Ενιωθε πως είχε (σχεδόν) τα πάντα: Μια ευτυχισμένη οικογένεια με τη σύζυγό του Σάρα και τον μικρό Λίαμ, τον τριών ετών γιο τους, και μια σπουδαία καριέρα στο μπάσκετ, με δώδεκα χρόνια παρουσίας στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου (ΝΒΑ) και αναρίθμητες διακρίσεις με την Εθνική Ισπανίας σε μεγάλες διοργανώσεις.
Μια ημέρα, όμως, ο Ρίκι Ρούμπιο είπε «φτάνει, έως εδώ». Την πέμπτη ημέρα του περασμένου Αυγούστου, ο Ισπανός μπασκετμπολίστας, που έκανε επαγγελματικό ντεμπούτο σε ηλικία 14 ετών (!), ανακοίνωσε την απόφασή του να σταματήσει (προσωρινά;) το μπάσκετ για να αφοσιωθεί στη μάχη για τη βελτίωση της ψυχικής υγείας του.
«Το βράδυ της 30ής Ιουλίου ήταν ένα από τα πιο σκληρά της ζωής μου. Το μυαλό μου βρέθηκε σε ένα σκοτεινό μέρος», ανέφερε ο 33χρονος Ρίκι στο αποχαιρετιστήριο μήνυμά του στους Κλίβελαντ Καβαλίερς και στο ΝΒΑ, τις πρώτες ημέρες του 2024, όταν αποφάσισε οριστικά ότι δεν θα επέστρεφε στις Ηνωμένες Πολιτείες και έλυσε το συμβόλαιο που είχε για ακόμα δύο χρόνια με την ομάδα που έκανε πρωταθλήτρια το 2016 ο ΛεΜπρόν Τζέιμς.
«Κατά κάποιον τρόπο ήξερα ότι βάδιζα προς αυτή την κατεύθυνση, όμως ποτέ δεν πίστεψα ότι δεν θα μπορούσα να ελέγξω την κατάσταση. Την επόμενη ημέρα, αποφάσισα να σταματήσω την επαγγελματική του καριέρα», συνεχίζει για το περασμένο καλοκαίρι, το οποίο σιγά σιγά έχει αρχίσει να αφήνει πίσω του.
Τις τελευταίες ημέρες, προπονείται με την Μπαρτσελόνα, την τελευταία ομάδα του στην Ευρώπη προτού κάνει το άλμα για το αμερικανικό όνειρο, υπό τις οδηγίες του άλλοτε συμπαίκτη του (και νυν προπονητή) Ρότζερ Γκριμάου. Πλέον, νιώθει δυνατός για να μπει ξανά στα παρκέ και αναμένεται να το κάνει τις επόμενες εβδομάδες.
Μια, αναμφίβολα, μεγάλη νίκη απέναντι στην κατάθλιψη, η οποία άρχισε σιωπηλά να τον πνίγει τον Μάιο του 2016, όταν έχασε τη μητέρα του Τόνα, μόλις στα 56 της χρόνια, έπειτα από άνιση μάχη με τον καρκίνο του πνεύμονα.
Ο Ρίκι πέρασε τις τελευταίες πέντε εβδομάδες της ζωής της στο πλευρό της. Και, λίγο προτού φύγει, της υποσχέθηκε ότι θα συνεχίσει να παλεύει για τα όνειρά του. Και δεν έκανε μόνο αυτό αφού, για να τιμήσει τη μνήμη της, επένδυσε χρήματα για την έρευνα κατά του καρκίνου.
Δημιούργησε μία ΜΚΟ με αυτόν τον σκοπό και χρηματοδότησε, μαζί με τον συμπαίκτη του στην εθνική ομάδα Βίκτορ Κλαβέρ (αυτός έχασε τον πατέρα του από καρκίνο), μια αίθουσα αναμονής σε νοσοκομείο για συγγενείς ασθενών. Οπως, δηλαδή, ήταν και εκείνος.
«Οταν πέθανε η μητέρα μου, κατάλαβα πραγματικά τι ήταν μια αγκαλιά», έχει πει για τον έρωτα της ζωής του, όπως έχει χαρακτηρίσει τη μαμά, την οποία νιώθει δίπλα του σε κάθε του βήμα, έστω και αν δεν είχε τη δύναμη να αντισταθεί στην κατάθλιψη.
Αυτή βρήκε πρόσφορο έδαφος στην ψυχή του εξαιτίας και ενός σοβαρού τραυματισμού στο αριστερό γόνατο, που τον άφησε αρκετό καιρό εκτός δράσης. Είχε φτάσει σε ένα σημείο όπου ένιωθε ανίκητος, ενώ ξεκάθαρα δεν ήταν.
Ο Ρούμπιο, ως όφειλε, έθεσε ως προτεραιότητα την υγεία του. Και, με την απόφασή του, έδειξε τον δρόμο σε συναδέλφους του που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Η κατάθλιψη σαρώνει (και) στο ΝΒΑ, αφού οι νεαροί αθλητές δεν έχουν τις βάσεις και την πνευματική δύναμη για να διαχειριστούν τον πακτωλό χρημάτων, την τεράστια προβολή, τα social media και την προσέγγιση ανθρώπων που έχουν ως μοναδικό στόχο να τους εκμεταλλευτούν.
