Φεβρουάριος 2024: Φοιτητές στον τόπο του δυστυχήματος των Τεμπών. Μαυροφορεμένη νεολαία, κλαμένη και συγκινημένη, πασχίζει ν’ ακουστεί πίσω από ανακοινώσεις εγκεκριμένες από φοιτητικούς συλλόγους και μικρές, ήσυχες, χειρονομίες: κεράκια κι αναμνηστικά, κατάθεση λουλουδιών. Εχει κάτι στοιχειωδώς λάθος το συλλογικό πένθος σ’ αυτή την ηλικία κι είναι τουλάχιστον άβολο μικρά παιδιά να μαθαίνουν να «διεκδικούν» τα στοιχειώδη. Πρέπει να κυνηγήσουν ένα σχολείο με θέρμανση και μετά μια σχολή που το ταβάνι δεν στάζει. Και ενδιάμεσα έχουν τη «διεκδίκηση» να μπορούν να μετακινούνται από το σπίτι των γονιών τους στον τόπο φοίτησής τους χωρίς να τους συμβεί κάτι πραγματικά φρικαλέο. Και στο μεταξύ τα κόμματα τσιμπολογούν τα πρόσωπά τους, για να φανούν τα ίδια νεανικά. Νέοι που θα ‘ναι «νεολαίες» ή τίποτα, στρατοί φθηνών χειροκροτητών ή «νάρκισσοι», «κυνικοί, νωθροί» και τα λοιπά.
Είναι οι φοιτητές των σχολών-αποθηκών και των σχολών που λειτουργούν ως εξεταστικά κέντρα και κέντρα διερχομένων. Παιδιά που λογικά θα ‘χουν ακούσει ότι «σήμερα έχει κατάληψη, να πας για έναν καφέ» ή ότι «σήμερα δεν ήρθε η καθηγήτρια, τι να κάνουμε;». Παιδιά που περνάνε από ετοιμόρροπα κτίρια ή χώρους διακίνησης ναρκωτικών για να πάνε στη βιβλιοθήκη, και που διαβάζουν σε βιβλιοθήκες οι οποίες υπολειτουργούν και σε έδρανα όπου πείθονται ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρουν θέση για τα πιο περίπλοκα ζητήματα της ανθρωπότητας εδώ και τώρα, ώστε να γίνει με σιγουριά η φοιτητική υπερπολιτικοποίηση το εισιτήριο για μια απολιτίκ ενήλικη ζωή. Αγχωμένη νεολαία που ξέρει πως κάθε ημέρα φοίτησης κοστίζει στους γονείς της και άνθρωποι που δυσκολεύονται ν’ απαντήσουν στο ερώτημα: σε τι θα μου χρειαστεί η μόρφωσή μου;
Το θυμάμαι το τρένο του τρόμου. Βρωμούσε και όσο το περίμενες μπορούσαν να σου κλέψουν στον σταθμό το λάπτοπ. Οταν έφτανε, η αρίθμηση των βαγονιών δεν αντιστοιχούσε στην αρίθμηση του εισιτηρίου κι έπρεπε να στριμωχθείς κάπου, να κάνεις μερικά πέρα δώθε κι ύστερα να βρεις τη θέση σου, αφού θα σε είχαν βρίσει καλά καλά. Εκανε πολλές ώρες να φθάσει και οι τουαλέτες δεν λειτουργούσαν ή τέλος πάντων δεν ήταν ακριβώς υγιεινό να τις χρησιμοποιήσεις. Οταν υπήρχε ανταπόκριση σταματούσε σε κάτι σάπια μέρη, όπου χωρίς πολλές ανακοινώσεις και πληροφορίες έπρεπε να βρεις εσύ τι να κάνεις για να συνεχίσεις το ταξίδι σου.
Οταν έφθανε ήσουν εξαντλημένος – κι αυτό στα είκοσι. Μερικές φορές θα μπαλάτζαρε περίεργα. Αλλες θα ήταν τίγκα στους ανισόρροπους που λέγανε φωναχτά την ιστορία τους (θυμάμαι μια κυρία που έλεγε το ιατρικό της πρόβλημα ξανά και ξανά, φωναχτά και μονότονα, ώσπου με είχε πάρει ο ύπνος). Στις μεγάλες αργίες θα είχε ορθίους και καθιστούς στους διαδρόμους, και όχι για λίγα λεπτά. Οπως είπα και στην αρχή, σχεδόν πάντα θα βρωμούσε ή θα είχε κάτι βρωμερό μέσα, τσίχλες ή μπουκάλια νερού ή ακόμη χειρότερα πράγματα.
Η εναλλακτική ήταν και είναι το ακριβό λεωφορείο. Μια διαδρομή που συνήθως διανθίζεται από τις αυθαίρετες μουσικές επιλογές των οδηγών-dj. Οχήματα χωρίς φώτα ανάγνωσης, για να μιλήσεις με τον διπλανό σου. Στάσεις πάλι στη μέση του πουθενά, πάλι σε σάπια μέρη με υπερκοστολογημένα αποψυγμένα σάντουιτς και προπέρσινα πατατάκια. Μέρη όπου μπορείς να βρεις μάρκες αναψυκτικών που δεν υπάρχουν αλλού και αυτά τα περίεργα μηχανήματα με τις τρελομπαλίτσες και τ’ αρκουδάκια. Αυτή είναι η διαδρομή.
