Στη στάση του λεωφορείου βλέπω μια διαφήμιση που μου παίρνει ώρα να καταλάβω ότι είναι διαφήμιση. Οι εγγραφές ξεκίνησαν. Σπεύσατε! Μάθετε το τάδε απολύτως περίπλοκο πράγμα σε λίγους μήνες. Ούτε που ασχολούμαι με το να ψάξω ποιος διδάσκει τι και τι είναι ακριβώς αυτό που διαφημίζεται, μα στην αρχή δεν πιστεύω καν ότι πρόκειται για διαφήμιση. Νομίζω ότι είναι κακόγουστη διαμαρτυρία φοιτητών για τις συνθήκες φοίτησης. Ούτε αυτές τις διαμαρτυρίες τις παρακολουθώ. Δεν τις χρειάζομαι. Ξέρω πώς είναι να πηγαίνεις στη γραμματεία της σχολής σου που λειτουργεί δύο ώρες, να σε διδάσκουν σε αμφιθέατρα χωρίς θέρμανση, να χάνουν γραπτό σου και να μην υπάρχει κάποια μέθοδος λογοδοσίας, να ανοιγοκλείνει η σχολή και οι φοιτητές να είναι πιασμένοι σε δίχτυα συμφερόντων, να μαλώνουν και να δέρνονται. Ξέρω πώς είναι η Παιδεία να έχει γίνει σημειώσεις από την παράταξη, εξεταστική και ξερό ψωμί.
Τα ξέρω αυτά παρότι με θεωρώ πολύ τυχερή ως προς τις σπουδές μου και τους ανθρώπους που συνάντησα στη διάρκειά τους. Αλλά ξέρω και πώς είναι να σου πουλάνε πράγματα. Θέλω να πω ότι αυτές οι διαφημίσεις με τους φοιτητές που γελάνε απλωμένοι στα γκαζόν μπροστά από το Χόγκουαρτς ανταλλάσσοντας σημειώσεις πάντα μου φαίνονταν ελκυστικές. Και πάντα με έτσουζαν ποσά ιλιγγιώδη, για να έχεις πρόσβαση στην πιο τέλεια βιβλιοθήκη του κόσμου. Φυσικά, τα βιβλία είναι ίδια παντού και πλέον συγκινητικά διαδεδομένα. Στον 21ο αιώνα δυσκολεύομαι να βρω τίτλο πραγματικά απροσπέλαστο. Ως αντικείμενα τα βιβλία είναι παντού στον δυτικό κόσμο. Ωστόσο, το περιβάλλον παίζει ρόλο όταν είσαι μικρή, μικρός. Και παίζουν ρόλο κι οι παρέες. Ολα αυτά είναι σχετικά. Δηλαδή, από τη μια δεν είναι και η πιο πειστική δικαιολογία της αμορφωσιάς το ότι δεν βρήκες τις κατάλληλες συνθήκες κι από την άλλη ισχύει πως οι συνθήκες παίζουν ρόλο – όμως, όχι από μόνες τους.
Παρακολουθώντας από μακριά τη γενικώς αρκετά καταθλιπτική, μίζερη και παλιακή συζήτηση για την εκπαίδευση, σκεφτόμουν πως δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για δύο ταχύτητες. Σίγουρα είναι πιο πολλές, αμέτρητες και όλες υψηλές. Πού χρόνος να καθίσει κανείς να μελετήσει με το πάσο του; Γρήγορα, να μπεις σχολή, να βγεις, να ξεμπερδεύεις, να μην ξανανοίξεις βιβλίο ποτέ, αν γίνεται. Εκπαίδευση 18 με 22 – στην καλύτερη. Μετά, όμως, τι; Και μπορεί να είναι κανείς όντως ευτυχισμένος όταν έχει από νωρίς ξεμάθει να μαθαίνει; Οταν έχει διδαχτεί πως διαβάζω για να μου πουν μπράβο. Για να μου δώσουν πιστοποίηση. Για να μην πληρώνουν άλλο οι γονείς μου.
