Ο 28χρονος Πεπ Γκουαρδιόλα μεσουρανούσε ως ο ιθύνων νους και αρχηγός της Μπαρτσελόνα και της Εθνικής Ισπανίας. Ο 19χρονος Τσάβι έκανε τα πρώτα, δειλά του βήματα ντυμένος στα Μπλαουγκράνα, δείχνοντας προορισμένος να γίνει, σε ένα κοντινό μέλλον, ο «νέος Γκουαρδιόλα».
Τον Μάιο του 1999, αμφότεροι βρέθηκαν στα επίσημα του «Καμπ Νόου» για να παρακολουθήσουν από κοντά την ποδοσφαιρική ομάδα Κ15 του συλλόγου να παίρνει μέρος στο περίφημο «Nike Cup», ένα από τα κορυφαία τουρνουά παγκοσμίως για μικρές ηλικίες στο άθλημα της «ασπρόμαυρης θεάς».
Ηγέτης, πολυτιμότερος παίκτης και σκόρερ του γκολ που έστεψε πρωταθλήτρια εκείνη την ομάδα ήταν ένας 15χρονος, βραχύσωμος και αδύνατος πιτσιρίκος, ο οποίος όμως μεταμορφωνόταν σε γίγαντα όποτε έπαιρνε την μπάλα στα πόδια. Στο φινάλε του τουρνουά, ο Πεπ, ως αρχηγός της πρώτης ομάδας, απένειμε τα τρόπαια και τα ατομικά βραβεία, δίνοντας θερμά συγχαρητήρια και μια ζεστή αγκαλιά σε εκείνον τον μικρό μάγο.
«Εσύ θα με στείλεις στη σύνταξη, αλλά αυτός θα μας στείλει στη σύνταξη και τους δύο», ήταν η προφητική ατάκα του Γκουαρδιόλα στον Τσάβι, μετά την παράσταση του 15χρονου στο γήπεδο που έμελλε να γίνει σύντομα το δεύτερο σπίτι του.
Σήμερα, 25 χρόνια μετά, ο 53χρονος Πεπ είναι ένας από τους κορυφαίους (εάν όχι ο κορυφαίος) προπονητές στον κόσμο αυτή τη στιγμή, ο 44χρονος Τσάβι έχει ήδη κατακτήσει με την Μπαρτσελόνα πρωτάθλημα καθισμένος στην άκρη του πάγκου και ο 39χρονος (40 στις 11 Μαΐου) Αντρές Ινιέστα Λουχάν συμπλήρωσε τον μυθικό αριθμό των χιλίων αγώνων στην επαγγελματική του καριέρα.
Χίλια παιχνίδια με δεκάδες τίτλους απείρως ανώτερους από εκείνο το «Nike Cup», αμέτρητες διακρίσεις ξεκάθαρα ανώτερες από το MVP σε εκείνο το τουρνουά. Και, κυρίως, μια παγκόσμια, καθολική αναγνώριση για τον ποδοσφαιριστή που κάθε προπονητής θα ήθελε να έχει στην ομάδα του, αφού θα ήξερε πως έχει το κεφάλι του ήσυχο με αυτόν στο χορτάρι.
Χαρισματικός με την μπάλα στα πόδια, διορατικός για την τελική, καθοριστική πάσα και, πάνω απ’ όλα, κύριος με «Κ» κεφαλαίο, αφού σε αυτά τα χίλια ματς αντίκρισε σχετικά λίγες κίτρινες κάρτες (78) και ούτε μία κόκκινη, κάτι που ελάχιστοι ποδοσφαιριστές με τέτοια διαδρομή μπορούν να καυχηθούν πως έχουν καταφέρει.
«Νιώθω ότι είμαι προνομιούχος» δήλωσε συγκινημένος ο άνθρωπος που το 2010 ξεπέρασε οριακά ένα σοβαρό τραυματισμό, άφησε πίσω του την κατάθλιψη από τον θάνατο ενός καλού του φίλου (του επίσης ποδοσφαιριστή Ντάνι Χάρκε της Εσπανιόλ) και κατάφερε να του αφιερώσει το πιο σημαντικό γκολ στην Ιστορία του ισπανικού ποδοσφαίρου: Αυτό που έστεψε παγκόσμια πρωταθλήτρια την εθνική ομάδα της χώρας στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής.
Χάρη σε εκείνο το ιστορικό γκολ, αλλά και την απαράμιλλη αγωνιστική του συνέπεια, η περιουσία του «Δον Αντρές» (κυρίου Αντρές επί το ισπανικότερο) ξεπερνάει αισίως τα 150 εκατ. ευρώ, με τα συμβόλαια που υπέγραψε κατά καιρούς με ισχυρά brands όπως η Nike, η Nissan και η UFX.com, αλλά πρωτίστως στην Μπαρτσελόνα, στην ιαπωνική Βίσελ Κόμπε και, εσχάτως, στην Emirates Club των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Με τη συγκεκριμένη ομάδα, όπως όλα δείχνουν, θα γευτεί για πρώτη φορά στην καριέρα του το πικρό ποτήρι του υποβιβασμού, αφού ύστερα από 14 αγωνιστικές είναι τελευταία και καταϊδρωμένη στη βαθμολογία, με έντεκα ήττες και μόλις πέντε βαθμούς, με 14 γκολ υπέρ και 37 κατά.
