πάντα με εκπλήσσει, επειδή μεγάλωσα χωρίς θάλασσα και σπάνια πηγαίνω στα νησιά. Πάντα μου κάνει εντύπωση που μπορείς να περπατήσεις λίγο και να βγεις στο νερό. Ή να φας ψάρια κάπου σχετικά κοντά στη θάλασσα. Αν παρατηρήσει κανείς πόσες ελιές, λεμονιές και νεραντζιές προσπερνάει καθημερινά στην Αθήνα, αν καθίσει πραγματικά να δει τους καρπούς και τα φύλλα, νομίζω είναι αδύνατο να μην κατευχαριστηθεί κάπου μέσα του, να μη θέλει να απευθύνει ερωτικές επιστολές στους δρόμους.
Μετά, στην Καλλιθέα μ’ αρέσουν οι γιαγιάδες και οι παππούδες. Που αυτή η ηλικιακή ομάδα κάπως δεν είναι παραγκωνισμένη, καταχωνιασμένη, κρυμμένη σε κάποιο σκοτεινό ισόγειο. Τους βλέπω έξω να μιλάνε σαν να είναι στο χωριό τους στη μέση του δρόμου και με καθησυχάζει αυτό. Μ’ αρέσει έτσι όπως λιάζονται στον ήλιο, στα παγκάκια, στα καφενεία τους που δεν έχουν αλωθεί, είναι κάπως πιο ανθρώπινο όλο αυτό, δεν έχει στήσιμο. Μ’ αρέσει η βραδύτητά τους, η ησυχία τους, η αξιοπρέπειά τους.
Και τα μαγαζιά δεν είναι στημένα, αλλά χρηστικά. Τ’ ανθοπωλεία και τα παντοπωλεία έχουν κάτι γιαγιαδίστικο, πουλάνε τα φυτά που θα έβαζε μια νοικοκυρά στο μπαλκόνι της και από δίπλα μπορεί να πωλούνται και χαρτιά υγείας ή είδη ραπτικής ή θυμίαμα ή παντόφλες, δεν υπάρχει αφήγηση, δεν πωλούνται ιστορίες για αγρίους που ανεβάζουν την τιμή των πραγμάτων σε κάτι εντελώς παλαβό. Είναι όπως όταν αγοράζαμε πράγματα, επειδή θέλαμε όντως ν’ αγοράσουμε το πράγμα, όχι τη συνοδευτική φλυαρία, και μερικοί δρόμοι είναι όπως θα ήταν, υποθέτω, παλιά, ήσυχοι και λίγο φτωχοί, με μικρά μπαλκονάκια και μικρά δωματιάκια όπου προσπαθεί να κάνει κανείς το καλύτερο που μπορεί μέσα σε λίγα τετραγωνικά. Περιττό να πω πως οι νέες πολυκατοικίες δεν μου λένε και πολλά. Η ξιπασιά των υπερβολικά ψηλών κτιρίων που κρύβουν τη θέα στον ουρανό και τους λόφους της πόλης (βλ. για παράδειγμα γύρω από την Ακρόπολη), μ’ ενοχλεί σωματικά, δεν είναι μια αισθητική στάση, είναι μια αντίδραση του οργανισμού.
Μετά, μου αρέσει να τρώω πράγματα απ’ αλλού και ν’ ακούω προφορές. Αγαπώ τις προφορές σ’ όλες τις γλώσσες που καταλαβαίνω. Το βρίσκω συγκινητικό να έχει πασχίσει κάποιος να μάθει μια γλώσσα και να τη μιλάει όπως μπορεί, να την τονώνει με απροσδόκητους συνδυασμούς λέξεων. Μ’ αρέσει πώς μιλάνε ελληνικά οι μετανάστες και τα παιδιά μεταναστών. Και πιο πολύ απ’ όλα μ’ αρέσουν τα φαγητά, κάθε είδους εξωτικό και οικείο φαγητό ή γλυκό που φέρνουν αυτοί που έρχονται απ’ το χωριό τους ή από άλλη χώρα. Πάντα με σαγηνεύει αυτό, να μπορείς να φας κάτι μακρινό, να διανύεις μια απόσταση τρώγοντας, να γίνεται καθημερινό πρωινό σου κάποια λιχουδιά από το Καζακστάν ή τη Γεωργία ή τη Βόρεια Ελλάδα.
Κι έπειτα, μ’ αρέσει που υπάρχει μια διαρκής υπόσχεση θάλασσας. Οπως είπα, για εμένα αυτό παραμένει συγκλονιστικό, γιατί δεν μεγάλωσα σε μέρος κοντά στο νερό. Και μου φαίνεται πάντα μια τόσο φθηνή πολυτέλεια, να μπορείς να περπατήσεις και να βγεις στη θάλασσα. Σχεδόν δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί οι συνδέσεις δεν είναι καλύτερες κι ευκολότερες, ώστε να μπορούν όλοι να πηγαίνουν γρήγορα και φθηνά στην παραλία, ιδανικά χωρίς αυτοκίνητο. Ομως, σήμερα, αποφάσισα να μην γκρινιάξω καθόλου, αφού σε μία ερωτική επιστολή χωράνε μόνο τα καλά.
Οι ερωτευμένοι βρίσκουν την ομορφιά παντού, ακόμη και σε παρατημένα καταστήματα που πέσανε έξω ή σε ογκώδη παλιά ερείπια που βγαίνει από μέσα τους η φύση. Στις ξασπρισμένες πινακίδες που διαφημίζουν πράγματα που πια δεν είναι καθόλου της μόδας, με λέξεις που δεν λέμε («θαλασσινά μπάνια»), ακόμη και στα παρατημένα ίντερνετ καφέ που χρεοκόπησαν ή στις βιτρίνες σφραγισμένων καταστημάτων που συσσωρεύονται λογαριασμοί. Εμένα μ’ αρέσουν αυτά τα κενά στις ραφές της πόλης.
Δεν μπορεί κανείς να εντοπίσει κάτι στραβό όταν είναι ερωτευμένος, κι αυτό είναι μάλλον απ’ τα ωραιότερα πράγματα που μπορεί να πάθει άνθρωπος. Είναι φοβερό να το παθαίνεις μ’ ένα μέρος. Να μπορείς να δεις μόνο τα καλά του, να του συγχωρείς τα υπόλοιπα. Αυτή η μερική τύφλωση είναι σκέτη μαγεία. Κι ούτε μπορεί κανείς πραγματικά να μεταδώσει την αίσθηση, αυτήν τη γάργαρη χαρά, που νιώθει περπατώντας ανάμεσα στις λεμονιές και στα νυχάδικα ή τα γυμναστήρια και τα καφενεία που χαρτοπαίζουν και κουτσοπίνουν ηλικιωμένοι. Εκανα μια προσπάθεια, γιατί μου φαίνεται κάπως περίεργο που δεν λέμε πιο συχνά τι ωραία είναι εκεί που ζούμε.