Νιώθουν (και επί της ουσίας είναι) μόνοι μέσα σε έναν τεράστιο όχλο, παρασύρονται από και σε λάθος καταστάσεις και, εάν δεν βρουν το θάρρος να αναζητήσουν βοήθεια σε ειδικούς, στην πραγματικότητα δεν καταφέρνουν ποτέ να βρουν ξανά τον εαυτό τους.
Διαρκής αίσθηση θλίψης, απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που πριν λάτρευες, απώλεια βάρους εξαιτίας έλλειψης όρεξης, προβλήματα στον ύπνο ή υπερβολική υπνηλία, απώλεια ενέργειας ή υπερκινητικότητα, αίσθηση ενοχής άνευ προφανούς αιτίας, αδυναμία συγκέντρωσης, αυτοκτονικές τάσεις ή σκέψεις είναι μερικά από τα συμπτώματα της κατάθλιψης.
«Δεν έχει σημασία πόσο άφθαρτοι μοιάζουμε πως είμαστε, στο τέλος της ημέρας είμαστε απλοί άνθρωποι», επισημαίνει ο ΝτεΜάρ ΝτεΡόζαν, ένας All Star παίκτης του ΝΒΑ που επίσης κλήθηκε να πολεμήσει την κατάθλιψη. Και στην περίπτωσή του βγήκε νικητής. Δυστυχώς, τείνει να γίνει η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Οι Ντάλας Μάβερικς, πρωταθλητές το 2011, προτού καν αλλάξει ο αιώνας, έγιναν η πρώτη ομάδα που προσέλαβε ένα full time αθλητικό ψυχολόγο, τον Ντον Κάλκσταϊν, ο οποίος εξηγεί με μια μπασκετική μεταφορά ότι στόχος με τους αθλητές που έχουν προβλήματα ψυχικής υγείας «δεν είναι να πούμε ότι θα κάνω το σουτ, αλλά ότι θα πάρω την μπάλα για να κάνω το σουτ, αφού πρώτα θα έχω πάρει την κατάλληλη θέση για να ευστοχήσω».
Σε μια παλαιότερη συνέντευξή του, ο Ρίκι Ρούμπιο είχε ερωτηθεί ποιο ήταν το όνειρό του. «Να μη σταματήσω ποτέ να απολαμβάνω το μπάσκετ» ήταν η ειλικρινής απάντησή του. Τον περασμένο Αύγουστο, αυτή η απόλαυση είχε χαθεί. Την είχε καταπιεί το φάντασμα της κατάθλιψης.
Εξι μήνες αργότερα, ο Ρούμπιο βρίσκει και πάλι τη χαρά του παιχνιδιού στη Βαρκελώνη, στη γενέτειρά του, στο σπίτι του. Αυτή τη χαρά που τον έκανε έναν από τους κορυφαίους γκαρντ της εποχής του και του χάρισε συμβόλαια με ετήσιες αποδοχές που έφθασαν τα 14 εκατ. ευρώ.
Η συνολική περιουσία του από το μπάσκετ, μάλιστα, αγγίζει τα 150 εκατ. ευρώ, αφού το 2012 υπέγραψε συμβόλαιο διάρκειας δώδεκα ετών με την εταιρεία αθλητικών ειδών Adidas, η οποία του απέφερε περί τα 80 εκατ. ευρώ, πέρα από τη μεγάλη προβολή.
«Ημουν χαμένος, δεν ήξερα ποιος ήμουν. Χρειάστηκε να επανακατασκευάσω τον εαυτό μου», λέει για το (σκληρό, όπως το χαρακτηρίζει) διάστημα της ηθελημένης αποχής του, γνωρίζοντας ότι δεν είναι μόνος του και πως οφείλει να στηριχθεί στα αγαπημένα του πρόσωπα για να το ξεπεράσει.
«Δεν είμαστε μόνοι» είναι το μήνυμά του προς όλους τους ομοιοπαθείς, η πλειονότητα των οποίων δεν το μοιράζεται με τον έξω (από τη φούσκα του επαγγελματικού αθλητισμού) κόσμο, είτε λόγω ντροπής είτε λόγω φόβου να δείξει την αδυναμία του, η οποία θα τον κάνει ακόμα πιο ευάλωτο απέναντι στον αδηφάγο όχλο.
«Προτιμώ να με βλέπουν ως καλό άνθρωπο παρά ως μεγάλο παίκτη», συμπληρώνει ο Ρούμπιο, τον οποίο η Μπαρτσελόνα είναι διατεθειμένη να περιμένει για όσο χρειαστεί. Ο ίδιος, πάντως, νιώθει ήδη πολύ πιο δυνατός, έτοιμος να πετύχει το απόλυτο buzzer beater στη ζωή και την καριέρα του. Το τελευταίο, νικητήριο σουτ, αυτό που θα του δείξει επιτέλους τον δρόμο προς το λυτρωτικό φως.