Αυτή η «αποτυχία», βεβαίως, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να σπιλώσει μια μυθική καριέρα που περιλαμβάνει Μουντιάλ, δύο Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, τέσσερα Champions League, δέκα πρωταθλήματα και τρία Μουντιάλ Συλλόγων, μεταξύ πολλών άλλων, καθώς και δεκάδες διακρίσεις σε ατομικό επίπεδο.
Το 2010, σύμφωνα με την παγκόσμια ποδοσφαιρική κοινή γνώμη, ο Ινιέστα άξιζε τη «Χρυσή Μπάλα», την οποία έχει πάρει μόλις ένας Ισπανός ποδοσφαιριστής, ο αείμνηστος Λουίς Σουάρεθ το (πολύ, πολύ) μακρινό 1960. Αυτή, όμως, κατέληξε στον συμπαίκτη του στην Μπαρτσελόνα Λιονέλ Μέσι, με τον «Αντρεσίτο» να τερματίζει δεύτερος στην ψηφοφορία, με τρίτο τον Τσάβι.
«Συγνώμη, Ινιέστα» ήταν, τον Μάιο του 2018, ο τίτλος editorial του γαλλικού περιοδικού «France Football», το οποίο και απονέμει το Οσκαρ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Επέλεξε, με αυτή τη συγγνώμη, να αποχαιρετήσει όπως άρμοζε τον Ινιέστα, ο οποίος άφηνε την Μπαρτσελόνα μετά από 22 χρόνια, με δάκρυα στα μάτια.
Οπως αυτά που πλημμύριζαν το πρόσωπό του όταν, σε ηλικία δώδεκα ετών, άφηνε πίσω του το χωριό του στο Αλμπαθέτε, το Φουεντεαλμπίγια των 1.800 κατοίκων, για να κυνηγήσει το όνειρό του να γίνει ποδοσφαιριστής. Ο μικρός Αντρές πέρασε δεκάδες ώρες κλαίγοντας στο τηλέφωνο, ενώ μιλούσε με τους γονείς του, Χοσέ Αντόνιο και Μαρία.
Και ο ίδιος, άλλωστε, έχει ως προτεραιότητες στην ζωή του την μπάλα και την (όλο και πιο μεγάλη) οικογένειά του. Παντρεμένος με την Αννα Ορτίθ εδώ και δώδεκα χρόνια, έχουν πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δύο αγόρια, για το μέλλον των οποίων ο μπαμπάς Αντρές φροντίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Εκτός από την περιουσία που δημιούργησε μέσω του ποδοσφαίρου, αποδεικνύεται επιτυχημένος και στις επενδύσεις, κατά κύριο λόγο σε ακίνητα, σε οικονομικά funds και μια εταιρεία μάρκετινγκ, αθλητικής εκπροσώπησης και, πλέον, μουσικής, ηλεκτρονικών παιχνιδιών και παραγωγής οπτικοακουστικού περιεχομένου.
Από την άλλη, οι πιο ρομαντικές του επενδύσεις, το οικογενειακό οινοποιείο που έχει ανοίξει στη γενέτειρά του, αλλά και η οικονομική στήριξη της Αλμπαθέτε, στα φυτώρια της οποίας ξεκίνησε προτού μετακομίσει στην Μπάρτσα, τον έχουν… πονέσει πολύ στην τσέπη.
Δεν πτοείται όμως. Χαμηλώνει το βλέμμα, όπως εξακολουθεί να κάνει, χαμογελάει συνεσταλμένα και απολαμβάνει όσα του έδωσαν η ζωή και η μπάλα. «Μικρός, ονειρευόμουν να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ αυτό που με περίμενε, όταν στα δώδεκά μου έφυγα από το Φουεντεαλμπίγια», παραδέχεται ο Ινιέστα των 723 αγώνων με πρώτη και δεύτερη ομάδα της Μπαρτσελόνα, 134 με τη Βίσελ Κόμπε, δώδεκα με την Emirates Club και 131 με την Εθνική Ισπανίας, όπου κατέγραψε 104 γκολ, 192 ασίστ και 38 (!) τίτλους.
Πρωτίστως, όμως, επέδειξε μια άψογη συμπεριφορά, αποτέλεσε παράδειγμα για εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο και επιβεβαίωσε ότι το ποδόσφαιρο είναι το πιο δημοκρατικό άθλημα που υπάρχει, αφού δεν χρειάζεται να είσαι ψηλός, αλτικός ή δυνατός. Αρκεί να μπορείς να μιλάς στην μπάλα, όπως εξακολουθεί να κάνει μετά από χίλια επαγγελματικά παιχνίδια ο «Αντρές της ζωής μας», όπως έμεινε για πάντα για τους Ισπανούς έπειτα από εκείνο το βράδυ του Ιουνίου του 2010 στο Γιοχάνεσμπουργκ…