Σε μια εποχή αποκαρδιωτικής συντομίας και υψηλών ταχυτήτων, όπου τα πάντα –από τα τραγούδια και τις σειρές μέχρι τις διαφημίσεις και τις ταινίες– «λεπταίνουν» επικίνδυνα για να χωρέσουν στην ολοένα συρρικνούμενη προσοχή του κοινού, είναι ένα επίτευγμα το ότι ο Μάρτιν Σκορσέζε γύρισε και επέβαλε στην αγορά μια τρίωρη ταινία σαν το Killers of the Flower Moon. Οπως, όμως, οι σύγχρονοι άνθρωποι με την ευκόλως διασπώμενη προσοχή χρειάζονται τέτοια δημιουργικά χαστουκάκια ανά διαστήματα, έτσι και οι μεγάλοι δημιουργοί των ανεξάντλητων μέσων και της αδάμαστης αυτοπεποίθησης χρειάζονται πού και πού μια μικρή υπενθύμιση των αρετών της οικονομίας, της συνοχής και του σασπένς. Η τελευταία ταινία του μεγάλου Σκορσέζε ήταν ένα θεμιτό υψωμένο δάχτυλο προς τα ήθη των καιρών, αλλά και μία αθέμιτη δοκιμασία των αντοχών του κοινού του. Καλό το πολύωρο σινεμά· ακόμη καλύτερο, όμως, το ενδιαφέρον.
Οσα ξέρει ο Γκαλιάνο
Στην ίδια λογική, αλλά χωρίς το έλλειμμα ενδιαφέροντος, κινήθηκε και η τελευταία συλλογή του Τζον Γκαλιάνο για το Maison Margiela. Ο Βρετανός σχεδιαστής και creative director απέδειξε σε όσους θεωρούν τη μόδα επιφανειακό παιχνίδι της επικαιρότητας και απλή αφορμή για ψώνια, ότι οι ρίζες που την ενώνουν με την τέχνη παραμένουν ζωντανές και γόνιμες όσο μπαίνει κανείς στον κόπο να τις ποτίζει. Το σόου του Γκαλιάνο για την «Artisanal Collection 2024» του Maison Margiela περιλαμβάνει αδιανόητες σιλουέτες, υπέροχα υφάσματα, λεπτοδουλεμένες κατασκευές και μία παρουσίαση από άλλο κόσμο, που δεν σε εμπνέουν να ντυθείς, αλλά να σκεφτείς και να νιώσεις. Πριν γίνει ακριβό προϊόν, η υψηλή μόδα είναι αισθητική απόλαυση· πριν γίνει μαζική κατανάλωση, είναι στοχασμός πάνω στην κοινωνία.
Εξαρχείωση
Τα παραπάνω, βέβαια, δεν απευθύνονται στη χώρα μας. Στην Ελλάδα, άλλωστε, έχουμε μεγάλο κόμπλεξ με όποια μόδα δεν είναι πολιτική, γι’ αυτό και φροντίζουμε να πολιτικοποιούμε τα πάντα. Κατά μία έννοια, η πολιτική είναι το δικό μας είδος μόδας. Ο βανδαλισμός ακόμη μίας επιχείρησης στα Εξάρχεια, η οποία αντιστάθηκε στο πρότυπο του καφενέ (πρώτο ατόπημα) και στην καταβολή της δέουσας, κυριολεκτικής ή μεταφορικής, πληρωμής στις τοπικές μαφίες (δεύτερο ατόπημα), δικαιολογήθηκε επί τη βάσει του «gentrification» που ανεβάζει τις τιμές των ακινήτων και αλλοιώνει την ταυτότητα της περιοχής. Οι βάνδαλοι κατέστρεψαν ένα ανθοπωλείο για να υπερασπιστούν το δικαίωμά τους στο γκραφίτι, στη βρόμα, στις σπασμένες τζαμαρίες και στο χαμηλό ενοίκιο. Απ’ όλα αυτά, το χαμηλό ενοίκιο είναι το μόνο που δεν κέρδισαν. Η μόδα της καταστροφής για την καταστροφή υπερισχύει· το κοινωνικό αίτημα είναι απλή πρόφαση.
Πλάτες δημάρχου
Πώς να μην αποθρασυνθούν όμως οι επαγγελματίες της αστικής καταστροφής; Εδώ ο ίδιος ο δήμαρχος, που εξελέγη μεταξύ άλλων χάρη στη στήριξη πολιτικών σχηματισμών που αγαπούν τέτοιου είδους παρεμβάσεις, δήλωσε ότι θέλει να παραχωρήσει κτίρια του Δήμου σε «συλλογικότητες». Επειτα πήγε να τα μαζέψει, δίνοντάς μας μια καινοφανή ερμηνεία του όρου συλλογικότητα που θα εξέπληττε κάθε συλλογικότητα που αυτοπροσδιορίζεται ως συλλογικότητα (εννοούσε την κοινωνία των πολιτών ο καημένος!), αλλά το μήνυμα είχε ήδη σταλεί και αναγνωστεί σε/από εκείνους στους οποίους απευθυνόταν.
Ο,τι σπέρνουμε
Συλλογικότητες, πάντως, δεν είναι μόνο οι αριστερές «ακτιβιστικές» οργανώσεις. Και οι τύποι με τους σταυρούς και τις ελληνικές σημαίες που βγήκαν να διαδηλώσουν κατά των γάμων ομόφυλων ζευγαριών, αλληλέγγυοι είναι (μεταξύ τους), με κοινούς στόχους, κοινή ιδεολογία και κοινή δράση. Η νομιμοποίηση του παραλόγου θέλει προσοχή: σήμερα το παράλογο μπορεί να είναι αριστερό και να το συμπαθούμε· αύριο, μπορεί να είναι ακροδεξιό και να ζητήσει ό,τι πήρε το αριστερό, με τόκο.