Το πρώτο που σκέφθηκα όταν διαλύθηκε το τρένο ήταν αν ξέρω κάποιον που ήταν μέσα και κάηκε, και πόσο πιθανό ήταν πραγματικά κάτι τέτοιο. Και μετά σκέφθηκα πώς θα το ξεπερνούσα, αν ήξερα κάποιον που κάηκε στο τρένο. Οχι ότι δεν ξεπερνιέται, φυσικά και ξεπερνιέται, αλλά είναι οπωσδήποτε δυσβάσταχτο. Και μετά είχα οργή. Πόσο μ’ εκνεύριζαν όσοι μου μιλούσαν λογικά. Εν ολίγοις πενθούσα. Οχι κάτι εντελώς συγκεκριμένο. Τη διαδρομή πενθούσα. Και τα παιδιά που δεν τα γνώριζα προσωπικά, αλλά μπορώ να φανταστώ με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή τους, την αγωνία τους στις Πανελλαδικές, την ανάγκη τους να ξεκολλήσουν από την Καλαμπάκα, τη Λάρισα και το χωριό τους.
Και μετά: τα πάνω – κάτω με τα τρένα και τα λεωφορεία για τις εξεταστικές, τις αρρώστιες των συγγενών, τη στράτευση ή την περίοδο των καταλήψεων, μήπως και περιοριστούν λιγάκι τα έξοδα φοίτησης. Μπορώ ν’ ανασυνθέσω το εξάμηνό τους στο μυαλό μου. Μ’ αυτή την έξαψη της νέας πόλης. Με το μάτι στη Γερμανία, την Αμερική, στο Σίδνεϊ. Το σοκ της πρώτης επαφής με κτίρια του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστημίου, το ταβάνι που στάζει, τη βιβλιοθήκη που δεν έχει και όλα τα βιβλία, την εστία που ζέχνει, το αμφιθέατρο που μπάζει αέρα, το πάρκινγκ για τους φοιτητές που έρχονται με το αυτοκίνητο, γιατί «είναι από δω».
Μπορώ να φανταστώ τη θλίψη της πρώτης επαφής με τα μαθήματα. Το χαστούκι της πρώτης συναναστροφής με τη γραμματεία. Το ξενέρωμα με το αντικείμενο σπουδών και το άνοιγμα του μυαλού όταν βρίσκεις τον καθηγητή/την καθηγήτρια που σού πηγαίνει. Μαθαίνεις να λύνεις τα προβλήματα, να βγάζεις άκρη, να πείθεσαι πως δεν είναι όλα και τόσο άσχημα (κι όντως δεν είναι). Φαντάζομαι το λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, αυτό που τους πηγαίνει από τις γειτονιές τους στις σχολές τους. Τη μαθητεία στη δυσλειτουργικότητα που, σε μεγάλες δόσεις, συνηθίζεται, την εξάντληση απ’ όλ’ αυτά. Μπορώ να φανταστώ να γίνονται ένα με το λεωφορείο, κάθε πρωί και κάθε βράδυ, ν’ αγκομαχούν μαζί του, να το σιχαίνονται πραγματικά το συγκεκριμένο λεωφορείο και ν’ αποφασίζουν πως κι από αυτό πρέπει να ξεφύγουν κάποτε. Κι από αυτή τη διαδρομή.
57 άνθρωποι σκοτώθηκαν στη σύγκρουση. Νέοι κυρίως, που είχαν μάθει να μη ζητάνε και πολλά. Κι άφησαν πίσω τους άλλους ανθρώπους, νέους και γέρους, που έχουν εκπαιδευτεί ν’ αναμοχλεύουν τις χαμηλές τους προσδοκίες και να τις λένε «διεκδίκηση». Στη Θεσσαλία, άμα βγεις λίγο έξω από τα κέντρα των πόλεων, το βράδυ είναι θρίλερ. Οχι ότι μπορεί πραγματικά να σου συμβεί κάτι, απλώς δεν κυκλοφορεί ψυχή. Στα χωριά ούτε φώτα δεν έχει καλά καλά και οι δρόμοι είναι σαν να μην οδηγούν πραγματικά κάπου. Γίνεται να ταξιδεύεις ώρα και να μη συναντήσεις κάτι ζωντανό, μ’ εξαίρεση, ίσως, κανένα σκυλί. Ελάχιστοι θέλουν να δουλέψουν αγρότες. Ξέρουν πώς είναι να είσαι αγρότης, δεν μπορούν να το κάνουν ρομαντικό μες στο μυαλό τους, να ‘χουν μια φαντασίωση για τη συγκεκριμένη δουλειά. Πηγαίνουν να σπουδάσουν, ν’ ανεβούν κοινωνικά. Η διαδρομή συχνά είναι ναρκοθετημένη.