Οταν οι φίλοι μου λένε ότι πήγαν στην πιο παλιά ταβέρνα της Αθήνας ή στο τάδε αιωνόβιο στέκι που πλέον εμφανίζεται σε όλους τους οδηγούς της πόλης, με πιάνει ένα μικρό σφίξιμο για μερικά δευτερόλεπτα. Σκέφτομαι πόσο ακόμα αντέχουμε να θυσιάζουμε το φαγητό και το κρασί μας στον βωμό του καλτ.
Σταμάτησα να πηγαίνω στην παλαιότερη ταβέρνα της πόλης όταν άκουσα τον ήχο από το φουρνάκι μικροκυμάτων, γκλιν, γκλιν, γκλιν, δεν σταματούσαν να βαζοβγάζουν τα πιάτα. Ο κάπελας φορούσε σκισμένη ποδιά, το φαγητό ήταν νερόβραστο, οι τουαλέτες βρώμικες και μετρούσα έναν ακόμη λογαριασμό στο μιλητό, χωρίς απόδειξη. Στο έτερο ιστορικό καπηλειό ρωτήσαμε αν ο καγιανάς γίνεται με φρέσκια ντομάτα και μας απάντησαν: «Αν τον θέλετε με φρέσκια, να τον φτιάξετε σπίτι σας. Εδώ πουλάμε κονσέρβες». Σε μία από τις πιο αγαπημένες των Αθηναίων γεμίζουν τις δεξαμενές του κρασιού με αντλία συνδεδεμένη σε βυτίο, μυρίζει θειάφι και… νοθεία. Ο ιδιοκτήτης προτρέπει «να βάλω από το δικό μας;», και πιθανότατα θα του απαντούσατε ναι. Τι θα του λέγατε, όμως, αν ρωτούσε «να βάλω κρασάκι από βυτίο;»…
Δεν θέλω να κακολογήσω εν γένει τις αγαπημένες μας ταβέρνες, άλλωστε υπάρχει πιο ωραίο φαγητό από ένα τηγανητό ψαράκι ή ένα ζουμερό παϊδάκι, ψωμί στα κάρβουνα και μια πικάντικη φέτα με ρίγανη;
Το συναίσθημα όμως που μας προκαλεί αυτό το φαγητό, η οικειότητα, η νοσταλγία, δεν πρέπει να συγχέεται με την ποιότητα του γεύματος. Κακά λάδια τηγανίσματος και πυρηνέλαιο στη σαλάτα, έτοιμες σάλτσες, προτηγανισμένες πατάτες και κροκέτες, λευκό ή κίτρινο τυρί εισαγωγής αντί φέτας και γραβιέρας. Επιστέγασμα όλων το χύμα, ανώνυμο κρασί στο κατρούτσο. Ολα αυτά που συνθέτουν μια κακώς εννοούμενη παράδοση κρύβονται κάτω από την κουβερτούλα του καλτ και της προσκόλλησης στο παλιό.
Φωτογραφία: Αγγελος Γιωτόπουλος
Με αυτή τη διάθεση, προτείνω δύο καλές ταβέρνες που έχουν κρατήσει το περιτύλιγμα αλλά έχουν αναβαθμίσει το προϊόν τους σημαντικά. Μια τέτοια είναι η Ζωοδόχος Πηγή στα Καμίνια. Εδώ εξυπηρετείται και η ανάγκη για καλτ, καθώς το μέρος έχει μείνει σχεδόν αναλλοίωτο στον χρόνο. Ο Κώστας Λάμπρου, ο πρώτος ιδιοκτήτης, στον συμμαχικό βομβαρδισμό του 1944 στον Πειραιά είδε την μπακαλοταβέρνα του να γκρεμίζεται συθέμελα. Την έστησε από την αρχή με την γυναίκα του, τη Μαρία. Σήμερα την «τρέχουν» τα δυο τους εγγόνια, Κώστας και Αλέξανδρος Τσώτσης. Τρώμε κοκκινιστό με τέλειες πατάτες, πρασόπιτα (με λίγο μπέικον), λαχανοντολμάδες, υπέροχο συκώτι και ψητή προβατίνα στη βέργα. Κρασί σερβίρει από ασκό, δηλαδή επώνυμο χύμα από τον Συνεταιρισμό Νεμέας, Αγιωργίτικο κι ένα ροζέ από Μοσχάτο Μαύρο Τυρνάβου, επίσης ασκός. Δεν απορρίπτουμε τον επώνυμο ασκό, αυτή η συσκευασία έλυσε πολλά προβλήματα στη διακίνηση του χύμα ή και νοθευμένου κρασιού.
Η νέα «παλιά» ταβέρνα της Αθήνας είναι η «Ταβέρνα των φίλων» στη γειτονιά του Κολωνού. Ο μάγειρας Γιάννης Μούσιος και ο σομελιέ Γιώργος Κοντορίζος δεν απέρριψαν τις παραδοσιακές επιταγές. Πήραν το σκαρί, τη σάλα μιας ταβέρνας που λειτουργούσε από το 1958, και την έκαναν κούκλα, με σημερινούς όρους. Εβγαλαν το φολκλόρ, έστρωσαν λευκά τραπεζομάντιλα –τι ωραία η αίσθηση του μαλακού, βαμβακερού υφάσματος κάτω από τα χέρια μας στο τραπέζι– και στόλισαν με βαζάκια με γυψοφύλλη. Βρήκαμε εδώ τα καλύτερα των δύο κόσμων. Σε αυτό το καθαρό, λαμπερό περιβάλλον τρώμε περιποιημένο ταβερνίσιο φαγητό, αρνάκι με πατάτες, νόστιμα ρεβύθια με παϊδάκια, ωραίους ζοχούς, σαγανάκι με τυρί μπάντζο και πίνουμε σε ψηλά ποτήρια εμφιαλωμένο κρασί, από 19 έως 42 ευρώ οι φιάλες τους, συνετή τιμολόγηση σε ωραία κρασιά, διαλεγμένα, που αποτελούν πρόταση. Εχει και νόστιμα επιδόρπια, όπως το αχλάδι ποσέ σε κόκκινο κρασί. Με τον λογαριασμό φέρνουν και ωραία, χειροποίητα σοκολατάκια.
Ζωοδόχος Πηγή, Κατσούλη 77, Καμίνια, Τ/210-48.14.438.
Ανοιχτά Δευτέρα – Σάββατο, από τις 20.30.
Κόστος: 15-20 €/άτομο χωρίς τα ποτά.
Ταβέρνα των Φίλων, Αργους 66, Κολωνός, Τ/ 210-51.27.506
Τρίτη – Παρασκευή: 18.00-23.00, Σάββατο: 14.00-23.00, Κυριακή: 14.00-17.00
Κόστος: 25-30€/άτομο χωρίς τα ποτά.
*Τα καταστήματα και τα προϊόντα που προτείνονται είναι επιλογές της δημοσιογράφου και δεν έχουν εμπορικό σκοπό.