Και σκεφτόμουν τα ρήγματα που εμφανίζονται γενικώς στην ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών. Πώς κάποιοι ενημερώνονται σε δυο – τρεις γλώσσες, από προσεγμένες εκδόσεις, και άλλοι τσαλαβουτούν στα νερά του infotainment, σε μια διαρκή ροή άχρηστων κουτσομπολιών ή «γνωμών» τύπου «εμένα το “Poor Things” και το “Ζάρι” με κούρασαν» κ.λπ. Σκεφτόμουν πώς είναι να τρως το πρωινό σου σε κάποιο άθλιο φροντιστήριο όπου μαθαίνεις ρήματα που τα ξεχνάς το βράδυ και πώς είναι να διδάσκεσαι μια γλώσσα οργανικά, για παράδειγμα μιλώντας με αυτούς που τη μιλάνε. Σκεφτόμουν πώς είναι να λογοδοτείς σε κάποια μίζερη εφαρμογή (καλύτερο από το τίποτα) για τη μελέτη σου και πώς είναι να είσαι σε ένα ζωηρό ακαδημαϊκό περιβάλλον όπου γίνονται συζητήσεις. Πώς μετακινείται κάποιους πόντους η σκέψη κάποιων και πώς μουδιάζει αυτή άλλων, τόσο ώστε πια δεν νιώθουν μουδιασμένοι, απλώς σαν να τους έχουν στραγγίξει.
Εκπαιδευόμαστε άνισα. Μορφωνόμαστε άνισα. Μας χωρίζουν αυτά που (νομίζουμε πως) ξέρουμε, αντί να μας ενώνουν, μας δίνουν μια ψευδή υπεροχή ή μια κομπλεξική άρνηση όλη δική μας. Καταλαβαίνουμε από πολύ διαφορετικές γωνίες τον κόσμο. Και είναι και απολύτως άνιση η ποιότητα της πληροφορίας στην οποία έχουμε πρόσβαση. Βρισκόμαστε σε διαφορετικά φυτώρια σκέψης – κάποια είναι εξαιρετικά μαραμένα. Ενδιάμεσα παρουσιάζονται παράμετροι όπως η φιλοπονία, η τύχη, τα γονίδια, τα ταλέντα και ο περίγυρος. Και μετά υπάρχει κι αυτή η μορφή τύφλωσης, η ανικανότητα να συγκεντρώνεσαι. Πόσοι άνθρωποι έχουν ξεμάθει να μαθαίνουν; Πόσοι έχουν ξεχάσει τη χαρά της νέας γνώσης;
Ξεκίνησα, όμως, να γράψω για δύο παραστάσεις. Το «Doctor» και την «Καρδιά του σκύλου» (της Ευαγγελάτου και της Μπίρμπα αντίστοιχα) που έκαναν απανωτά sold out. Στο «Doctor» τίθενται διάφορα θέματα, αλλά ένα από αυτά είναι και το εξής: ποιος ξέρει τι; Τι ξέρει μια γιατρός και τι ένας ιερέας, τι ξέρει το Ιντερνετ; Τι δεν ξέρουμε; Και τι μας έχει πιάσει να αποδομούμε δεκαπέντε χρόνια σπουδών και δεκάδες δημοσιεύσεις με ένα τουίτ; Πότε η γόνιμη αμφισβήτηση γίνεται μια άγονη ξέρα που δεν βγάζει πουθενά; Μια κλειστοφοβική συζήτηση νηπίων που δεν έχουν ιδέα για την έκταση και την περιπλοκότητα των ζητημάτων που «επιλύουν» με «χαχα» και «ουάου» ή «κάτσε να το γκουγκλάρω να σου πω».
Στην «Καρδιά του Σκύλου» ο γιατρός που θέλει να σώσει τον άνθρωπο δημιουργεί ένα έκτρωμα, συνδυασμό σκύλου και ανθρώπου, ένα κομματόσκυλο, έναν τεμπέλη. Η επιστήμη πασχίζει, κάνει δοκιμές, πειράματα και η ψυχή του ανθρώπου δεν κουνιέται μισό χιλιοστό προς την αποδοχή ή τη χαρά. Μπορούμε να πιάσουμε τις καρδιές στα χέρια μας, αλλά για την ψυχή μάλλον πρέπει να μιλήσουμε αλλιώς (σχεδόν σίγουρα η καλή λογοτεχνία έχει τις λέξεις). Φυσικά, σε όλο το έργο σκεφτόμουν τον μόνιμο πλέον ελέφαντα στο δωμάτιο, την τεχνητή νοημοσύνη.
Δεν πιστεύω ότι γινόμαστε άπληστοι σκύλοι και επιστήμονες εκ του προχείρου. Ομως, μερικές στιγμές δεν νιώθω καθόλου ελεύθερη μέσα στις νέες τεχνολογίες ή στο πόσο κρυφή είναι η μηχανική τους. Ούτε μου αρέσει που άνθρωποι και μηχανές παράγουν πληροφορία, για να την καταναλώσουν άνθρωποι και μηχανές, για να παραγάγουν πληροφορία που θα την καταναλώσουν – καταλάβατε. Δεν νιώθω άνετα που ιδιώτες με αμύθητα πλούτη χτίζουν ένα προφίλ σωτήρα, εκτός του πλαισίου της επιστημονικής κοινότητας και γενικώς εκτός ελέγχου. Βλέπω πλούσιους και κουρασμένους άνδρες που δεν ξέρουν ακριβώς τι κάνουν και που κανείς δεν τους έβαλε εκεί, στον τεχνολογικό κολοσσό τους, να απαντούν σε μια κρίση νοήματος με τα υπερτροφικά οράματά τους.
Χαμένοι σε έναν κόσμο που αλλάζει βαθαίνοντας τις ανισότητες, ριγμένοι κάπου εκτός νοήματος. Ολα αυτά θα έπρεπε να τα θεραπεύουν ένα στιβαρό σύστημα παιδείας και ένα διαρκές δικαίωμα επανεκπαίδευσης, μια μονίμως ανοιχτή συζήτηση με τα γράμματα και τη σκέψη. Αυτά που λέω, όμως, είναι ονειροφαντασίες. Η σκληρή, συστηματική μελέτη δεν είναι της μόδας. Εδώ και χρόνια, στην Ελλάδα και αλλού, με χ ευρώ πωλείται πιστοποίηση βαθιάς γνώσης του χ περίπλοκου πράγματος σε δύο απλά βήματα. Πωλείται η ιδέα της γνώσης, όμως όχι απαραίτητα και τρόποι να μαθαίνεις. Κι αν η γνώση είναι διαρκής, πωλείται και λίγη στασιμότητα, αφού πρέπει να πιστοποιείται το καθετί και μετά να κλείνει, να ξεμπερδεύει κανείς μαζί του.
Νομίζω πως πολύς κόσμος προσπαθεί να καταλάβει τι του συμβαίνει, αλλά του λείπουν τρόποι να μαθαίνει και τρόποι να κατανοεί. Απελπισία. Στην καλύτερη περίπτωση πάει στο θέατρο και βγαίνει προβληματισμένος. Εχει περάσει ένα δίωρο μαζί με άλλους, εξίσου μπερδεμένους ανθρώπους και έχει ενωθεί μαζί τους στο χειροκρότημα και στην ουρά στο κυλικείο. Εχουμε μοιραστεί την άγνοιά μας. Το πρώτο βήμα για να μάθουμε κάτι έχει γίνει.
Υπάρχει όμως και η χειρότερη περίπτωση. Η σύγχυση που γίνεται αγωνία για μια επιστροφή στην Εδέμ. Καλά που ήμασταν «πριν απ’ όλα αυτά». Και μες στην αγωνία νιώθει κανείς αγάπη για πολιτικούς που έχουν κάτι παλιακό. Ηδονίζεται με μια υποταγή στην εξουσία. Ιδίως σε αυτήν που εμφανίζεται καθησυχαστική. Το παιχνίδι γυρίζει, ο κόσμος γυρίζει. Μπορείτε να ξεφορτωθείτε ό,τι δεν σας αρέσει. Μπορείτε να την ξεκάνετε την πολυπλοκότητα, αρκεί να πιστέψετε σε κάτι. Κι ελλείψει αυτού του κάτι μπορεί κάλλιστα να πιστέψει κανείς σε κάποιον. Σημασία έχει να μπορείς να ζεις ξεκούραστα και κυρίως να μη βαριέσαι ποτέ.